Λαογραφικά των Θεοφανείων από το Πωγώνι της Ηπείρου

«Σήμερα είναι τα Φώτα 

καρκαλιέται η κότα

πίσω απ’ την πόρτα

τη φωνάζει ο πέτος

δεν απολογιέται.

 

Παίρν’ ένα λιθάρι

«τσίκι» στο ποδάρι

Ω λελέ το πόδι μου

και το καλαπόδι μου.

 

Φέρτε μου τη σέλα να καβαλικεύσω

να πάνω στο μοναστήρι

να φωνάξω ντριμιντζή,

ντριμιντζή καλόγερε,

τα παιδιά που βάπτισες

παν’ στη Κυρά την Παναγιά

σύρτα εδώ και σύρτα ’κει

στην Αγιά Παρασκευή…

 

Τις δύο πρώτες στροφές από αυτά τα κάλαντα μας τα τραγουδούσε η γιαγιά μου την Παραμονή των Φώτων όταν είμαστε παιδιά και εμείς τα βρίσκαμε πολύ αστεία από τη μια και από την άλλη πιστεύαμε ότι μας κορόιδευε. Πολύ αργότερα διάβασα ότι τα συγκεκριμένα κάλαντα είχαν αλληγορικό και συμβολικό χαρακτήρα. 

Η κότα συμβόλιζε τον υπόδουλο ελληνισμό. Ο πετεινός που την πλήγωνε ήταν ο Τούρκος κατακτητής κι ο «ντριμιτζής» καλόγερος που βρισκόταν στο μοναστήρι «Παναγιά η Σπηλιώτισσα» στο Βοϊδομάτη κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο επίσκοπος Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος, ο αποκαλούμενος «Σκυλόσοφος», που ξεσήκωνε τους κατοίκους για λευτεριά. Αυτός ήταν ο εμπνευστής και πρωτεργάτης της αποτυχημένης εξέγερσης των υποδούλων Ηπειρωτών, πού έγινε στα Ιωάννινα στις 9 Σεπτεμβρίου 1612 .

Το λογοπαίγνιο με την κότα είχε κριθεί αναγκαίο προκειμένου να τραγουδάνε άφοβα κάτω από τη μύτη του Τούρκου τον πόθο για τη λευτεριά γιατί οπως πίστευαν, ανήμερα των Θεοφανείων, άνοιγαν τα ουράνια και εκπληρώνονταν ευχές και επιθυμίες. Σε περίπτωση που περνούσαν οι «γιασαξήδες» Τούρκοι του Αλιζώτ-πασά και ρωτούσαν να μάθουν τι σήμαιναν τα λόγια των παιδιών, είχαν εύκολη και πειστική απάντηση: «Κότα σφάζουν για το τραπέζι αγάδες μας και τραγουδάνε!…» και θα πρόσθεταν χαριτολογώντας: «Κότα πίτα το Γενάρη κόκορας τον Αλωνάρη». Έτσι εξηγείται και το γεγονός, ότι από το τραπέζι των Θεοφανείων, δεν έλειπε ποτέ η μαγειρεμένη κότα. Επίσης, η αλληγορία και ο συμβολισμός του τραγουδιού δικαιολογεί, γιατί οι κάτοικοι του Πωγωνίου τραγούδησαν και εξακολουθούν να τραγουδούν αυτά τα κάλαντα τόσους αιώνες και ας μοιάζουν με αφελές παιδικό τραγουδάκι.

Το βράδυ των Θεοφανείων έπρεπε να αδειάσουν όλα τα δοχεία «βαλέρες», «ντρεβενίτσες», «μαστραπάδες» κ.ά. Ανήμερα των Φώτων το νερό ήταν «ήγιασμα» και δεν έπρεπε να απομείνει για την άλλη μέρα. Αν τύχαινε να μείνει κάπου, πρέπει να το χύσουν σε ποτάμι, ή σε μέρος απάτητο από ζώα και ανθρώπους. Τα βροχερά και χιονισμένα Φώτα προμήνυαν πλούσια σοδειά. Σχετική είναι και η παροιμία: «Φώτα βρεγμένα, αμπάρια γιομισμένα». Επίσης δεν έπρεπε να καταριούνται γιατί έπιαναν οι κατάρες.

