Το Ζήτα, το μικρό

Στη δεκαετία του ’60 ,αν είχες “βγάλει ” το εξατάξιο, τότε,Γυμνάσιο, σε θεωρούσαν εγγράματο ,μια που μια μερίδα κόσμου εκείνου του καιρού ,κοίταζε να επιβιώσει και μετά να ζήσει ,οπότε όλα τα παιδιά δεν συνέχιζαν στα γράμματα ,αλλά μάθαιναν τέχνες…
Η Στέλλα ,λοιπόν , “του Γαλάτατζη”,όπως άκουγα τον μπαμπά μου ,να την αναφέρει ,είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και το σπίτι της ,όλα σχεδόν, τα παιδιά ,τα μετέπειτα συμμαθητάκια μου του Δημοτικού, το είχαν νηπιαγωγείο.
Ηταν, ένα “σπιτικό σχολείο”, όπως τόλεγε ο μπαμπάς, της, απο τότε και μέχρι και τώρα φιλενάδας μου, της Φωτεινούλας Φιντά,που δίναμε το μήνα 25 δραχμές ,για να “σπάσει ” το χέρι μας , να γράψουμε ,ευκολότερα, στη πρώτη τάξη.
Σπίτι ισόγειο, με μπαχτσεδάκι και στα δύο, απο τα δωμάτια που είχε ,ήμασταν κάθε μέρα ,διαμοιρασμένα,αγόρια και κορίτσια.
Η Στέλλα, ψηλή, λεπτή, μελαχροινή και σε αχνή ανάμνηση ,την έχω ,με μια φούστα στενή ,έως το γόνατο , μπλούζα φαρδιά ,παπούτσια μπαλλαρινέ και στα μαλλιά, χτένισμα ” λάχανο” .
Το πρωί,κατεβαίναμε με τον μπαμπά μου από το σπίτι μας , μέχρι του “Κιρτζή”* ,που εκείνος άνοιγε το τσαγκαριό του και εγώ πήγαινα στα νήπια.
Στην κουζίνα ,είχαν ένα μεγάλο τραπέζι μακρόστενο ,ανάμεσα στον πάγκο και σ΄ενα ντιβάνι.
Μαζεύονταν οι γειτόνισσες της κυρα Λένης , της μάνας της Στέλλας,να πιούν τον πρωινό καφέ τους ,βουτώντας κομματάκια ψωμί μέσα του ,να “τις πιάσει” κι εγώ ,που δεν πήγαινα πολύ πολύ, έξω στη σάλα με τα άλλα παιδια για παιχνίδι ,καθόμουν σε μιά του γωνίτσα ,με τη πλάκα μου στο χέρι και το κοντύλι ,που είχαμε τότε για γραφή και αντικαταστάθηκαν απο τετράδια και μολύβια ,την επόμενη χρονιά , στη Α΄Δημοτικού.
Κάθε μέρα ,λοιπόν ,ενα γραμματάκι , μας μάθαινε η “νηπιαγωγός” μας και έπρεπε να το γράψουμε πολλές φορές ,για να το μάθουμε.
Σε μια απ τις μέρες , ήρθε η σειρά του Ζήτα…
Το κεφαλαίο, μια χαρά τόκανα…
Το μικρό ,δεν το κατάφερνα,, με τα γυριστά του…
Κουβέντιαζαν οι γυναίκες , παραδίπλα μου…, μου ήρθε να κλάψω και μαζεύοντας τα γραφτικά μου , βγήκα έξω κι έκατσα στο ξύλινο παγκάκι του κηπάκου.
Κανείς δεν πήρε είδηση ,νόμιζα…
΄Ομως ,όπως είχα το κεφαλάκι μου σκυμένο και κοίταζα το ζήτα , πόσο στραβό τόγραφα κι όχι σαν το πρώτο, που μας έδειξε η δασκάλα μας , ένιωσα τη φιγούρα της κυρα Λένης ,που με πλησίασε κι έκατσε δίπλα μου.
” Τι έπαθες κοριτσάκι μου ;” με ρώτησε…
“Δεν μπορώ να κάνω το ζήτα ,της είπα…
” Μη κλαίς., Δημητρούλα… Ελα ,μαζί ,να πιάσουμε το κοντύλι και θα δείς, που θα το καταφέρεις!! “
Επιασε πάνω απ το δικό μου χεράκι με το δικό της ,την γραφίδα και ζωγραφίσαμε ,τα δυό χέρια μαζί ,ένα ζήτα , όπως έπρεπε νάναι!!
