Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της ζωής στο χωριό. Ήταν μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι» (εξάρτημα τζακιού για το σκάλισμα της θράκας, από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» =ξύνω και «αιθάλη» =στάχτη, καπνιά») ή να τη μεταφέρουν με τα χέρια, όταν ήταν κρύα. Πιο κάτω από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ’ αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία συνήθως ήταν από πλάκες για να κρατούν την θερμοκρασία, η νοικοκυρά άναβε δυνατή φωτιά με κλάρες που κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω στη φωτιά τοποθετούσε τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά έπεφτε, η νοικοκυρά καθάριζε τη γωνιά, έβαζε το στρογγυλό ταψί με την πίτα, το ψωμί ή το φαγητό, το σκέπαζε με τη γάστρα και ύστερα έβαζε τα κάρβουνα και τη ζεστή στάχτη πάνω και γύρω από τη γάστρα και σφράγιζε τον φορητό φούρνο. Σε δύο ή τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο. Στη γάστρα έψηναν το ψωμί, τις πίτες, τα γλυκά του ταψιού, μπακλαβάδες, κουραμπιέδες, αλλά και φαγητά. Ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Η γάστρα μαζί με την πυροστιά, το ξυθάλι, ένα κακάβι (χάλκινο σκεύος) με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της καθημερινότητας. Το φαγητό στη γάστρα είχε υπέροχη γεύση και νοστιμιά, γιατί σφράγιζε καλά, κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε τα πάντα πολύ σιγά.
Πρωτοδοκίμασα φαγητό ψημένο σε παραδοσιακή ηπειρώτικη γάστρα στην πρώτη μου επίσκεψη στο χωριό καταγωγής μου όταν ήμουν οκτώ χρονών. Μια θεία της γιαγιάς μου η αποκαλούμενη μάκω Τσίγια (γιαγιά Αναστασία δηλαδή) ήταν μια μικροσκοπική και ισχνή γυναίκα που συνέχιζε να μαγειρεύει, σε πείσμα των καιρών, στην ηπειρώτικη γάστρα. Σαν την τυρόπιτά της δεν ξανάφαγα ποτέ στη ζωή μου, παρόλο που η γιαγιά μου ήταν κι αυτή μαστόρισσα της πίτας κι ας ζούσε από γεννησιμιού της στην Αθήνα.
Θυμάμαι πως για να μας τιμήσει η μάκω Τσίγια, είχε φτιάξει και κατσικάκι με πατάτες, επίσης στη γάστρα, αλλά για αυτό δεν έχω άποψη. Το κατσικάκι έπαιζε μαζί μου στον κήπο δύο μέρες και ξαφνικά εξαφανίστηκε. Παρουσιάστηκε ψημένο και ομολογουμένως λαχταριστό, αλλά εγώ αρνήθηκα να φάω έστω και μία μπουκιά. Θα ήταν σαν να πρόδιδα την σύντομη φιλία και το παιχνίδι μας.
29.1.2023