Η εκδήλωση του InSocial για την Ευθύνη στον Δημόσιο Βίο

Ανυπέρβατος ο δρόμος απόδοσης των πολιτικών, διοικητικών και ποινικών ευθυνών στον δημόσιο βίο

Οι θεσμικές και διοικητικές ιδιαιτερότητες που εμποδίζουν τον εντοπισμό και την απόδοση των ευθυνών, όταν προκύπτει ανάγκη, είτε σε πολιτικό, είτε σε διοικητικό, είτε σε ποινικό επίπεδο στο ελληνικό κράτος και την δημόσια διοίκηση αναλύθηκαν στην εκδήλωση που διοργάνωσε το InSocial για την Πέμπτη 4 Απριλίου στην Αθήνα. Συζητήθηκαν ζητήματα σχετικά με το θεσμικό και συνταγματικό πλαίσιο, τις παθογένειες, τις στρεβλώσεις και την πολυπλοκότητα της νομοθεσίας και των διοικητικών δομών που εμποδίζουν την ορθότερη λειτουργία του κράτους και παρουσιάστηκαν προτάσεις βελτιώσεων και υπέρβασης της σημερινής προβληματικής κατάστασης.

Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Παν. Αθηνών Σπύρος Βλαχόπουλος κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στην συνταγματική πρόβλεψη της περιορισμένης εμπλοκής της τακτικής δικαιοσύνης στον έλεγχο πολιτικών ευθυνών και αναρωτήθηκε «Σε ένα σύγχρονο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, πόσο θα πρέπει νακρατάμε ιστορικούς λόγους του 19ου αιώνα που όρισαν περιορισμούς στην απόδοση ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα και οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή εποχή;». «Με βάση πρόσφατες περιπτώσεις, το σύστημα, εν τοις πράγμασι, του άρθρου 86 στην Ελλάδα, δεν έχει δουλέψει» ανέφερε ο κ. Βλαχόπουλος και συμπλήρωσε πως «ούτε όμως και σε άλλα πολλά κράτη, υπάρχει ανάμειξη της Βουλής στην αναζήτηση ποινικών ευθυνών των υπουργών». Παρέθεσε μάλιστα και συγκεκριμένα διεθνή παραδείγματα όπως, της Αγγλίας όπου «από τη στιγμή που εδραιώθηκε η κοινοβουλευτική ευθύνη, η εμπλοκή της Βουλής των Κοινοτήτων στην αναζήτηση της υπουργικής ποινικής ευθύνης απώλεσε το ιστορικό δικαιολογητικό της θεμέλιο, με αποτέλεσμα οι υπουργοί να δικάζονται κατά τις κοινές διατάξεις από το 1804, όπως και στην Ιρλανδία. Το ίδιο ισχύει και στη Γερμανία όπου ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης δεν περιέχει ειδική διάταξη για την ποινική ευθύνη των ομοσπονδιακών υπουργών. Στην Ισπανία οι διατελέσαντες υπουργοί διώκονται κατά τις κοινές διατάξεις, εκτός ορισμένων περιπτώσεων πολιτικών εγκλημάτων. Στη Γαλλία, η ποινική δίωξη χωρεί πλέον χωρίς άδεια της Βουλής, ενώ στην Ιταλία η ποινική δίωξη ασκείται από τη δικαστική εξουσία και ο ρόλος του Κοινοβουλίου περιορίζεται στη δυνατότητα να σταματήσει τη διαδικασία σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η εκδίκαση των υπουργικών αδικημάτων από τα κοινά ποινικά δικαστήρια ισχύει και σε πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως σε Βέλγιο, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρο, Λετονία, Μάλτα, Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσεχία».

