Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Ίσως καταλαβαίνεις ότι μεγαλώνεις, από τις φορές που ανατρέχεις στο παρελθόν και στις παιδικές αναμνήσεις. Είναι και η νοσταλγία που νιώθεις για μέρες πραγματικά όμορφες, αθώες, ανέμελες που μας λείπουν πια. Μεγαλώσαμε και μπλεχτήκαμε στα δίχτυα του προγραμματισμού, των ωραρίων, του καθωσπρεπισμού και της σοβαρότητας. Μα έτσι είναι ο χρόνος… κυλάει, φεύγει και πίσω δεν γυρνά… όπως δεν γυρνά πίσω η ξενοιασιά και τα παιδικά χρόνια.
Δεκαετία του 70. Περνούσε καλοκαίρι χωρίς καρπουζομαχίες; Δεν περνούσε. Μαζευόμαστε νωρίς το απόγευμα όλη η παρέα του καλοκαιριού κάτω από τις συκιές που είχε σκιά και δροσιά έκοβε η γιαγιά καρπούζι και μας μοίραζε φέτες. Με το ένα, δύο, τρία, προσπαθούσαμε να φάμε τη φέτα όσο πιο γρήγορα γινόταν για να είμαστε νικητές. Παράλληλα και άλλος διαγωνισμός. Φτύναμε τα κουκούτσια με αυθάδικη διάθεση για να δούμε ποιος θα ρίξει πιο μακριά το κουκούτσι. Απολαμβάναμε τη μοναδική αίσθηση της δροσιάς του καρπουζιού με τα ζουμιά να τρέχουν στο χώμα, να λερώνουν τα ρούχα μας, τα χέρια μας, τη μούρη μας…. και το γέλιο ατελείωτο! Χωρίς αυτό το τελετουργικό, η απόλαυση ήταν μισή
Και όταν άρχιζαν να μαζεύονται σφήγκες, τρέχαμε να πλυθούμε όπως-όπως με το λάστιχο της αυλής για να μην μας τσιμπήσουν, αλλά και για να μην μας μαλώσουν οι μανάδες μας. Και το πλύσιμο κατέληγε σε μπουγέλωμα και γίνονταν τα ρούχα μας δέκα κιλά και τα παπούτσια μας βάρκες. Και φώναζαν εν χορώ οι μανάδες και οι γιαγιάδες που δεν μπορούσαν να πιούν έναν καφέ με ησυχία τους ότι και σαν γουρούνια γίναμε και ότι θα αρρωστήσουμε με τα βρεγμένα πάνω μας. Για να γλυτώσουμε το κατσάδιασμα σκαρφαλώναμε στα δένδρα – αγαπημένο άθλημα!!!- και ακούγαμε καινούργιο εξάψαλμο. Θα πέφταμε κάτω, θα σπάζαμε τα ξερά μας τα κεφάλια και θα χάναμε και το λίγο μυαλό που είχαμε. Για τα κορίτσια υπήρχε και επωδός: Δεν είσαστε κορίτσια εσείς… αγρίμια είστε.
Και μετά τρέχαμε στη μάντρα να περιμένουμε τον πλανόδιο μανάβη από το Μπογιάτι ένα γεροντάκι τρεις σπιθαμές με ένα παλιό ψάθινο καπέλο, που περνούσε με την πραμάτεια του σε μεγάλα καλάθια φορτωμένα στον συνομήλικό του γάιδαρο. «Ντομάτες, φασολάκια, πιπέρια έχω!!! Και μπάμιες!!! Καλές μπάμιες Μπογιατιού!!!» Έτσι διαλαλούσε την πραμάτεια του και εμείς του είχαμε κολλήσει το παρατσούκλι ο «Μπαμής». Μόλις τον βλέπαμε να έρχεται αρχίζαμε να ξελαρυγγιαζόμαστε: «ο Μπαμής!!! ο Μπαμής!!!» και βγαίνανε οι μανάδες και οι γιαγιάδες να αγοράσουν φρέσκα ζαρζαβατικά.