Ανάσανα , “πήρα τ΄απάνω μου” και συνεχίζοντας μόνη πια, γέμισα την μαύρη πλάκα μου ,με πολλά ζήτα , υγιέστατα κι όχι καχεκτικά ,όπως όσα εγραφα, πριν τη βοήθεια, της κυρα Λένης…
Πήγαμε μέσα …
Τα άλλα παιδιά έπαιζαν …
Ο Ακης είχε κοιμηθεί πάνω σε ένα μπαούλο ,που βρισκόταν στη σάλα και θα φώναζαν τη μαμά του να τον πάρει στο σπίτι..
Η Φωτεινούλα, με τη Τζένη ,χόρευαν κι εγώ πολύ χαρούμενη ,κοίταζα την πλάκα ,τη γεμάτη Ζήτα!!
Σχολάσαμε , πήγα κατευθείαν στου μπαμπά την παράγκα , που την είχε “Υποδηματοποιείο” και γυρίσαμε στο σπίτι μαζί .
Στη τσάντα μου μέσα , μια δερμάτινη μικρή , με τοκάδες απ έξω στα δυό λουριά της , το τυλιγμένο ψωμί με μέλι και βούτυρο ,σε λαδόκολλα, όπως πάντα, αφάγωτο…
Δεν τόθελα…., …. με το ζόρι ,μου το φόρτωναν και είχα σιχαθεί ,τόσο την μυρωδιά του ,που είχε ποτίσει τη τσάντα μου από μεσα ,που δεν έφαγα ,ούτε κι έως τώρα ψωμί με μέλι και βούτυρο …
Μετά απο χρόνια, η Στέλλα έφυγε ,για την Αθήνα ,όπως μαθεύτηκε και ποτέ δεν την ξαναείδα.
Τη μάνα της ,όμως ,τη κυρά Λένη, εγώ, μεγαλύτερη πια ,αλλά μικρομάνα των γιών μου , στα 26 μου, τη συνάντησα ,όταν ,πηγαίνοντας να δω τη γιαγιά μου την Αναστασία ,που έμενε εκεί στην ίδια , του Βύρωνος τη συνοικία ,της έδωσα γνωριμία και έδειξε ,κάτι να της “λέει ” το όνομα μου και το περιστατικό που της ανάφερα…
Ισως και νάδειξε ότι θυμήθηκε.. ….
Εγώ δεν ξέχασα και δεν θα ξεχάσω ποτέ ,όσο θάχω το μυαλό μου σώο, πως όταν μου “φάνηκε βουνό ” ,μια ,της μικρής ζωής μου λεπτομέρεια ,ένα χέρι ,μια απλής γυναίκας ,ίσως και αγράμματης , ενδυνάμωσε το δικό μου και μου έδειξε ότι μπορώ να καταφέρω να σχηματίσω μια αρχή ,ν΄ανεβώ σε μια κορυφή .
………………………………………………………
Τη ζωή ,κάποιος πρέπει να στη δείξει ,στην αρχή και το μικρό της αρχικό γράμμα ,σπουδαιότερο και δυσκολότερο απο το κεφαλαίο της …..
Το ποιός θάναι, είναι μεγάλη υπόθεση !!!
*Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, η Καβάλα δέχτηκε τεράστιο αριθμό προσφύγων. Είναι η δεύτερη πόλη σε αριθμό προσέλευσης προσφύγων στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια δέχτηκε 10.000 προσφυγικές οικογένειες. Με την άφιξη των προσφύγων δημιουργήθηκαν συνοικισμοί.
Ενας απο αυτούς ….
*Συνοικισμός Χιλίων (Κιουτσούκ Ορμάν). Η ονομασία δόθηκε λόγω χιλίων προσφυγικών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν εκεί. Το βορειότερο μέρος του συνοικισμού ονομάζεται “Χίλια” (παλιότερα αναφερόταν με την ονομασία Αμπελόκηποι) και το νοτιότερο ονομάστηκε “Βύρωνας” ή “Γκιρτζή”, από το όνομα του εργολάβου που κατασκεύασε τα σπίτια.
Δήμητρα Καρακατσάνη
Απο το βιβλίο μου , ” Τα Καβαλιώτικα μικρά μου χρόνια”
Εκδόσεις Αγγελάκη

Τελευταία Άρθρα