Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Όσο σκαλίζεις τη μνήμη, τόσο βγαίνουν στην επιφάνεια πράγματα που νόμιζες ότι είχες ξεχάσει.
Αναμνήσεις καλοκαιρινές από τα παιδικά χρόνια στη Δροσιά, που κατοικήθηκε το 1926 από πρόσφυγες του Πόντου της Μικράς Ασίας και το πρώτο όνομά της ήταν «Ρωσοχώρι». Μετονομάστηκε σε Δροσιά το 1947, αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη κοινότητα της Ανατολικής Αττικής το 1950 και το 2007 αναγνωρίστηκε ως δήμος. Σήμερα αποτελεί τοπική κοινότητα του Δήμου Διονύσου.
Οι φίλες της γιαγιάς μου στη Δροσιά ήταν οι περισσότερες Πόντιες και την φώναξαν Μαρίκα (Μαρία ήταν το όνομά της). Όταν ήθελαν να πουν κάτι και να μην το καταλάβουμε, το έλεγαν στα Ποντιακά. Η γιαγιά μου είχε εντρυφήσει στην ποντιακή διάλεκτο και καταλάβαινε. Μια από τις αγαπημένες γειτόνισσες της γιαγιάς ήταν η κυρά-Σόνια. Μια κοντούλα, μαυροφορεμένη και μεγάλη σε ηλικία γυναίκα. Ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μας, πίνανε το καφεδάκι τους και τα λέγανε. Σαν έγινα 11 χρονών μου επέτρεπαν να πηγαίνω με το ποδήλατο μέχρι την πλατεία για να αγοράσω ψωμί από τον φούρνο και λίγα πράγματα από το μπακαλομανάβικο του Μπιρμπίλη. Ο Μπιρμπίλης και η Βαγγελιώ η Μπιρμπίλω ήταν μορφές της περιοχής. Την κυρά Σόνια την συμπαθούσα πολύ αλλά είχε ένα κακό ελάττωμα. Θυμόταν ότι ήθελε και αυτή κάτι από την πλατεία κάθε φορά που γύριζα σπίτι με τα ψώνια της γιαγιάς. «Αχ ρίζα μ’, ρίζα μ’, δεν σε πρόλαβα και ήθελα και εγώ ψωμάκι. Θα πεταχτείς να πάρεις και για μένα;» Κατσούφιαζα, με αγριοκοίταζε η γιαγιά και πήγαινα τα πίσω μπρος, πάντα με τον φόβο μην συναντήσω τον Τσίφτη, τον σκύλο που ζούσε σε ένα σπίτι λίγο πιο κάτω και με πάρει στο κυνήγι. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν συμπαθούσε τα ποδήλατα. Κυνηγούσε όλους τους ποδηλάτες που πέρναγαν μπροστά από το σπίτι του και σε μας τους μικρότερους έκανε και επιθέσεις. Βρωμόσκυλο τον ανεβάζαμε, κοπρόσκυλο τον κατεβάζαμε, αλλά ήταν ο φόβος και ο τρόμος μας. Στην επιστροφή η κυρά Σόνια έπαιρνε το ψωμί και μου έλεγε στα ποντιακά: «Να λελεύω σε ρίζα μ’. Δεδ’ και κακόν να μη ευρήκ’ σε». Και καπάκι ερχόταν και η μετάφραση «Να σε χαρώ παιδί μου. Κακή τύχη και κακό να μη σε βρει».
