Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε
κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε
και γλυκό κρασάκι να τραβήξουμε
πέρα στη Φραγκιά να το πουλήσουμε
γρόσια και φλουριά να καζαντίσουμε
και από κει να ’ρθούμε να μεθύσουμε.
Θέρος- τρύγος- πόλεμος λέει η λαϊκή ρήση, γιατί και τα τρία όταν φθάνει η ώρα τους δεν επιδέχονται αναβολή. Το σιτάρι γέρνει και πέφτουν οι σπόροι, οι ρόγες του σταφυλιού σταφιδιάζουν ή γίνονται γεύμα για τα πουλιά και ο πόλεμος δεν περιμένει. Εγρήγορση και αλληλεγγύη απαραίτητα από όλους. Μικροί και μεγάλοι κάνουν ότιμπορούν.Σε μια χώρα με μεγάλη αμπελο-οινική παράδοση, όπως η δική μας, είναι φυσικό να έχουν αναπτυχθεί πολυάριθμα έθιμα γύρω από τον τρύγο. Πρώτη θα αναφέρω τη συνήθεια να αφήνουν ατρύγητη μια μικρή άκρη του αμπελιού, ως προσφορά και ευχαριστία στη γη.
Ο τρύγος σε διάφορες περιοχές:
Κοζάνη
Ο τρύγος στην Κοζάνη, αλλά και σε όλη τη Δυτική Μακεδονίαήταν παλιότερα πραγματικό πανηγύρι. Συμμετείχε όλο το σόι και βοηθούσε ολόκληρη η γειτονιά. Ανάλογα με τα αμπέλια που είχε ο νοικοκύρης, ο τρύγος διαρκούσε από δύο μέρες μέχρι και μία βδομάδα.
Από τα μέσα Σεπτεμβρίου ξεκινούσαν οι ετοιμασίες για τον τρύγο. Αρχικά έβγαζαν τα βαένια (τα βαρέλια) από το θολωτό υπόγειο. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύονταν τα πιο εύρωστα μέλη της οικογένειας, γείτονες ή και χαμάληδες γιατί αυτά ήταν πολύ βαριά και μεγάλα. Τα έβγαζαν στην αυλή κι εκεί τα έπλεναν για να καθαρίσουν από τα ιζήματα και να «φουσκώσουν» οι αρμοί των βαρελιών. Μετά τον καθαρισμό με τον ξύστρου του εσωτερικού του βαρελιού βράζονταν σε καζάνια φύλλα και φλοιοί καρυδιάς και συκιάς και ξαναπλένονταν. Έτσι απολυμαίνονταν και δεν υπήρχε φόβος να χαλάσει το κρασί. Όταν τα βαρέλια καθαρίζονταν ξανατοποθετούνταν στο θολωτό υπόγειο. 2 – 3 ή και περισσότερα βαρέλια στήνονταν στην αυλή και δίπλα τους τοποθετούσαν την καρούτα(το πατητήρι) ενώ οι γυναίκες έπλεναν όλα τα τσίγκινα σκεύη που χρειάζονταν και οι άντρες επιδιόρθωναν και καθάριζαν τα γαλίκια(κοφίνια καμωμένα από λυγαριά), τα καλάθια και τις κόφες για την μεταφορά των σταφυλιών.
Οι γυναίκες αποβραδίς ετοίμαζαν τα φαγητά. Στην Κοζάνη για μεσημεριανό συνηθιζόταν η τσουκνιδόπιτα (ή κάποια άλλη πίτα) και κεφτέδες με κρεμμύδια και για καφαλτού (πρωϊνό, δεκατιανό) τυριά, ελιές και κιχιά. Για τη μεταφορά των σταφυλιών στο σπίτι προσλαμβάνονταν κάρα και μουλάρια με εργάτες που πηγαινοέρχονταν από το αμπέλι.
Ξεκινώντας για τον τρύγο η νοικοκυρά χάριζε από μια μάλλινη μισάλα (ποδιά) σε όλους όσους θα ασχολούνταν με τον τρύγο. Μάλιστα θεωρούνταν προσβολή αν η νύφη δεν συμπεριλάμβανε ανάμεσα στα προικιά της μάλλινες μισάλες για τον τρύγο.
Όλη η οικογένεια συμμετείχε. Δεν ήταν δυνατόν να λείπουν και τα μικρά παιδιά. Ο παππούς είχε έτοιμα μικρά καλαθάκια που τους τα χάριζε για να τρυγήσουν κι αυτά. Όλο το αμπέλι βούιζε από τις χαρούμενες φωνούλες τους. Έτσι γίνονταν η μύηση στις επόμενες γενεές. Αρχίζοντας το τρύγημα των σταφυλιών, ο παππούς της οικογένειας έκοβε 5-6 χοντρά κλωνάρια κλήματος (κληματσίδες) με αγκύλη στην άκρη. Κατόπιν πήγαινε και διάλεγε τα ροζακιά και τα γκρανουάρια, σταφύλια με χοντρή φλούδα και όψιμα. Με αυτά θα έκανε τις «φούντες». Οι φούντες ήταν τα σταφύλια που στηρίζονταν από το κοτσάνι, το ένα επάνω στο άλλο, στην κληματσίδα που την κρεμούσαν σε ένα δοκάρι του υπογείου (μαζί με τα ρόδια και τα κυδώνια) για να τρώνε σταφύλια μέχρι τα Χριστούγεννα.
