Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Καλοκαιρινές διακοπές στη Δροσιά όταν ακόμη ήταν εξοχική περιοχή, αραιοκατοικημένη και τα
περισσότερα σπίτια μικρά και απλά. Οι μόνιμοι κάτοικοι λίγοι και οι παραθεριστές
περισσότεροι. Οι παραθεριστές έφταναν με το που έκλειναν τα σχολεία και έφευγαν λίγο πριν
την αρχή της επόμενης σχολικής χρονιάς.
Ήταν η εποχή που το παιχνίδι για εμάς τα παιδιά ξεκινούσε από το πρωί και τελείωνε το βράδυ,
με ένα αναγκαστικό διάλειμμα για υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο, τον οποίο σιχαινόμουν,
αλλά ήταν νόμος του σπιτιού που δεν μπορούσα να τον παραβώ. Ευτυχώς που μου άρεσε να
διαβάζω και έτσι περνούσα τις αναγκαστικές ώρες ησυχίας και ξεκούρασης είτε διαβάζοντας,
είτε γδέρνοντας την λαδομπογιά από μια παλιά σιφονιέρα που ήταν στο πλάι του κρεβατιού
μου, δημιουργώντας σχήματα. Άλλα έμοιαζαν με σύννεφα, άλλα με πουλιά, άλλα με νησιά. Και
φανταζόμουν ότι με έπαιρναν στα φτερά τους τα πουλιά ή ότι κρεμιόμουν από ένα σύννεφο
και γυρνούσα όλον τον κόσμο. Βέβαια την κατσάδα ποτέ δεν την γλύτωνα που κατέστρεφα το
μακιγιάζ της σιφονιέρας αλλά δεν χάλαγα την ζαχαρένια μου. Μετά από λίγο, ότι είχα ακούσει
το ξεχνούσα και το επόμενο μεσημέρι συνέχιζα το δημιουργικό για μένα αλλά καταστροφικό
για τους μεγάλους έργο μου.
Όχι μόνο η δική μου αλλά και της υπόλοιπης παρέας η τρέλα και οι σκανταλιές ήταν
αστείρευτες. Μας άρεσε να ανεβαίνουμε στις συκιές και να λέμε ότι ήταν τα αυτοκίνητά μας.
Στα μεγαλύτερα δέντρα με τα χοντρά κλαδιά ένας έκανε τον οδηγό του λεωφορείου και άλλοι
τρεις τέσσερεις τους επιβάτες. Όταν τα σύκα ήταν έτοιμα ξεχνούσαμε τα αυτοκίνητα και
ριχνόμαστε στη μάχη του να φτάσουμε τα ώριμα σύκα. Επιτόπου τα τρώγαμε ανοίγοντάς τα
στα δυο και σπρώχνοντας με το δάχτυλο να ξεκολλήσει η γλυκιά ψίχα τους. Δε λογαριάζαμε
ούτε τη φαγούρα από τα συκόφυλλα ούτε τίποτα.
Υπήρχε και ένας γλωσσοδέτης για τα σύκα και τη συκιά, που μας είχε μάθει η δασκάλα, η μαμά
μιας φίλης του καλοκαιριού. Ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια με αυτούς που προσπαθούσαν να τον
πουν και μπέρδευαν τη γλώσσα τους, λέγοντας άλλα αντί άλλων. Τον θυμάμαι ακόμη τον
γλωσσοδέτη και γελάω:
Είχαμε μια συκιά ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
κι έκανε σύκα ορτά,
και βερικοκυκλωτά,
και πάει ο σκύλος ο ορτός,
ο βερικοκυκλωτός,
να φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Πάω να βρω μια βέργα ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
να δείρω το σκύλο τον ορτό,
το βερικοκυκλωτό,
μη φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Μας έλεγε και άλλα πράγματα η δασκάλα στην προσπάθεια να μας κρατήσει λίγη ώρα
ήσυχους. Και επειδή ήταν αυτή που ήταν και όπως μας έλεγαν, τον δάσκαλο έπρεπε να τον
σέβεσαι, τα ακούγαμε και κάποια από αυτά τα θυμάμαι ακόμα. Σαν να τα άκουσα χθες. Για
παράδειγμα το πόσο σπουδαία ήταν η σημασία της συκιάς για τους αρχαίους Έλληνες. Το ότι η
συκιά αναφέρεται από την εποχή που ο Δίας προσπαθούσε να γίνει κυρίαρχος των Θεών
(Τιτανομαχία). Το ότι σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ένας από τους Τιτάνες εχθρούς του
Δία ήταν ο Συκεύς, τον οποίο για να τον γλιτώσει από το θυμό του Δία η μάνα του η Γη, τον
έχωσε κάτω από το χώμα. Στο σημείο που χώθηκε ο Συκεύς βλάστησε η πρώτη συκιά. Το ότι
την εποχή του Ομήρου οι συκιές θεωρούνταν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο: Στην τελευταία
ραψωδία της Οδύσσειας, όταν ο Λαέρτης ζήτησε σημάδι από τον Οδυσσέα ότι είναι γιος του,
αυτός του θύμισε πως του είχε χαρίσει, όταν ήταν παιδί, δεκατρείς αχλαδιές, δέκα μηλιές και
σαράντα συκιές.