«Σε μία ποινική διαδικασία, σε ένα κράτος δικαίου, πρέπει να κρίνεσαι από τον νόμιμο και φυσικό σου δικαστή. Στο θέμα μας, η Βουλή σκέφτεται με νομικά κριτήρια; Προφανώς όχι. Μάλλον σκέφτεται με πολιτικά κριτήρια» τόνισε και εξέφρασε τον προβληματισμό του για το γεγονός ότι «βάζουμε πολιτικά στοιχεία στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη, ότι βάζουμε νομικές αρμοδιότητες σε δύσκολα νομικά ζητήματα σε ένα πολιτικό όργανο. Έτσι καταφέρνουμε να νοθεύουμε το μόνο σε σχέση με τις ανεξάρτητες αρχές θεσμικό αντίβαρο σε μια δημοκρατία». Καταλήγοντας ο κ. Βλαχόπουλος σημείωσε πως «συμπερασματικά, πρέπει να αποφασίσουμε στη χώρα να προχωρήσουμε σε πραγματικές τομές και ρήξεις, με αλλαγή του άρθρου 86 του Συντάγματος, θεσμικές αλλαγές και αλλαγή νοοτροπίας».

Από την πλευρά της η Έφη Στεφοπούλου, Εμπειρογνώμονας Δημόσιας Διοίκησης, ανέφερε πως «η δημόσια διοίκηση είναι ένα σύστημα δεν είναι μόνο οι συνταγματικοί κανόνες που τη διέπουν, δεν είναι μόνο το διοικητικό δίκαιο αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που αποτελείται από τους ανθρώπους που την υπηρετούν,τους νόμους που ρυθμίζουν τη λειτουργία της, από τις διαδικασίες που είναι υποχρεωμένοι να τηρούν οι δημόσιοι υπάλληλοι μέχρι και τις δομές και τις υποδομές της»

Σημείωσε ως μια από τις σημαντικότερες παθογένειες πως «όλο και περισσότερο, υπάρχει μια εισπήδηση της πολιτικής ιεραρχίας εντός της διοικητικής ιεραρχίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να απονείμεις ευθύνη στον διοικητικό λειτουργό που είναι φορέας μιας αρμοδιότητας αλλά πρέπει να πάρουμε το νήμα από την αρχή πως έφτασε εκεί η αρμοδιότητα σε αυτόν και πως ρυθμίζεται το εργασιακό του περιβάλλον».

Αναφέρθηκε ακόμα στα δημογραφικού χαρακτήρα προβλήματα του δημοσίου παρουσιάζοντας συγκεκριμένα δεδομένα και λέγοντας πως «στην Ελλάδα πρακτικά δεν έχουμε δημοσίους υπαλλήλους ηλικίας μέχρι 35 χρονών (2% επί του συνόλου ενώ ο μ.ο. των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 19%), στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζομένων στο δημόσιο ηλικίας άνω των 55 χρονών είναι 37%, ενώ ο μ.ο. των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 26%. Μέσα στα επόμενα 10 χρόνια στην Ελλάδα θα συνταξιοδοτηθούν 200.000 δημόσιοι υπάλληλοι που θα πρέπει να καλυφθούν σταδιακά, δηλαδή περίπου 20.000 το χρόνο. Με βάση το παράδειγμα του περσινού γραπτού διαγωνισμού, όπου πέτυχαν 14.162 επιτυχόντες και μέχρι σήμερα έχει διοριστεί ένας διψήφιος ή ίσως τριψήφιος αριθμός, με αυτόν τον αριθμό θα έχει σε μία δεκαετία, «αδειάσει» η δημόσια διοίκηση. Πρέπει να το λάβουμε υπόψη όταν μιλάμε για ευθύνη της διοίκησης».
Αναφερόμενη στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης η κυρία Στεφοπούλου τόνισε πως «ο δείκτης αποτελεσματικότητας της δημόσια διοίκησης στην Ελλάδα όσον αφορά το ρυθμιστικό περιβάλλον έχουμε εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις λόγω της πολυνομίας και του τρόπου που νομοθετούμε. Ο δείκτης από τον ΟΟΣΑ που μετρά την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση στην Ελλάδα είναι χαμηλός λόγω του περιβάλλοντος που περιγράψαμε παραπάνω και αυτό είναι το πιο σοβαρό απ’ όλα» σημείωσε.

