Ωχράν σε βλέπω και λευκήν…

Η «Μπάρμπαρα» έντυσε στα λευκά την επικράτεια. Χιονίζει ως και στο κέντρο της Αθήνας. Σιάτιστα, Κομοτηνή, Φλώρινα και Γρεβενά, Δράμα και Νευροκόπι με ψύχος πολικό. Τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου πρωταγωνιστούν στα ανεμοδαρμένα ύψη. Τα απαγορευτικά απόπλου βάζουν «απαγορευτικό» στις καταναλωτικές ανάγκες, που έτσι κι αλλιώς συρρικνώθηκαν εξ ανάγκης. 

Η επιχειρηματική δραστηριότητα και το λιανεμπόριο, σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός. Οι ελπίδες ανάκαμψης, σε βαθεία κατάψυξη. Η βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε χειμερία νάρκη. Στις πολιτικές αντιπαραθέσεις το γέλιο ή μάλλον, το γελοίον της αρκούδας…

Ψάχνουμε λίγη ζεστασιά, ως αντίδοτο στη πάγια αναλγησία. Το «καλάθι του νοικοκυριού» χάσκει αδειανό, προσμένοντας το market pass για να «χορτάσει» ελαχίστως ο πεινασμένος για ζωή. Επιδόματα ως… παπλώματα για τους ξεπαγιασμένους Έλληνες που μήτε το κονάκι τους, μήτε το κορμί τους μπορούν να ζεστάνουν.

Πυκνά σύννεφα ανασφάλειας πάνω από τις ασύδοτα διευρυμένες μεγαλουπόλεις, των μεγάλων ονείρων και των μικρών ευκαιριών. Των κλειστών μαγαζιών και των ολάνοιχτων, πεινασμένων στομάτων. Των πολλών που δυστυχούν, έναντι των ολίγων που κατορθώνουν να βυσσοδομούν στο σώμα της πολιτείας…

Γεροντάκι αξύριστο και άπλυτο για μέρες. Με σαράντα τρία λερά κασκόλ τυλιγμένα στο λαιμό. Με γερμένους ώμους, εφημερίδες κατάσαρκα και ένα χιλιοτρύπητο παλτό που μπάζει κρύο, χειρότερα κι από χαραμάδα ξύλινης πόρτας. Γάντια, από δυο ζευγάρια στα χέρια, με τα ρυπαρά ακροδάχτυλα να ξεπροβάλλουν από τα ξηλώματα, σα νυχοπόδαρα γερακιού. Στη πλάτη, σα το σαλιγκάρι, φορά όλη του την «περιουσία».

Κατατρεγμένος από ανθρώπους και σκύλους. Το κρύο έξω, είναι ανατριχιαστικό σκληρό. Η παγωνιά, μέσα στο καλύβι το μισογκρεμισμένο από το σεισμό που χει για σπίτι, κουβαλά την αποφορά της απελπισίας. Η γριά του, πέθανε ολομόναχη και διασωληνωμένη. Τα παιδιά του, στην αλλοδαπή. Ένα πιάτο φαί, από τη φιλεύσπλαχνη γειτόνισσα, έρχεται δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Τις άλλες, δεν περισσεύει από το φτωχικό της τσουκάλι. Ο γεροντάκος, το εξαφανίζει ταχυδακτυλουργικά.

Τόσο γρήγορα, όσο έσβησαν από τις οθόνες και τη δημοσιότητα τα ονόματα των 253 παιδοβιαστών…

Τόσο επιτήδεια, όσο «σκούπισε» η πανδημία και οι μεταλλάξεις της, τη ζωή από τα πρόσωπα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Τόσο πεινασμένα, όσο οι κάθε λογής διεφθαρμένοι, διαγράφουν την αξιοπρέπεια και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης από το λεξιλόγιο δεκάδων ανθρώπινων υπάρξεων.

Ο άστεγος ψάχνει απάγκιο να κοιμηθεί τις νύχτες, ο επιχειρηματίας τη ρευστότητα, τα ισχυρά βιογραφικά μια πατρίδα που να μην τα διώχνει, οι ηθοποιοί εκείνους που ήθος κι όχι ύβρι ποιούν, οι αθλητές τη στήριξη του ευ αγωνίζεσθαι, οι εργαζόμενοι μια πενιχρή αύξηση, οι άνεργοι την ελπίδα επιβίωσης, οι συνταξιούχοι την αξιοπρεπή διαβίωση, οι άνθρωποι την επαφή με ανθρώπους…

Παγώσαμε. Πάγωσαν όλα μέσα μας.

Πάγωσε κάθε δραστηριότητα, εκτός των προεκλογικών ξιφομαχιών. Κι εκείνοι οι διδάκτορες της πολιτικοοικονομικής «κρυογονικής», επιδίδονται ξανά και ξανά σε μεταχρονολογημένες, υποσχετικές επεμβάσεις…

Πατρίδα μου, ως τον εκλογικό Απρίλη, «ωχράν σε βλέπω και λευκήν, ως νεκρικήν σινδόνην…»

6.2.2023