Ρασσοπάτηδες : ένα παλιό επάγγελμα που αφορούσε τα μάλλινα υφάσματα . Δηλαδή τα μάλλινα υφάσματα που τα ύφαιναν αγανά με υφάδι και στημόνι , όπως τ’ αναπόλια , τις καπότες , τις βοσκίσιες , τα σακιά , τα χράμια και άλλα που έβαζαν κατάχαμα στα σπίτια , για να τα χρησιμοποιήσουν έπρεπε πρώτα να γίνει το ρασοπάτι , να τα πατήσουνε με ζεματιστό νερό οι ρασσοπάτες ή αναπλιώτες , για να μαλακώσουν και να γίνουν εύχρηστα .
Βάζανε τα χράμια κάτω , ανάμεσα σε δύο πέτρες , ξαπλώνανε κάτω και οι δύο ρασσοπάτες , ο ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη και στη μέση , ανάμεσα στα πόδια τους είχαν το ύφασμα που θα ρασσοπατούσανε με τα πόδια τους . Το πατούσαν ρυθμικά και λέγανε :
‘’ένα , δύο , τρία και στην κουκούλα ‘’
Και χτυπούσαν τα πόδια τους συγχρόνως . Από πάνω ρίχνανε νερό ζεματιστό και το χτυπούσανε και το γυρίζανε όλη μέρα με αποτέλεσμα το ύφασμα να μαλακώσει , να σμίγει και να γίνεται πυκνό . Όπου φαίνανε μαλλιά γινόταν αυτό . Το πιο καλοδουλεμένο ύφασμα το βάζανε στην εκκλησία .
Το ρασσοπάτημα φαίνεται ότι ονομαζόταν έτσι , γιατί προέρχεται από το ρήμα ράσσω = χτυπώ με ορμή τα πόδια μου στο έδαφος . Τους ρασσοπάτηδες τους έπαιρναν οι νοικοκυρές με μεροκάματο διότι ήθελαν αρκετές μέρες για να κάνουν όλα τα υφάσματα .
Καταγραφή από τον Νίκο Κεφαλληνιάδη και δημοσιευμένο από τον ίδιο στο περιοδικό Ναξιακά σε άρθρο του με τίτλο
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ
ΟΡΕΙΝΟΣ ΑΞΩΤΗΣ