Γυναίκες Ηπειρώτισσες στο έπος του 40

Γυναίκες Ηπειρώτισσες, παρούσες στις σελίδες της μνήμης και της ιστορίας ανά τους αιώνες. Κάθε μια και όλες μαζί θρύλοι και σύμβολα. Γυναίκες της πέτρας, της αντοχής, της υπομονής, της περηφάνιας, της αυτοθυσίας, της τιμής, της πάλης. Ένα με την τραγικότητα του τόπου και της ιστορίας βίωσαν σ’ όλο τους το μεγαλείο τον νόστο, τον έρωτα, τον πόνο, την ξενιτιά, τον πόλεμο, τον θάνατο. Επιβίωσαν και γαλούχησαν το δικό τους κόσμο, τον κόσμο των γυναικών της Ηπείρου με το καθάριο πρόσωπο και την αλύγιστη ψυχή. Χωρίς αυτές ίσως να είχε γραφτεί αλλιώς το έπος του 40.

Το 1940 η Ήπειρος ήταν η πρώτη που δέχτηκε την εισβολή των ιταλικών δυνάμεων που ήθελαν να καταλάβουν την Ελλάδα. Στην ευρύτερη περιοχή του Καλπακίου ( από την Κακαβιά έως τα χωριά του Πωγωνίου και τα χωριά του Ζαγορίου ) δόθηκαν ιστορικές μάχες. Ένα από τα κρυφά χαρτιά και αστάθμητος παράγοντας της κατάληξης αυτών ήταν οι γυναίκες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην έκβασή τους. Μεταξύ των πρωτοσέλιδων τίτλων στις εφημερίδες για τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού, υπήρχαν και εκείνα που εξήραν τη συμβολή των γυναικών της Ηπείρου, με φράσεις όπως «Η δράσις της Ελληνίδος εις την πρώτην γραμμήν», «Η εποποιία των γυναικών της Ηπείρου κ.ά. Σε απρόσιτα βουνά μετέφερον τα κανόνια», «Γυναίκες της Ηπείρου εργαζόμεναι νυχθημερόν εις την εκκαθάρισιν των οδών από τα χιόνια».

Να, πως ο Άγγελος Τερζάκης, περιέγραψε τις Ηπειρώτισσες στο βιβλίο του «Ελληνική Εποποιΐα»: «Εδώ οι Ιταλοί είχανε κάνει λάθος. Η Ηπειρώτισσα φοράει μαύρο μαντήλι επί ζωής χωρίς να κλαίει κάποιον. Φοράει και μαύρο ρούχο, μαύρο τσαρούχι. Στα βραχοβούνια που τ’ ανηφορίζει χωρίς προσπάθεια μαζί με το κοπάδι της τα γίδια, η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική, αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι. Το ανθρώπινο αυτό πλάσμα έχει πάρει απάνω του κάτι από τη στέγνα του τόπου, του κατάγυμνου βράχου, που τον σκουντάς με το πόδι σου και τσακμακίζει. Σου λέει καλημέρα η Ηπειρώτισσα και η κουβέντα της είναι κοφτή σαν πρόσταγμα. Έχει μια παρθενιά απροσπέλαστη, όπως η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη. Ξυπνημένη από τις τρεις πριν φέξει, κάθε μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, δουλειές στο σπίτι, ζυμώνει, φουρνίζει, μαγειρεύει, ύστερα βγαίνει στο χωράφι, δυο χούφτες χώμα μέσα σε μια κουφάλα βράχο, μάχεται εκεί ως το βράδυ. Λίγος ύπνος και πάλι εξαρχής. Κοιτάς το τοπίο γύρω, τα θεομύρωτα βουνά της Παραμυθιάς, τη φοβερή Γκαμήλα, την Πίνδο και καταλαβαίνεις πως η ψυχή του τόπου έχει δέσει στο μαυροντυμένο τούτο πλάσμα με το σκοτεινό κόρφο. Μάνα, γυναίκα, αδελφή, θυγατέρα, παραστάθηκε σ’ όλο το μάκρος του αγώνα τον άντρα, τον πολεμιστή, αφοσιωμένη, αλύγιστη, αποφασισμένη, ολόρθη εικόνα του χρέους και της τιμής. Τί έρχονταν να κάνουν οι στρατιώτες του Μουσολίνι σε μια χώρα έτσι αμάλαγη και πικρή;». 

Οι γυναίκες της Ηπείρου άνοιξαν τα σπίτια τους προσφέροντας στους στρατιώτες, τρόφιμα, κουβέρτες και ρούχα. Οι γυναίκες των κακοτράχαλων βουνών, από την Κόνιτσα, το Ζαγόρι, το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, τον Επτάλοφο, τη Βούρμπιανη σχημάτιζαν ατέλειωτες φάλαγγες, σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων, φορτωμένες πολεμοφόδια, όπλα και τρόφιμα στο ανέβασμα, και κουβαλώντας τραυματίες στο κατέβασμα. Όταν οι τραυματίες δεν τα κατάφερναν, εκτελούσαν και χρέη νεκροθάφτη. Έφταναν εκεί που δεν έφτανε η επιμελητεία του στρατού λόγω του δύσβατου εδάφους. Συμμετείχαν στη διάνοιξη και την επιδιόρθωση δρόμων, καθώς και στην κατασκευή τους. 

