Αναμνήσεις ενός καλοκαιριού …

Άλλη μια ημέρα που τελειώνει. 

Άλλη μια ημέρα που τα μάτια μου, μαζί με το μυαλό μου χάνονται, ίσως και να ξεχνιούνται στα χρώματα της δύσης. 

Άλλος ένας καλοκαιρινός μήνας που οδεύει να συμπληρωθεί και να κλείσει ο φετινός του κύκλος. 

Διανύουμε τις τελευταίες ημέρες του φετινού Αυγούστου. 

Πάντα με κυριεύει μια περίεργη ρομαντική διάθεση όταν το καλοκαίρι κοντεύει να αναχωρήσει.

Ίσως γιατί παρασύρομαι και ταξιδεύω στις αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. 

Με κατακλύζει εσωτερικά μια απέραντη μελαγχολία, σε σημείο που βουρκώνουν τα μάτια μου. 

Ίσως γιατί μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι ολοένα και μικραίνουν τα καλοκαίρια μου και χάνουν εκείνη την ανεμελιά  και την ξεγνοιασιά που χαρακτηριζόντουσαν κάποτε.

Και αυτό είναι που αρχίζει και με τρομάζει στην ηλικία μου. 

Ανάβω ένα τσιγάρο, πίνω μια γουλιά καφέ, κλείνω τα μάτια μου και μια μελωδική μουσική με μεταφέρει πίσω, με ταξιδεύει στα ανέμελα παιδικά μου καλοκαίρια. 

Τότε που ο κόσμος ήταν αλλιώτικός, αγνός, τρυφερός, μαλακός και διαχρονικά όμορφος. 

Τότε που τα καλοκαίρια μου ξεκινούσαν νωρίς και τελείωναν αργά. 

Θυμάμαι την χαρά μου εκεί γύρω στις 15 Ιουνίου που είχαν ολοκληρωθεί οι υποχρεώσεις,τα σχολεία και οι γονείς μου ετοίμαζαν τα πράγματα, μου ψώνιζαν καινούργια ρούχα, παπούτσια, μαγιό και βιβλία για το καλοκαίρι. 

Και όταν έφθανε εκείνη η ημέρα της πολυπόθητης οικογενειακής μας φυγής από το κλεινόν άστυ, το αυτοκίνητο της οικογένειας γέμιζε με διάφορα. 

Εγώ θυμάμαι ξυπνούσα από τα χαράματα και περίμενα πως και πώς να φύγουμε για το εξοχικό. 

Ο τελικός μας προορισμός δεν ήταν μακριά από την Αθήνα αλλά εμένα πάντα μου φαινόταν ταξίδι ολόκληρο και μακρυνό. 

Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν φτάναμε σπίτι οι γονείς μου τακτοποιούσαν τα πράγματα και εγώ ξεκινούσα την ξεγνοιασιά μου, το παιχνίδι μου και τα πρώτα αυτοκινητάκια έκαναν την εμφάνιση τους στην αυλή του σπιτιού. 

Ατελείωτες ώρες μοναχικού παιχνιδιού. Θυμάμαι που δοκίμαζα τα καινούργια μου ρούχα και ανακάτευα μόνιμα τα συρτάρια, κάτι που ενοχλούσε την μητέρα μου και μονίμως με μάλωνε. 

Σιγά σιγά, μέρα με την ημέρα μπαίναμε στην καλοκαιρινή μας καθημερινότητα. 

Και εγώ τηρούσα ευλαβικά το πρόγραμμα του εξοχικού, όπως το είχαμε ονομάσει. 

Ξυπνούσα και πρωινό με σπιτικές μαρμελάδες της μαμάς, γάλα που τόσο απεχθάνομαι, απαραίτητα αυγό. Με κυνηγούσε να φάω, αλλά δύσκολα τα κατάφερνε.  

Η ημέρα συνεχιζόταν με το καθιερωμένο μπάνιο στην θάλασσα. 

Κουβαδάκια, μπρατσάκια, κουλούρες, φτιαράκια, σακουλίτσα για να βάζω μέσα το θαλασσινό νερό, καπέλο και όλα τα αξεσουάρ που είχε μαζί μια μαμά του 1990 και πίσω. 

Και μετά η επιστροφή στο σπίτι. 

Το καθιερωμένο μπάνιο στο λάστιχο, κοινώς ξέπλυμα από το αλάτι, παιχνίδι λιγάκι ακόμα με τα νερά, μετά ακολουθούσαν τα καθαρά ρούχα και το μεσημεριανό φαγητό. 

Σειρά είχε εκείνος ο υπέροχος μεσημεριανός ύπνος και έφθανε η πιο ωραία ώρα της ημέρας. 

Ατελείωτο απογευματινό παιχνίδι, αυτοκινητάκια, κουζινικά και φυσικά ποδήλατο. 

Ποδήλατο μέχρι τελικής κούρασης, με συνεχείς πτώσεις μέχρι να μάθω ισορροπία  και να έχουν πληγές τα γόνατά μου. 

Και μετά από τόσες πτώσεις και χτυπήματα έμαθα. 

Τα μόνα σημάδια που μου έμειναν από τα παιδικά μου χρόνια είναι τα σημάδια στα γόνατά μου. 

Και ανοίγοντας τα μάτια μου καλούμαι άτσαλα να επιστρέψω στο παρόν μου. Που μπορεί να μην έχω πτώσεις από ποδήλατο, αλλά έχω πληγές που δεν φαίνονται.

Εκείνες τις εσωτερικές. 

Και ξαφνικά περνάει από μπροστά μου το τωρινό καλοκαίρι που εξανεμίζεται. 

Κρίμα που στην σύγκριση κερδίζει το τότε και όχι το τώρα. 

Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού να έχετε ! 

22.8.2022