Χρώματα, λέξεις και λουλούδια. Τα λάτρευε και τα τρία με όλη της την ψυχή. Ο αδερφός. Ο μεγάλος αδερφός. Αυτό που «πρέπει», πρέπει να γίνεται. Τούτα τα λίγα, ήταν όλος της ο κόσμος.
Ρούχα δεν είχε, παρά κάτι φθαρμένα αποφόρια. Παπούτσια, μήτε. Τα ισχνά της ποδαράκια κρύωναν στο καταχείμωνο και καίγονταν στη λάβρα του καλοκαιριού. Ούτε βιβλία, παιχνίδια, ένα δικό της χώρο να τρυπώνει για να σκέφτεται, να δουλεύει με τις λέξεις που γεννούσε το μυαλό της και να τις δένει σε στιχάκια. Μα τα κρατούσε διπλοκλειδωμένα σε ένα σεντούκι στην άκρη από τις θύμησες και τα άφηνε εκεί, προσμένοντας να βρουν το δικό τους δρόμο από μελάνι πάνω στο χαρτί.
Δεν είχε ποτέ νιώσει χάδια και κανακέματα. Μήτε γάλα για πρωϊνό κι ένα τετράδιο ανοιχτό να βουτάει με όρεξη στη γνώση, όπως βουτούσε αξημέρωτα στις βαριές για το παιδικό της κορμάκι, δουλειές. Πολλά στόματα είχαν να θρέψουν οι γονιοί της και το δικό της, μάλλον περίσσευε. Την έστειλαν μικρή-μικρή ως ψυχοκόρη στον άκληρο, πλούσιο θείο και τη σκληρή σα πέτρα, αναποδιασμένη γυναίκα του.
Δεν είχε τίποτα. Ένα παιδάκι, που χωρίς το χέρι της μάνας και την καθοδήγηση του πατέρα, αναζητούσε τα δικά του πρώιμα μονοπάτια στη ζωή. Ούτε καν παιδική ηλικία δεν είχε. Από τα εννιά της χρόνια να υπηρετεί εκείνους τους ψυχρόαιμους θείους, χωρίς μισθό, χωρίς αντίρρηση, χωρίς καν το δικαίωμά της στο κλάμα. Δεν είχαν ψυχή να αγαπήσουν αυτή την «κόρη», δεν είχαν ψυχή για τίποτε άλλο παρά για να εμφανίζονται ως φιλεύσπλαχνοι, ευσεβείς, καλοζωισμένοι και ηθικοί. Κι όμως… δεν ήταν τίποτα από τα τέσσερα.
Το στρώμα που κοιμόταν αποκαμωμένη τις νύχτες ήταν γεμάτο βώλους και λαγούμια. Σα να χε τρυπώσει ανάμεσα στα μπαμπάκια και τις σούστες ένας παιχνιδιάρης λαγός και είχε σκάψει και ξανασκάψει τους δικούς του δρόμους διαφυγής. Διαφυγή από αυτήν τη σκληρή, κοινή μοίρα των φτωχόπαιδων της γενιάς της, δεν έβλεπε. Πόσο θα άντεχε; Πόσο θα έσφιγγε τα δόντια και θα σήκωνε κάθε πρωϊνό κουβάδες και κουβάδες το νερό από την πηγή; Πόσο θα κουραζόταν να το μεταφέρει στο σπίτι για να πλύνει το πιατομάνι, να σφουγγαρίσει σκάλες και πατώματα, να ποτίσει την κατσικούλα και τις κότες, να πλύνει τα λαχανικά που μάζευε από το μποστάνι, να μαγειρέψει… Κι ύστερα, να καθαρίσει τις σκάλες από τις λάσπες, να τρίψει τα ασημικά, να μαζέψει τα ασπρόρουχα και να πλύνει με αλισίβα μια σκάφη από ρούχα λερωμένα, χωρίς κανένα σεβασμό για τον κόπο εκείνου που τα ξεβρώμιζε από της ανομίας τα ίχνη.
Το αδύνατο κορμάκι της έγερνε από την προσπάθεια και την κούραση. Κι εκείνες τις στιγμές που τα μάτια της γέμιζαν στάλες απόγνωσης, το μυαλό της έστηνε τρελό χορό: Οι ανεμώνες που θρόιζαν ολόχρωμες στο πρωϊνό της πέρασμα. Τα χρώματα της αυγής. Του δειλινού οι τελευταίες ζεστές ανάσες. Ο αγαπημένος αδερφός. Οι λέξεις. Τα «πρέπει» που η ίδια έβαζε στον εαυτό της.
Την κρατούσαν από το χέρι, αυτά και μόνο αυτά. Την κανάκευαν τις νύχτες που διπλοκλείδωνε το δωμάτιο πριν κοιμηθεί. Της έδειχναν το δρόμο για να αποφεύγει με επιτυχία τα πεινασμένα τρωκτικά και τα λαίμαργα μάτια. Της μάζευαν τα ατίθασα μαλλιά και της ελευθέρωναν τα ατίθασα μυαλά. Της έδιναν μια βελόνα έμπνευσης να κεντά μες το μυαλό της ρίμες, στιχάκια και λεξούλες. Να τα χαράζει στο λιγοστό φως της νύχτας σε ένα παλιό, χρησιμοποιημένο τετράδιο που βρήκε παραπεταμένο σε αποθήκη. Κι οι σκέψεις της, ξεπηδούσαν από εκείνην τη δυνατή καρδιά με έναν βαθύ αναστεναγμό προσμονής για το «δικό της» αύριο που θα χτιζε με τα μικρά της χέρια.