Την δεσπόζουσα θέση των υπουργών ως «επικεφαλής» όλων των φορέων που προϊστανται, κατέδειξε ο Παναγιώτης Καρκατσούλης, Διοικητικός Επιστήμονας και Σύμβουλος του ΑΣΕΠ. «Ένας νόμος π.χ. για τον εσωτερικό έλεγχο, την ευθύνη για τον εσωτερικό έλεγχο και όλη τη διαδικασία την έχει ο επικεφαλής του φορέα, ο υπουργός, δεν είναι προφανές ότι υπάρχει και διοικητική ευθύνη; Όχι δεν είναι» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Καρκατσούλης και συμπλήρωσε σχετικά «η μη απόδοση διοικητικών ευθυνών εμποδίζει το Δημόσιο να διορθώσει συγκεκριμένες λειτουργίες του, να εκσυγχρονίσει τις δομές του και να αναδείξει στελέχη που θα χαρακτηρίζονται από επαγγελματισμό».
Σύμφωνα με τον βραβευμένο κατά το παρελθόν από ευρωπαϊκούς φορείς δημόσιο λειτουργό κ. Καρκατσούλη «Η ελληνική δημόσια διοίκηση έχει αλλάξει και μπορεί να αλλάζει. Όχι απλά κάνοντας σημειακές αλλαγές για να δουλέψει ένα κομμάτι του κράτους αλλά να κάνεις πολύ μεγάλες οριζόντιες τομές οι οποίες βάζουν σε άλλη τροχιά τις λειτουργίες του κράτους. Τέτοιες ήταν οι ανεξάρτητες αρχές. Αυτά έγιναν».

Σήμερα, σημείωσε ακόμα ο κ. Καρκατσούλης, «βρισκόμαστε σε μία αμφίλογη κατάσταση. Τα τελευταία πέντε χρόνια στη δημόσια διοίκηση έχουν ψηφιστεί πράγματα που ταλαιπωρούσαν τη χώρα για πάρα πολλά χρόνια. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αρκεί αυτό το μεταρρυθμιστικό τσουνάμι. Όχι όμως, δεν αρκεί! Από την ημέρα ψήφισης αυτών των νόμων έχουν γίνει τροποποιήσεις αυτών και χρονικές παρατάσεις που δεν συνάδουν με την αρχική ιδέα σύλληψης και σήμερα, οι νόμοι αυτοί, αποτελούν ένα «κέλυφος χωρίς περιεχόμενο».

Ως χαρακτηριστικά τέτοια ‘μεταρρυθμιστικά’ παραδείγματα που ουσιαστικά δεν λειτουργούν και δεν αποδίδουν τα προσδοκόμενα ο κ. Καρκατσούλης ανέφερε:
α) τον εσωτερικό έλεγχο (17/4/2021, ν.4785), β) την αξιολόγηση και γ) την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση.

«Απαιτείται ειλικρινής πολιτική βούληση και κυρίως τόλμη για να αλλάξουν τα πράγματα και μπορούν να αλλάξουν» κατέληξε ο κ. Καρκατσούλης.

Την συζήτηση, η οποία συνεχίστηκε και πέραν των τοποθετήσεων του πανελ με αρκετά σχόλια και ερωτήσεις από το κοινό στο οποίο μετείχαν καταρτησμένα πρόσωπα από την δημόσια διοίκηση, συντόνισε ο διευθυντής του InSocial, Γιώργος Παπούλιας, ο οποίος παρουσίασε κατά την εισαγωγή τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας της Public Issue σχετικά με τις αντιλήψεις των Ελλήνων πολιτών για κρίσιμους θεσμούς και φορείς του Κράτους.

Τελευταία Άρθρα