Τζίτζικας. Ο αοιδός του καλοκαιριού

Καλοκαίριασε. Άρχισαν να ακούγονται τζιτζίκια. Ο τζίτζικας ή τζιτζίκι ή ζίζιρος στα κυπριακά, είναι τα λαϊκά ονόματα διάφορων ειδών εντόμων της οικογένειας των Τεττιγιδών (Cicadidae), ονομασία η οποία προέρχεται από τη λόγια λέξη τέττιξ που σημαίνει τζίτζικας στα αρχαία ελληνικά. Είναι το έντομο που παράγει έναν χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος προδίδει την παρουσία του. Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα γνωστό από την ιστορία του Αισώπου «Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας».

Ο Πλάτωνας, σ’ ένα σημείο του Φαίδρου μας λέει ότι «όταν ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι των Μουσών πάνω στη γη, οι άνθρωποι τόσο αναστατώθηκαν που βάλθηκαν να τις μιμούνται σε σημείο που ξέχναγαν να φάνε και να πιούνε. Τόσο, που πέθαναν χωρίς να το καταλάβουν. Και από εκείνους γεννήθηκε τότε το είδος των τζιτζικιών». Στα σημερινά αυτιά το τραγούδι των τζιτζικιών ακούγεται περισσότερο επαναληπτικό και μονότονο παρά μαγευτικό. Είναι όμως φανερό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν το άκουγαν με το ίδιο αυτί. Γι’ αυτούς, το τραγούδι των τζιτζικιών ήταν φορέας ανάμνησης και πάνω απ’ όλα φορέας μηνύματος. Γιατί τα τζιτζίκια ήταν οι άγγελοι των Μουσών πάνω στη γη και διαβίβαζαν στους θεούς τα σέβη των ανθρώπων. Το τραγούδι τους ήταν ένα τραγούδι εγρήγορσης. Κατά τον Θεόκριτο, οι αρχαίοι πίστευαν, ότι οι τέττιγες τρέφονταν με σταγόνες δρόσου, γι’ αυτό τους έτρωγαν σαν ορεκτικό, ενώ άλλοι έβαζαν σε κλουβιά τους άρρενες, για ν’ ακούνε το τερέτισμά τους και όταν πέθαιναν τους έθαβαν σε μικρούς τάφους. Ο Θουκυδίδης βεβαιώνει ότι οι πλούσιοι Αθηναίοι χτένιζαν τα μαλλιά τους και τα συγκρατούσαν με περόνες σε σχήμα κεφαλής τέττιγος, που ήταν σύμβολο της εντοπιότητάς τους.

Κανένας καλλιτέχνης δεν κακολογήθηκε και δεν δυσφημίστηκε τόσο, όσο ο καημένος ο τζίτζικας. Αιώνες τώρα του ψάλλουν τα «εξ αμάξης». Τζίτζικας ο άμυαλος και ο τεμπέλης. Άδικος όμως ο χαρακτηρισμός για τον αοιδό του καλοκαιριού που περνάει χρόνια σαν σκουλήκι κάτω από το χώμα, που βγαίνει στριμωγμένος με εκατοντάδες άλλα στην επιφάνεια της γης μια ζεστή μέρα αν υπήρξε τυχερός και έχει καταφέρει να βγει από το κουκούλι του χωρίς να γίνει τροφή για τα πουλιά. Πού να ξέραμε όταν ακούσαμε τον μύθο του Αισώπου, μικρά παιδιά τότε, ότι δεν είναι ένας σπάταλος χαραμοφάης και ότι το τραγούδι του που μας ξεκουφαίνει κάθε καλοκαίρι είναι το κύκνειο άσμα του και το ερωτικό του κάλεσμα τις τελευταίες εβδομάδες του στην γη. 

Ο τζίτζικας, είναι έντομο δειλό με παχύ κεφάλι, μεγάλα μάτια και μεμβρανώδη φτερά. Μόνο το αρσενικό τερετίζει χάριν ενός οργάνου παραγωγής τριγμών που έχει, το οποίο στο θηλυκό είναι ατροφικό. Ο τερετισμός, το τραγούδισμα, ξεκινάει απ’ την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύση, κατά δε τις θερμές ημέρες διατηρείται και τη νύχτα. Κάθε είδος τζιτζικιού διαθέτει τρεις τουλάχιστον μελωδίες, αλλά η κυριότερη είναι το ερωτικό κάλεσμα του αρσενικού προς το θηλυκό. Ενός αρσενικού, που είναι στην πραγματικότητα κουφό και διαθέτει ένα σύστημα «τύμπανων» (τα οποία πάλλονται 300 ως 900 φορές το λεπτό) καθώς και ευρείς θαλάμους (αντηχεία). Το σύστημα επηρεάζεται από την υγρασία του αέρα – εξ ου και οι παράξενες διακοπές το πρωί και το βράδυ. Αντίθετα το θηλυκό δεν διαθέτει τέτοιο σύστημα παραγωγής ήχων κι έτσι παραμένει σιωπηλό. Αφουγκράζεται όμως, σμίγει με το αρσενικό που τραγουδά καλύτερα. Μετά το ζευγάρωμα, το αρσενικό πεθαίνει αμέσως, το δε θηλυκό γεννά περίπου 600 αβγά στις σχισμές των δέντρων, που τις κάνει το ίδιο και κατόπιν πεθαίνει κι αυτό. Από τ’ αβγά βγαίνουν σκουλήκια, πέφτουν στο έδαφος και τρέφονται μέσα στο χώμα απ’ τις ρίζες των φυτών. Μετά από χρόνια παίρνουν μορφή χρυσαλλίδας και από κει βγαίνουν τα τζιτζίκια για να ολοκληρωθεί ο κύκλος της ζωής τους. 

Το καλοκαιρινό όμως «ερωτικό κάλεσμα» των αρσενικών τζιτζικιών δεν προσελκύει μόνο τα θηλυκά τζιτζίκια αλλά και άλλα είδη εντόμων, όπως αρσενικές και θηλυκές σαρκοβόρες μύγες. Αυτό το παράξενο «τραγούδι» των τζιτζικιών αποβαίνει όμως συχνά θανατηφόρο, ακόμη και για τα ίδια τα τζιτζίκια. Για παράδειγμα οι θηλυκές μύγες αφήνουν τα αυγά τους πάνω στο σώμα των αρσενικών τζιτζικιών, με αποτέλεσμα όταν αυτά εκκολαφθούν να μετατρέπονται σε μικρά σκουλήκια, τα οποία στη συνέχεια καταβροχθίζουν σιγά σιγά το ίδιο το τζιτζίκι. Τα τζιτζίκια με το τραγούδι τους δεν προσελκύουν μόνο μύγες αλλά και παρασιτικούς οργανισμούς που επίσης ψάχνουν «ταίρι» για να ζευγαρώσουν. Αυτά τα στοιχεία που αφορούν την αναπαραγωγική συμπεριφορά εντόμων και παρασίτων προέκυψαν από έρευνα του Αμερικανικού Οργανισμού Εντομολογίας (ESA).

Στον μοναχικό τροβαδούρο του καλοκαιριού ας αφιερώσουμε τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη:

………

– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι

γεια σας κι η ώρα η καλή

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;

κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:

 

– Ζει  ζει  ζει  ζει  ζει  ζει  ζει  ζει

 

17.6.2022