Μόλις έφταναν στο αμπέλι ξεκινούσε ο τρύγος με τραγούδια και χαρές. Μάζευαν τα σταφύλια με προσοχή σε μεγάλα καλάθια ή κόφες αφού τα καθάριζαν από τυχόν χαλασμένα και τα συγκέντρωναν στα γαλίκια (μεγάλα καλάθια από κλαδιά). Τα γαλίκια με τη σειρά τους τα φόρτωναν δύο – δύο στα μουλάρια ή ανά έξι στα κάρα και μεταφέρνονταν στην αυλή του σπιτιού.Εκεί τα περίμεναν δύο γεροδεμένοι άντρες, τα έριχναν στην καρούτα και άρχιζαν το πάτημα φορώντας γαλότσες. Οι γυναίκες με τα λιγκέρια (παραδοσιακά μεταλλικά σκεύη) άρχιζαν να γεμίζουν τα μπακράτσια (μεταλικά ή χάλκινα δοχεία) με μούστο που τον έριχναν στα όρθια βαρέλια. Όταν το πάτημα των σταφυλιών στο πατητήρι τελείωνε έριχναν εκεί και τα τσίπουρα. Η δουλειά αυτή συνεχιζόταν (με ένα μικρό διάλειμμα για φαγητό το μεσημέρι) μέχρι το σούρουπο οπότε γυρνούσαν και οι άντρες από το αμπέλι με τα τελευταία φορτία των σταφυλιών.
Οι γυναίκες «τραβούσαν» τον μούστο από το πρώτο βαρέλι, τον «περνούσαν» από ένα τουλπάνι, τον καθάριζαν με κασταλαή (σταχτόνερο) ή ασπρόχωμα και τον έβραζαν ολονυχτίς σε καζάνια έως ότου πήξει για να κάνουν την μουστόπτα, σιουτζιούκια, κόρις, μαντζιούνια, σταφυλαρμιά και ότι άλλα καλούδια χρειάζονταν για να περάσουν το χειμώνα.
Λευκάδα
Οι νοικοκυραίοι των αμπελιών γέμιζαν καλάθια με διαλεχτά σταφύλια, τα σκέπαζαν με φύλλα, χαλούσαν μια λιθιά και τα έκρυβαν μέσα, ξανάφτιαχναν τη λιθιά, τοποθετώντας τις πέτρες πάλι στη σειρά και τα σταφύλια έμεναν κρυμμένα εκεί μέχρι τον χειμώνα, σε μέρος που μόνο εκείνοι γνώριζαν, διατηρημένα στο φυσικό ψυγείο της φύσης. Τις κρυψώνες αυτές τις έλεγαν χωσάδες. H συνήθεια αυτή καταγράφεται στη λαογραφική μελέτη του φιλολόγου Πανταζή Kεντομίχη «Tα Γεωργικά της Λευκάδας».
Αλλά και σε πριονίδι διατηρούσαν σταφύλια και κρεμασμένα στο υπόγειο τυλιγμένα με παλιά υφάσματα ή χαρτί εφημερίδας δίπλα στα άλλα γλυκά προϊόντα του μούστου, πετιμέζια, σουτζούκια, ρετσέλια, μουσταλευριές.
ΙΚΑΡΙΑ
Η Ικαρία φημίζεται για την αμπελοοινική της παράδοση και το δυνατό κόκκινο κρασί της με τις ευεργετικές του ιδιότητες, γνωστές από τη μυθολογία, γνωστό και ως ‘Πράμνειος οίνος’. Συνδέεται με τη λατρεία του θεού Διονύσου, εξάλλου, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Διόνυσος γεννήθηκε στην Ικαρία και συγκεκριμένα σε μια σπηλιά κοντά στο Δράκανο. Κατά την αρχαιότητα, το όνομα ‘Πράμνειος’ προέρχεται από τις λέξεις “πραΰνει το μένος”, ενώ σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, υπήρχε ένα όρος στην Ικαρία, η Πράμνη, όπου καλλιεργούνταν αμπέλια (“πραμνία άμπελος”), από τα οποία προέρχεται ο πράμνειος οίνος. Σύμφωνα, με μεταγενέστερες έρευνες, το όνομα προέρχεται από τον Πράμνο, την οροσειρά που σήμερα καλείται Αθέρας.