 «Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια…» (Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982) 

«7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!» (Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982)

«Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!» (Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982)

 «Τα κασάκια με τα πυρομαχικά που κουβαλούσαμε, μας είχαν πει ότι δεν έπρεπε να βρέχονται γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρναν φωτιά στη μάχη και θα πήγαινε χαμένος ο κόπος μας. Εκείνες τις μέρες όμως, έβρεχε συνέχεια και δυνατά. Για να τα προφυλάξουμε τα φασκιώναμε με μάλλινες κουβέρτες, όπως τα μωρά. Οι κουβέρτες μούσκευαν και γινόντουσαν πολύ βαριές. Όταν πριν τον πόλεμο ανεβάζαμε στον Σταυρό ένα τρουβά με ψωμί και τυρί στους άντρες μας που βοσκούσαν εκεί πρόβατα, μας φαινόταν βαρύς. Τώρα, το κασάκι με σφαίρες και με κουβέρτα μουσκεμένη μας φαινόταν ελαφρά». (Τριανταφυλλιά Αδάμου)

«Από το μικρό χωριό μας (σ.σ. το Επταχώρι) πήραν μέρος στη μεταφορά εκατό περίπου γυναίκες, όλες όσες μπορούσαν. Είμασταν λίγες, αλλά κάναμε ό,τι μπορούσαμε για την πατρίδα. Ήταν μέρες που περπατούσαμε δέκα και δώδεκα ώρες σε λάσπες και βροχές, φορτωμένες ζαλίκα». (Σουλτάνα Τζιάβα)

«Μας είχαν πει να μη χτυπάμε απότομα τα κασάκια στο ξεφόρτωμα. Υπήρχε κίνδυνος να σκάσουν οι χειροβομβίδες ή άλλα πυρομαχικά. Με τα κασάκια πηγαίναμε στα παιδιά που πολεμούσαν νερό να ξεδιψάσουν, ψωμί, τυρί, ό,τι άλλο πρόχειρο είχαμε. Άλλωστε ποια γυναίκα πρόφταινε να μαγειρεύει καθημερινά εκείνες τις ώρες;». (Χάιδω Κων. Γεωργίου)

«Στη μεταφορά πήγαν μόνο οι γερές γυναίκες μέχρι 40 χρονών. Αλλά αυτές είχαν μικρά παιδιά. Άλλη τρία, άλλη τέσσερα. Εγώ είχα πέντε και το μεγαλύτερο μόλις οχτώ χρονών. Τα παρατήσαμε, όμως, και πήγαμε στη μεταφορά. Μένοντας τα παιδιά μας μόνα τους έβαλαν τα κλάματα. Οι κρότοι από τις οβίδες και τα πολυβόλα, από τη μάχη που γινόταν πάνω από το χωριό, τα φόβισε περισσότερο. Σφίξαμε, όμως, όλες την καρδιά μας. Παρατήσαμε τα παιδιά μας στον φόβο και στο κλάμα και πήγαμε να βοηθήσουμε τα άλλα τα παιδιά. Αυτά που πολεμούσαν. Δεν τα ξέραμε, αλλά ήταν κι αυτά παιδιά δικά μας». (Γλυκερία Ευαγγέλου)

«Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα.». (Τάκης Τράντας)

Υπάρχει καταγεγραμμένο και ένα περιστατικό συμπλοκής γυναικών με Ιταλούς στρατιώτες στις 20 Νοεμβρίου 1940, στο χωριό Λίμνη. Μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών είχαν μαζέψει καμιά δεκαριά νεαρές γυναίκες και τις πήγαιναν στο σχολείο του χωριού, όταν εμφανίστηκαν ξαφνικά Εύζωνοι. Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν τόσο από την παρουσία των Ευζώνων, όσο και από την αντίδραση των γυναικών του χωριού, οι οποίες με ξύλα και τσεκούρια τούς κυνήγησαν. Από τη συμπλοκή σκοτώθηκαν περίπου δέκα Ιταλοί και αιχμαλωτίστηκαν είκοσι πέντε.

Ηπειρώτισσες. Γυναίκες αυθεντικές, ατόφιες, αγνές και συνάμα σκληρές, με το άρωμα της λεβεντιάς στην καρδιά και στο κορμί εξέπεμψαν και εκπέμπουν έναν αυτογενή δυναμισμό ανθρωπισμού και μαγεύουν φανερώνοντας την αρχοντιά της Ηπείρου. Ήταν, είναι και θα παραμείνουν μια διαρκής παρακαταθήκη αξιών.

28.12.2022