Δεύτερη Κυριακή ενός παιδικού και αποκαλυπτικού Μάη …

Κείνους τους Μάηδες ,που ήμουν μικρή ,σαν νάταν η Ανοιξη αλλιώτικη ,μου φαίνεται ,τώρα που δεν είμαι.
Ο κήπος του πατρικού μου ,μικρός ,αλλα είχε και δέντρα καρποφόρα και λουλούδια αρκετά!!
Τριανταφυλλιές πολλές ,που αγαπούσε πολύ ο μπαμπάς μου και γαρυφαλλιές στους τενεκέδες, τους ασπρισμένους ,που άρεσαν στη μαμά μου.
Μια χρονιά θυμάμαι, τέτοια μέρα, γιορτής της μητέρας, σηκώθηκα πρωί πρωί, και εκοψα τρία τριαντάφυλλα ,στα γρήγορα ,μη με δει ο μπαμπάς μου ,που δεν μας αφηνε να τα κόψουμε ,παρα οταν πια σπόριαζαν. Τα λυπόταν ,τα καμάρωνε μπουμπούκια και οταν τάκοβε κείνος για το βάζο, η στιχομυθία ήταν η ίδια πάντα, με τη μαμά,, ¨” τι με τάφερες αυτά, Δημοσθένη, σαν ταψιά ανοιγμένα και θα γεμίσει το καρέ ,σποράκια και πέταλα…..”
“Τα τριαντάφυλλα ,να μη τα κόβει κανείς!! στο φυτό ,ειναι για νάναι!!,” απαντούσε εκείνος…
Τα πήρα ,λοιπόν προσεχτικά ,μη τσιμπηθώ απο τα αγκάθια και τρέχω στην κουζίνα ,που η μαμά , επλενε στον νεροχύτη κάτι..
“Χρόνια πολλά , μαμά!!” φώναξα χαμογελαστή και με συγκίνηση απο την αγάπη που της είχα!
“Αχ, φχαριστώ μανάμ, πολύ!! γερό νάσαι ,μάνα να γίνεις και να σε δίνουν κι εσένα τα παιδάκια σου , λουλουδάκια,να χαίρεσαι ,σα κι εμένα!
Περίμενε ,να σκουπίσω τα χέρια μου ,απο τις σαπουνάδες ,να κάτσω να τα χαρώ και να σε πω και κάτι ,για τότε ,που ησουνα μικρό!”
Κάθησα, στο ντιβάνι εγω. Το παράθυρο ανοιχτό , γιορτινή λιακαδίτσα ήταν εξω …
Εβαλε η μαμά τα τριαντάφυλλα στο βάζο ,με νερό και στου τραπεζιού τη μέση , μετά πέρασε τα χέρια της πάνω απο το καρέ ,να το στρώσει καλύτερα και αφου τα καμάρωσε χαμογελαστή ,ήρθε κι εκατσε απέναντι μου.
Με κοίταξε και άρχισε ….
“Παιδάκι μου, σα τη μάνα ,δεν εχει!! να το θυμάσαι οσο ζεις!!!!
Η μάνα είναι χρυσό πάπλωμα!!
Ο,τι και να κάνεις η μάνα στο σχωρνάει, το καταπίνει,κάνει τα πικρά γλυκά!
Για το καλό σου, θα σ΄ορμηνέψει…
Ολο την εννοια σου θάχει..
Εγω, ημουνα μεγαλούτσικη οταν σε γέννησα . Ημουνα 32….
Ηθελα κοριτσάκι και κορίτσι εκανα ,το πρώτο ,εσενα !!
“Της καλομάνας το παιδι,το πρώτο ναν΄κορίτσι λέγαν”….
Εύκολα σε εκανα και σε μεγάλωνα ,με τόση χαρά και προσοχή!
Μέχρι ενός χρόνου που ησουνα, σε βύζαινα και για να σε “κόψω ” σε πήγαμε στο χωριό ,στη γιαγιά ,να ξεχαστείς, που ετρεχες, κοτζαμάν κοριτσάκι και ηθελες να σε θηλάσω…
Ενα ήσυχο ήσουνα και οταν μεγάλωσες και περπατούσες και μιλούσες πια, σ΄εβγαζα στην αυλή ,να παίξεις και μπαινόβγαινα να σε βλέπω .
Σ΄ειχα εννοια ..
Κι ενα πρωί … αχ,,, οταν το θυμάμαι , κρύος ιδρώτας με κόβει..
Ειχα ενα καζανάκι στην αυλή και μάζευα βρόχινο νερό.