Ποντιακής καταγωγής ήταν και οι νονές του μικρού μου αδερφού. Η Έρη (από το Εριφύλη) και η κυρά Πόλια (από το Πολυξένη). Αγαπημένες νονές. Έρχονταν για μερικές μέρες ξεκούρασης τα καλοκαίρια στο σπίτι μας στη Δροσιά και περνούσαμε καλά μαζί τους. Τις αγαπούσαμε και μας αγαπούσαν πολύ. Η κυρά Πόλια όσο ήταν στη Ρωσία ήθελε να γίνει σοπράνο αλλά οι γονείς της δεν την άφησαν. Μετά παντρεύτηκε, απέκτησε την κόρη της, έχασε τον άντρα της, ήρθε στην Ελλάδα, πέρασε δύσκολα και κατά τη διάρκεια του πολέμου του 40 και της γερμανικής κατοχής βρέθηκε στη Δροσιά. Την γνώρισε η οικογένεια της γιαγιάς και την είχε υπό την προστασία της. Της παραχώρησαν το μικρό σπιτάκι κοντά στο κυρίως σπίτι και από τότε δημιουργήθηκαν φιλικοί δεσμοί πιο ισχυροί και από δεσμούς αίματος. Η κυρά Πόλια τραγουδούσε σαν αηδόνι και χόρευε βαλς. Με είχε μάθει και εμένα να τραγουδάω Ρωσικά τραγούδια. Τις «Νύχτες της Μόσχας», την «Καλίνκα», την «Κατιούσα». Μόνο βαλς δεν κατάφερα να μάθω γιατί δεν μπορούσα να ακολουθήσω τα βήματά της. Η κυρά Πόλια δεν χόρευε… πέταγε. Μας έφτιαχνε κάτι νοστιμότατες ρώσικες κρέπες τα μπλινί. Έλεγε πως η κλασική ρωσική γέμιση ήταν το μαύρο ή το κόκκινο χαβιάρι αλλά στη Δροσιά, ελλείψει χαβιαρίου τις τρώγαμε με μαρμελάδα. Μαζί με τη γιαγιά έφτιαχναν και πιροσκί ή περεσκία όπως τα έλεγε με γέμιση τυριού, πατάτας ή κιμά. Τα τρώγαμε και γλύφαμε και τα δάχτυλά μας. Ακόμα τρελαίνομαι για πιροσκί αν και ποτέ δεν κατάφερα να τα κάνω όπως τα δικά τους.
Ένα άλλο αγαπημένο έδεσμα που το τρώγαμε μόνο στη Δροσιά ήταν το «Πεϊνιρλί» που στα τούρκικα σημαίνει «με τυρί». Αυτό που για μας ήταν μια εξαιρετική νοστιμιά, τα αρχαία χρόνια το θεωρούσαν μια τροφή ιδανική για να χαρίζει ενέργεια σε αθλητές και πολεμιστές. Η βάση του ήταν σχεδιασμένη έτσι ώστε να ψήνεται εύκολα σε πέτρα, πλάκα ή φούρνο, χωρίς να χρειάζεται ταψί ή κάποιο άλλο σκεύος, ενώ η επιφάνειά του ήταν ειδική για να υποδεχτεί τρόφιμα πλούσια σε ενέργεια και θρεπτικά συστατικά. Μάλιστα, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η συγκεκριμένη πρακτική ανάγεται στο 4.000 π.Χ. και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή διατροφή των Αρχαίων Σουμερίων. Υπάρχουν ευρήματα που μαρτυρούν ότι ένα είδος πεϊνιρλί, ψημένο σε ανοιχτή φωτιά με τυρί και αποξηραμένους χουρμάδες, ήταν η βασική τροφή των στρατιωτών του Δαρείου, κατά τη διάρκεια των μακροσκελών εκστρατειών του ενάντια στους επαναστάτες της Ιωνίας.
Οι Πόντιοι, ερχόμενοι στην Ελλάδα μετά τη Γενοκτονία του 1919, που εγκαταστάθηκαν στη Δροσιά έφτιαχναν πεϊνιρλί ανεπίσημα. Για την οικογένεια, τους φίλους και το μεράκι τους. Το έδεσμα ήταν ολότελα άγνωστο στους Αθηναίους. Μόλις όμως το έμαθαν τους ενθουσίασε και μετά την Κατοχή, από ποντιακό προσφυγοχώρι, η Δροσιά έγινε εκδρομικός προορισμός κάθε κοινωνικής τάξης. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν απέκτησαν τεράστια φήμη και υποδέχτηκαν διασημότητες από τον χώρο της πολιτικής, της τέχνης και όχι μόνο. Ακόμη και σήμερα παραμένουν φημισμένα τα πεϊνιρλί του Ελευθεριάδη και του Τεχλικίδη και σε όσους δεν τα έχουν δοκιμάσει προτείνω ανεπιφύλακτα να το κάνουν…
*Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο
Αιμιλία Πανταζή
25.7.2022