Το πρωί, ο παπάς γύριζε και άγιαζε τα σπίτια του χωριού. Τον συνόδευε το «παπαδοπαίδι», που κουβαλούσε ένα σακούλι στην πλάτη και στα χέρια το μπραγκάτσι (χάλκινο σκεύος) με τον αγιασμό. Ο παπάς ράντιζε σπίτια, καλύβες, μαντριά και κατώγια. Ανταμειβόταν με χαρτονομίσματα, πού τα άφηναν διακριτικά στα χέρια του ή τα έχωναν  στις φαρδιές τσέπες από το ράσο του ή με κέρματα, που τα έριχναν στο μπραγκάτσι. Παλιότερα οι νοικοκυρές γέμιζαν το σακούλι του παπά με «γέννημα» (σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια και ρεβίθια). Τα έριχναν ανακατεμένα μέσα στο σακούλι του βοηθού του. Όταν γέμιζε το σακούλι, ο παπάς το άφηνε σε σπίτι έμπιστου νοικοκύρη και επειδή τα όσπρια ήταν ανακατεμένα, ο παπάς, η παπαδιά και τα παιδιά τους όλη την υπόλοιπη εβδομάδα έκαναν τη διαλογή τους.  Ας μην ξεχνάμε ότι, εκείνον τον καιρό ό παπάς πληρωνόταν από το χωριό με «γεννήματα». Δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος, όπως είναι σήμερα.

Στη Βήσσανη Πωγωνίου την ημέρα των Θεοφανείων είχαν το εξής έθιμο: 

Στο τέλος της λειτουργίας ο παπάς κρατώντας την άγια εικόνα της βάπτισης του Χριστού μπροστά στην ωραία Πύλη έλεγε: «Ζητείται ανάδοχος του Κυρίου» δηλαδή νούνος ή νουνός. Γινόταν ένα είδος δημοπρασίας των αγίων εικόνων και μια ευγενής άμιλλα για το ποιός θα προσφέρει περισσότερα χρήματα. Έλεγε ένας ένα ποσό, μετά ο άλλος περισσότερα κ.ο.κ. Ο τελευταίος πλειοδότης ήταν ο Νούνος, ή κουμπάρος ή νουνός. Ακολουθούσε κατά τον ίδιο τρόπο η προσφορά για το σταυρό της εκκλησίας, για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και για όλες τις άγιες εικόνες. Αυτό ήταν το «χτύπημα των εικόνων». Έθιμο παράξενο, αλλά είχε το λόγο του. Τα έσοδα προορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για τη συντήρηση των εκκλησιών και τη λειτουργία των σχολείων. Έθιμο, πού διατήρησε το εθνικό φρόνημα και καλλιέργησε τα γράμματα και την ενότητα στα σκοτεινά και μαρτυρικά χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Ο Νουνός καθόριζε που θα γίνει ο αγιασμός των υδάτων. Στη στέρνα του χωριού ή στα πηγάδια. Ο παπάς στη συνέχεια με διάφορες ευχές αγίαζε το νερό, τα χωράφια, τ’ αμπέλια και τα ζωντανά του χωριού. Όλοι έπαιρναν αγίασμα για το καλό του σπιτιού και της νέας χρονιάς. Μετά όλοι μαζί πήγαιναν για «χρόνια πολλά» στο σπίτι του νονού τραγουδώντας:

«Καί στο νούνο θε να πάμε 

λαλαγγίτες για να φάμε 

λαλαγγίτες με το μέλι 

και κρασί απ’ το βαρέλι.

Λαλαγγίτες με το μέλι 

και ρακί με πετιμέζι».

Το βράδυ των Θεοφανείων όλοι οι άντρες του χωριού παρακάθονταν σε κοινό δείπνο, που το ονόμαζαν «φιλιά». Φιλιά από το ρήμα φιλιεύω = φιλεύω , παραθέτω δείπνο σε γαμήλια, εορταστική ή φιλική εκδήλωση. Το δείπνο σερβίρονταν από εθελοντές νέους, τους επονομαζόμενους «περέτες (υπηρέτες) της φιλιάς». Το φαγητό ήταν πάντα «γιαχνί». Όλοι μαζί χόρευαν και γλεντούσαν. Αν κάποιος χωριανός δεν μπορούσε να παρευρεθεί στο τραπέζι ή ήταν άρρωστος του έβγαζαν μερίδα και την πήγαιναν στο σπίτι του σε «λίμπα», πιάτο τσίγκινο ή ξύλινο βαθουλωτό για να μη χυθεί το «γιαχνί». 

Έτσι τελείωνε το Δωδεκαήμερο. Οι «τζερτζεβούληδες» (οι Καλικάντζαροι) γίνονταν «καΐπι» δηλαδή εξαφανίζονταν από προσώπου της γης για να ξανάρθουν την επόμενη χρονιά πάλι. Πατροπαράδοτα ήθη, έθιμα και παραδόσεις που διατηρήθηκαν και διατηρούνται μέχρι σήμερα και μας κάνουν υπερήφανους για την καταγωγής μας.

3.1.2023