Ελεγε η γιαγια σου ,η Αναστασία, οτι ηταν καλό και για τη πλύση και για το λούσιμο.
Ηταν κοντά στα παρτεράκια με τα σκυλάκια, να , …σκυψε να δεις !Εκει!!.
Σ΄εβγαλα ,που λες έξω να παίξεις και εκανα δουλειές μεσα ,αλλα συνέχεια εριχνα ματιά εξω, να δω τι κανεις..
Ησαν δεν ησαν 3 , αφου τον Νάκη ,δεν τον ειχα ακόμη.
Σ΄ακουγα που επαιζες και με ψιλή φωνούλα , φώναζες ” πανέριαααα ,πανέριαααα,, ελάτε καλέ ,πανέριαααα”. Το είχες ακούσει απο τις τσιγγάνες ,που γύριζαν στις γειτονιές και πουλούσαν καλάθια και πανέρια και το φώναζαν ,ν΄ακούσουμε και να πάρουμε.
Πετάχτηκε, η κυρά Θωμαή ,απ απέναντι και λεει ,”καλέ Αναστασία , που ειν’ η κατσιβέλα , να τη προλάβω να πάρω για τα ρούχα ενα πανέρι ,που μ΄΄έσπασε το αλλο ; “
“Kυρά Θωμαή, τη λέω , δεν πέρασε, σήμερα ,καμμιά!!
Η Δημητρούλα παιζει στην αυλή και την ακουσες να το λεει!!και γέλασα ,χαχαχαχαχαχα”
Μπήκα παλι μέσα να συνεχίσω ο,τι εκανα και σ΄ενα λεπτό ,ησυχία εξω και πετάγομαι να δω , γιατί δεν ακούγεσαι..
Μες στο καζανάκι ,στο νερό και με τα ποδαράκια πάνω ,σ΄ειδα!!
Σ΄αρπάζω αμέσως , μούσκεμα, σε φέρνω εδω στο ντιβάνι κι αρχισες να κλαίς και να τρέμεις…
“μαμααααα, το νερό,με πήρε μέσα!!!!
“Αχ ,πουλάκι μου ,τι θα παθαιναμε!! λίγο ν΄αργουσα να βγω, θα πνιγόσουνα!!
Όσα φέρνει η ώρα ,δε τα φέρνει ο χρόνος!!
Εσυ , γύριζες στην αυλή και φώναζες τα “πανέρια”,,,
Τι ήθελες μες στο καζάνι………. ! Θάσκυψες φαίνεται , κι επεσες στο νερό “
Λαχτάρησα ,τόσο πολύ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Εκατσα, μετά ,που ησύχασες και κοιμήθηκες και σκεφτόμουνα..
Το γέννησα , τόβγαλα απ της κοιλιάς μου τα νερά και θα πνιγόταν μπρος στα μάτια μου ,το καημένο…..”
Αφωνη ,την κοίταζα εγω ,απο ο,τι μου διηγήθηκε…
Δεν θυμόμουν τίποτε!
Εσκυψε , δάκρυσε και σταυροκοπήθηκε…
Ο Θεός να σας εχει γερά!!
“Να ζήσεις ,να γεράσεις και της μάνας η ευχή θάναι μαζί σου πάντα!”
Πού είσαι τώρα,μαμά, που γερνάω…..
Θαρρείς ,σ΄ακούω να μουρμουρίζεις προσευχή ,για νάμαι καλά!
Καζάνια ,πολλά , γεμάτα νερά….
Άλλα με βραστά ,ζεματιστά νερά., άλλα με παγωμένα…
Με τη ζωή μου απ το χέρι,πότε περνάω απο δίπλα ,πότε δοκιμάζω το νερό και ποια θερμοκρασία εχει ,πότε μέσα του καθρεφτίζομαι….
Ομως ,έμαθα ,νομίζω, να μη σκύβω μέσα τους ,ουτε απο περιέργεια ,γιατί ,ίσως, να μη βρεθεί κείνη την ώρα και κανείς να με βγάλει..
Τότε ., μ’ εσωσες εσυ …..
Κι είναι , σα να με γέννησες δυό φορές,μανούλα μου….
Δεύτερη Μαγιάτικη Κυριακή,της μάνας , η μέρα κι η γιορτή….,αλλα και της ζωής !

Aπο το βιβλίο μου ” Τα Καβαλιώτικα μικρά μου χρόνια” Εκδόσεις Αγγελάκη

Πίνακας ζωγρ. “Μητέρα και κοριτσάκι. 1919.”
Γεωργίου Ιακωβίδη
Εθνική Πινακοθήκη.
17.3.2024

Τελευταία Άρθρα