Που τη βρήκε τόση δύναμη αυτό το ισχνό κοτσανάκι; Πως άνθισε και πως μπουμπούκιασε χωρίς φροντίδα, χωρίς στοργή, χωρίς την αγάπη που της άξιζε; Πως μέστωσε ξαφνικά και πήρε αποφάσεις πρωτόγνωρες για κορίτσια της εποχής της; Κανείς δεν το ξέρει.
Μεγάλη πια, σε άλλη γη, σε τόπο με εντελώς διαφορετικές καταβολές, ήθη, πρόσωπα και καταστάσεις, ήταν για όλους η ισχυρή παρουσία. Μια προσωπικότητα με θέληση και άποψη, που δεν χαριζόταν σε κανέναν. Και πιο πολύ, στον εαυτό της. Όλα τα περνούσε από τη διπλή κρισάρα του «πρέπει». Κι αυτό που «πρέπει», έπρεπε να γίνεται. Σε πείσμα των θέλω και των μπορώ. Κι οι αξίες που η ίδια είχε εδραιώσει στο στενό της οικογενειακό και συγγενικό χώρο, ήταν κυρίαρχες και στις δικές της επιλογές.
Μα… αυτός ο άνθρωπος-σύμβολο, αυτή η ηγετική φυσιογνωμία, δάκρυζε το βράδυ καθώς ξετρύπωνε από το κομοδίνο της εκείνο το όμορφο σημειωματάριο με τις απαλές σελίδες και τις ζωγραφισμένες ανεμώνες στο εξώφυλλο. Κάθε σελίδα που το μολύβι της χάραζε της ζωής της τις ιστορίες, είχε και μια κηλίδα αόρατη. Άλλη από δάκρυ, άλλη από αίμα, άλλη από μελάνι που έσταξε πικρές ειδήσεις σε γράμματα από την πατρίδα… Η ευαίσθητη ψυχή της, ντυμένη με την πανοπλία της θέλησης, μάτωνε κάθε φορά που οι σκληρές απώλειες χτυπούσαν με το δόρυ τους κι άνοιγαν νέες πληγές πάνω στις παλιές που ποτέ δεν έγιαναν εντελώς…
Σαν κοιμόντουσαν όλοι, το ανήσυχο μυαλό της κλωθογύριζε στα παλιά και αναζητούσε τρόπους να αντιμετωπίσει με επάρκεια τα μελλούμενα. Γύριζε πίσω στο χωριό της, ανέβαινε τις πεζούλες, έτρεχε στα χωραφάκια, κουβαλούσε το νερό της σκέψης, ακουμπούσε στο κακοπερασμένο χέρι του πολυαγαπημένου της αδερφού, άκουγε το θρόισμα από τις ανεμώνες που μεγάλωναν ολομόναχες χωρίς καμιά φροντίδα, σαν και την ίδια. Η αγάπη που έκρυβε μέσα της, απλωνόταν σα ζεστό συννεφάκι πάνω από τα κεφάλια των παιδιών της. Κρατούσε θερμή κι άσβηστη τη μητρική στοργή. Την είχε στερηθεί η ίδια, γι αυτό και τη χάριζε απλόχερα σε όλους.
Όταν οι βραδινές της σκέψεις κι οι πεθυμιές έστηναν τρελό χορό μέσα στην καρδιά της, σηκωνόταν ελαφροπατώντας κι έβγαινε στον κήπο. Μύριζε το άρωμα των λουλουδιών κι αισθανόταν περήφανη που κατάφερε αυτά να βλαστήσουν σε ξένη γη. Σαν κι εκείνη. Θυμόταν τότε, πως έπεισε τα πόδια της να πατήσουν στη σκάλα του καραβιού που την έπαιρνε μακριά από τον τόπο και τους ανθρώπους της. Πως, βήμα το βήμα, μάζεψε όλη της την αξιοπρέπεια και σήκωσε ψηλά το περήφανο σαγόνι, σα να το θελε πραγματικά να φύγει. Απλωνόταν στη σκέψη οι ήχοι της νύχτας και των λουλουδιών της οι ευωδιές, μα εκείνη είχε μπροστά στα μάτια της μόνο εκείνες τις φτωχικές, ανεμοδαρμένες ανεμώνες που φύτρωναν κι άνθιζαν μόνες, στα κακοτράχαλα εδάφη της ελληνικής γης.
Ένα λουλουδάκι ήταν κι εκείνη. Μια μικρή, αυτοφυής ανεμώνα. Που την πήραν οι άνεμοι της ζωής και την ξαναβλάστησαν σε ήπειρο μακρινή. Κάτω από τα τρυφερά της πέταλα, βρήκαν καταφύγιο ηθικής και φροντίδας, πολλοί… Παρά τις νεροποντές και τις καταστροφές, τις θλίψεις και τις απώλειες, τα τερτίπια των προσμονών και των απρόσμενων, οι μικρές ανεμώνες της Παρασκευούλας αντιστέκονται στα ποδοπατήματα και των καιρών τα γυρίσματα. Ανθίζουν ακόμη. Κι ομορφαίνουν τη ζωή των ανθρώπων της Ομογένειας…
7.7.2022