Τα παλιά χρόνια οι Ικαριώτες αμπελουργοί, πήγαιναν ανήμερα του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου, στην εκκλησία λίγα τσαμπιά σταφύλια από την πρώτη σοδειά τους για να τα ευλογήσει ο παπάς, ώστε να είναι και η υπόλοιπη σοδειά καλή.
Κατόπιν ξεκινούσαν οι αλλαξές. Η ανταλλαγή, δηλαδή, ήταν κυρίαρχο στοιχείο της κοινωνίας στο νησί. Κάποιος προσέφερε τις υπηρεσίες του, ένα προϊόν ή μια τέχνη και εξασφάλιζε με τη σειρά του από κάποιον άλλον, άλλη ανάγκη του. Έτσι, και με τον τρύγο, μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι και βοηθούσαν σε όλη τη διαδικασία: άλλος στο μάζεμα των σταφυλιών, άλλος στο κουβάλημα και έτσι γινόταν η δουλειά.
Αφού συνέλλεγαν τα σταφύλια σε κοφίνια ή πανέρια, τα πλένανε καλά-καλά σε γούρνες και τα μετέφεραν στο πέταλο ή πατητήρι, όπως είναι πιο γνωστό. Εκεί άρχιζε ο ‘χορός’ με το πάτημα των σταφυλιών με τα πόδια. Το πέταλο ήταν μια τετράγωνη δεξαμενή από πέτρα, όπου πατούσαν τα σταφύλια και ο μούστο έβγαινε από μια οπή (πελέμι) και οδηγούταν σε ένα δοχείο (αποδόχι), συνήθως κάποιο πιθάρι. Στη συνέχεια, τα πιθάρια φυλάσσονταν στο κελάρι του σπιτιού ή σε κάποια πεζούλα έξω από το σπίτι (πιθοστάσι) σε σκιερό μέρος, χωμένα μέσα στο έδαφος, σφραγισμένα με κυκλικές πλάκες με μια οπή στη μέση, απ’όπου και αναρροφούσαν με σιφούνι το κρασί.
Ο τρύγος ήταν αφορμή για γιορτή και παραδοσιακό φαγοπότι. Η νοικοκυρά είχε ετοιμάσει φαγητό και το γλέντι ξεκινούσε! Τα πειράγματα δίνανε και παίρνανε και ο χορός κρατούσε μέχρι αργά.
Σαντορίνη
Από την παραμονή το βράδυ μετέφεραν στο αμπέλι τα κοφίνια που θα τα γεμίσουν με σταφύλια. Είναι το λεγόμενο κοφίνιασμα. Το πρωί της επομένης με το γλυκοχάραμα αρχίζει ο τρύγος. Στο αμπέλι άντρες, γυναίκες και παιδιά, έκοβαν τα σταφύλια μέσα σε γέλια, τραγούδια και πειράγματα. Οι άντρες φορούσαν το «σκειάδι» ή τον «κούκο» και για να έχουν περισσότερη δροσιά είχαν στο κεφάλι πλεγμένο στεφάνι από κληματόφυλλα. Οι γυναίκες, οι κοπέλες με το πρόσωπο σκεπασμένο με ένα μαντίλι και στο κεφάλι ψάθινο καπέλο.
Οι Θηραίοι αμπελουργοί είχαν ένα ιδιόρρυθμο μαχαίρι εγχώριας κατασκευής τη «φερεντίνα» κατάλληλο για τις γεωργικές τους δουλειές μα κι απαραίτητο για κάθε χρήση. Το λεπίδι του μαχαιριού από φτηνό μέταλλοείχε σχήμα μισοφέγγαρου και ήταν σαν μικρό δρεπάνι. Το μεσημέρι σταματούσαν τη δουλειά τους για φαγητό: μπακαλιάρο με πατάτες, πατάτες γιαχνί, σκορδομακάρονα, λαδομανέστρα ( ζυμαρικό, συνήθως τα τρίματα των μακαρονιών, χοντρά ψιλά, όλα μαζί βρασμένα σε τσιγαρισμένα κρεμμύδια) , φάβα ελιές κ.λ.π.
Το βράδυ μετά το ηλιοβασίλεμα γύριζαν στο χωριό. Μερικοί έμεναν στο αμπέλι για να φυλάνε τα κοφίνια και να ετοιμάσουν το πρώτο φόρτωμα. Γραφικοί τύποι του τρυγητού ήταν οι «καμπανολόοι», παιδιά φτωχά μα και μεγάλα που όταν πια το αμπέλι είχε τρυγηθεί και είχε μείνει ξέφραγο, έμπαιναν και έψαχναν τα κλήματα ελπίζοντας να βρουν κανένα σταφύλι ξεχασμένο.
Αυτά τα ολίγα και καλά κρασιά!!!
Αιμιλία Πανταζή
17.9.2022