Το ότι οι Αθηναίοι θεωρούσαν τη συκιά δέντρο αποκλειστικά δικό τους και αποκαλούσαν τον
τόπο όπου πρώτα φύτρωσε η συκιά στην Αττική (κατ’ αυτούς) «Ιεράν Συκήν». Την οδό, δε, που
οδηγούσε από την Αθήνα προς την Ελευσίνα, όπου πήγαιναν για να τελέσουν τα Ελευσίνια
Μυστήρια προς τιμήν της θεάς Δήμητρας, την ονόμαζαν «Ιερά Οδό» αλλά και «Ιερά Συκή»!
Υπεραγαπούσαν τα σύκα, τα οποία δεν έλειπαν από το τραπέζι τους στην περίοδο της
ωρίμανσης και συγκομιδής τους. Για το λόγο αυτό και η εξαγωγή των σύκων από την Αθήνα
ήταν απαγορευμένη με νόμο. Όποιοι Αθηναίοι έκαναν καταγγελίες για κλοπές ή παράνομες
εξαγωγές σύκων έπαιρναν ειδική αμοιβή. Αυτοί ονομάζονταν συκοφάντες (σύκον +
φαίνω=φανερώνω). Επειδή, όμως, πολλοί έκαναν ψευδείς καταγγελίες μόνο και μόνο για να
εισπράξουν την αμοιβή, ο όρος «συκοφάντης» άλλαξε και πήρε τη σημερινή του σημασία, που
χαρακτηρίζει αυτόν ο οποίος εν γνώσει του εξαπολύει ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου
άλλου.
Αυτά και άλλα πολλά μας έλεγε αλλά όσο και αν έχω προσπαθήσει δεν έχω καταφέρει να
θυμηθώ το όνομά της. Για μας ήταν και παρέμεινε ως σήμερα η κυρά Δασκάλα, η μαμά της
Τασούλας. Θυμάμαι πόσο αστείο μας είχε φανεί όταν για πρώτη φορά ανακαλύψαμε πως
φοβόταν τις χελώνες. Μόλις έβλεπε χελώνα, μικρή ή μεγάλη δεν είχε σημασία, κοκάλωνε στη
θέση της και χλώμιαζε. «Παιδιά πάρτε την από δω!!! Πάρτε την από δω γρήγορα σας
παρακαλώ!!!» μας έλεγε και εμείς σαν καλά και υπάκουα παιδιά, που λέει ο λόγος δηλαδή, την
πιάναμε και την αφήναμε στο απέναντι χωράφι.
Και πάνω στην ώρα θυμήθηκα και το παιδικό τραγουδάκι που μας έλεγαν οι γιαγιάδες …
«Ανεβαίνω στη συκιά
και πατώ στην καρυδιά
πίνω το γλυκό κρασί
με την κούπα τη χρυσή
και φωνάζω κούι κούι
και κανένας δε μ’ ακούει.»
Ατέλειωτες οι αναμνήσεις, φέρνουν ένα γλυκό συναίσθημα νοσταλγίας, γίνονται διέξοδος από
τις υποχρεώσεις της ενήλικης ζωής!!!
* Η φωτογραφία είναι της Marta Everest
17/7.2022