Προσωπικές Αναμνήσεις από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου

Το 1973 ήμουν 9 χρονών. Την Παρασκευή 16 του Νοέμβρη μας έδιωξαν από το σχολείο χωρίς εξηγήσεις. Τα αδέρφια και οι φίλοι μου ήταν μέσα στη χαρά που χάναμε τα μαθήματα και εγώ είχα θυμώσει. Πως μας διώχνεις κυρ δάσκαλε χωρίς να πεις κουβέντα; Μαζευτήκαμε τελικά τα  καλόπαιδα της γειτονιάς και το ρίξαμε στο παιχνίδι. Ξαφνικά τις φωνές και τα γέλια μας τα σκέπασε ένα περίεργος ήχος. Ήχος βαρύς. Ήταν οι ερπύστριες από τα τανκς, που κατέβαιναν τον κεντρικό δρόμο. Ακολουθούσαν ΡΕΟ με φαντάρους. Τρομάξαμε. Τρέξαμε στα σπίτια μας φωνάζοντας «Ήρθαν τα τανκς. Πόλεμος! Γίνεται Πόλεμος!!!» Οι δικοί μας προσπαθούσαν να μας εξηγήσουν με μισόλογα τι συνέβαινε αλλά δεν καταλαβαίναμε.
Το βράδυ μας έβαλαν νωρίς για ύπνο. Αλλά σιγά μην τους έκανα τη χάρη να κοιμηθώ. Ήθελα να μάθω τι γινόταν ενώ εμείς τα παιδιά είμαστε σε πλήρη άγνοια. Σηκώθηκα, σαν τη γάτα πλησίασα στο σαλόνι και έστησα αυτί. Ήταν όλοι μαζεμένοι γύρω από το ραδιόφωνο που ίσα
που ακουγόταν. Οι γονείς μου, ο παππούς, η γιαγιά, ο θείος Βασίλης και η θεία Κατίνα.

«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερω αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Κάτω η χούντα, κάτω ο Παπαδόπουλος, έξω οι Αμερικάνοι, κάτω ο φασισμός, η χούντα θα πέσει από το λαό…

Λαέ, κατέβα στο πεζοδρόμιο, έλα να μας συμπαρασταθείς, τη λευτεριά σου για να δεις…
Είμαστε άοπλοι! Είμαστε άοπλοι απέναντι στα τανκς. Οι φαντάροι είναι αδέλφια μας, δεν θα μας πυροβολήσουν. Αγωνιζόμαστε για μία καλύτερη και ελεύθερη Ελλάδα.

Αγωνιζόμαστε για τη λευτεριά αυτού του τόπου… Δεν πρέπει να χυθεί αίμα».


Άκουγα τις εκκλήσεις που έκαναν για γιατρούς και φάρμακα και τον θείο Βασίλη να λέει «θα κατέβω να τους πάω τρόφιμα και φάρμακα» και τη γιαγιά να λέει «Είναι επικίνδυνα. Φιρί φιρί το πας να μπλέξεις και να το φας το κεφάλι σου» και μετά δεν ξέρω πως, με πήραν χαμπάρι, με
πήγαν στο δωμάτιο με το ζόρι και απειλώντας με για τιμωρίες, έκλεισαν την πόρτα.
Επτά χρόνια αργότερα, μαθήτρια της τρίτης Λυκείου μετά τη σχολική γιορτή μου και αφού είχα τραγουδήσει στη χορωδία με όλο μου το πάθος για τον λεβέντη που εροβόλαγε και τον ήλιο της δικαιοσύνης τον νοητό μου μπήκε η ιδέα να κατέβω στο Πολυτεχνείο να αφήσω κι εγώ ένα λουλούδι. Φυσικά η μάνα μου δεν με άφηνε γιατί φοβόταν. Αλλά πως θα το μάθαινε; Έπεισα μια συμμαθήτριά μου, αγοράσαμε από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και κατεβήκαμε από την Γκράβα στο Πολυτεχνείο με τα πόδια. Εκεί μου κόλλησε μια άλλη ιδέα. Να δω την αίθουσα με τα εκθέματα. Ένας φοιτητής από την περιφρούρηση με σταμάτησε στον προαύλιο χώρο.
– Για πού το έβαλες εσύ; με ρώτησε.
– Θέλω να δω την αίθουσα με τα εκθέματα, του απάντησα.
– Είσαι συνάδελφος; με ξαναρώτησε.
– Ναι του απάντησα με θράσος. Πρωτοετής της Νομικής.

– Περιμένουμε επισήμους τώρα και δεν μπαίνει κόσμος, αλλά τέλος πάντων έλα μαζί μου στα σβέλτα, είπε.
Με έπιασε από το μπράτσο, ανεβήκαμε δυο δυο τα σκαλιά και μπήκαμε στην αίθουσα. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν μια μπλούζα αιματοβαμμένη και σκισμένη. Ήταν εκείνη που φορούσε ο 17χρονος Διομήδης Κομνηνός όταν έπεσε νεκρός τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου. Και μετά είδα τη σημαία. Τα υπόλοιπα εκθέματα τα είδα βιαστικά. Ένιωθα τα γόνατά μου να τρέμουν και τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Τον ευχαρίστησα, έκανα μεταβολή και έφυγα τρέχοντας. Τη φίλη μου την βρήκα να με περιμένει στο δρόμο και να με στολίζει κανονικά πουτην άφησα μονάχη και εξαφανίστηκα. Αυτό το γεγονός θα το ξεχάσω ποτέ.
49 χρόνια πριν. Νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, φοιτητές και μαθητές αλλά και άνθρωποι της δουλειάς και της διπλανής πόρτας αγωνίστηκαν για το δικαίωμα στη Δημοκρατία, τη μόρφωση, την εργασία, την αξιοπρεπή ζωή. Διεκδίκησαν Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία και απέδειξαν πως
οι μόνοι χαμένοι αγώνες, είναι αυτοί που δεν δίνονται.
Υποκλίνομαι στην μνήμη όσων χάθηκαν μα παραμένουν σύμβολα στη μνήμη να θυμίζουν αυτό που δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί…

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ!

*Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο

17.11.2022