Μεγαλύτερη, διάβασα και έμαθα ότι Μπογιάτι ήταν η παλιά (αρβανίτικη) ονομασία της σημερινής περιοχής Αγίου Στεφάνου – Άνοιξης Αττικής. Πολλές οι εκδοχές για την προέλευση του ονόματος αυτού. Υπάρχουν και δύο απόψεις με πιο σοβαρά στοιχεία, οι οποίες είναι αξιόλογες. Η μια είναι αυτή του Διονύσιου Σουρμελή που υποστηρίζει πως η ονομασία προήλθε από τον αρχαίο δήμο Φηγών. Η δεύτερη και επικρατέστερη είναι του καθηγητή Σπυρίδωνος Λάμπρου, ο οποίος υποστηρίζει ότι πολλές περιοχές πήραν τις ονομασίες τους από πλούσιους μεγαλοκτηματίες αρβανίτες. Είναι γνωστό και ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ ονομάτων τοποθεσιών και χωριών με επίθετα Αρβανιτών φυλάρχων. Μια από τις πολυπληθέστερες αρβανίτικες φάρες ήταν αυτή των Μπουαίων, οπότε το πιθανότερο είναι να πήρε το όνομά του (το Μπογιάτι) από κάποιον της οικογένειας των Μπουαίων. Με την ίδια λογική έχουν πάρει και άλλες περιοχές το όνομά τους από αρβανίτικες φάρες, όπως Μαλακάσα από τους Μαλακασαίους, Λιόσια από τους Λιόσηδες, Σπάτα από τους Σπαταίους.
Το Μάιο του 1924, 70 οικογένειες από την ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης (τον Άγιο Στέφανο, το Φανάρι, τις Νύμφες, το Αβάσσο, το Τσιφούτ Μπουζάς κ.α.) όπως επίσης και 36 οικογένειες από τη Μικρά Ασία ( το Ικόνιο, το Πέρραν, το Προκόπι, το Μάκρη κ.α. ) έφθασαν σε αυτό τον τόπο ως ανταλλάξιμος πληθυσμός, σύμφωνα με την ελληνοτουρκική σύμβαση της 30ης Ιανουαρίου του 1923. Πρώτη στάση των προσφύγων υπήρξε η Καλαμαριά στη Θεσσαλονίκη, όπου κάποιοι αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα. Στους υπόλοιπους προτάθηκαν από την Κυβέρνηση δύο περιοχές: τα Κάτω Πατήσια και το Οίον (Οίον το Δεκελεικόν, το συναντούμε στον Όμηρο και σημαίνει δασώδη περιοχή) ή Μπογιάτι. Η επιτροπή των προσφύγων επέλεξε το δεύτερο.
Το μόνο που υπήρχε τότε στην περιοχή ήταν ο σταθμός του τραίνου με την επωνυμία ΟΙΟΝ (η κατασκευή του σταθμού έγινε περίπου το 1905). Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων υπήρχαν οι γηγενείς κάτοικοι του (Παλιού) Μπογιατίου, της σημερινής δηλαδή Άνοιξης, οι οποίοι έβλεπαν με εχθρότητα και μίσος την εγκατάσταση των προσφύγων που τους αποκαλούσαν ΠΡΟΣ «ΣΦΙΓΓΕΣ». Οι πρόσφυγες δημιούργησαν αμέσως το Νέο Μπογιάτι. Στην περιοχή ανατολικά των γραμμών του ΟΣΕ εγκαταστάθηκαν οι προερχόμενοι από την Κωνσταντινούπολη και στην περιοχή δυτικά του ΟΣΕ οι Μικρασιάτες. Με αντίσκηνα που τους δόθηκαν από το κράτος άρχισαν να φτιάχνουν δυναμικά τα νοικοκυριά τους. Στη συνέχεια τους δόθηκε κτηματικός κλήρος. Άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών στην πλειοψηφία τους και από εύπορες οικογένειες, οι πρόσφυγες ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή χωρίς τις προηγούμενες ανέσεις τους.
Άρχισαν να στήνουν τα πρώτα αντίσκηνα βγάζοντας τα σχίνα και τα πουρνάρια με τα χέρια τους. Έμεναν ήδη για δύο χρόνια μέσα στις σκηνές όταν το 1926 χτίστηκαν τα πρώτα προσφυγικά σπίτια αποτελούμενα από δύο δωμάτια. Τα σπίτια αυτά ήταν στο κέντρο του χωριού, γύρω από το Σταθμό του ΟΣΕ και σε ακτίνα 200μ. προς τα ανατολικά και δυτικά.
Οι πρόσφυγες είχαν φέρει μαζί τους και σπόρους από ό,τι καλλιεργούσαν στα χωριά από όπου έφυγαν. Η ποικιλία μπάμιας που καλλιεργούσαν για πολλές δεκαετίες έδινε μικρές μπάμιες, αλλά σφιχτές και νόστιμες, τόσο που απόκτησαν καλό όνομα στην αγορά και είχαν μεγάλη ζήτηση.
7.7.2022