Άκανθος – το φυτό του Κορινθιακού κιονόκρανου

Μάιος. Η φύση στα καλύτερά της ανθοφορεί και γεμίζει ο κόσμος μας ομορφιά και λουλουδάτες μυρωδιές! Η φύση αφυπνίζεται και μάς προσφέρει όλη την ομορφιά, την ευφορία, το φως και το χρώμα που έχει ανάγκη η ψυχή μας για να τονωθεί! Η ελληνική ύπαιθρος αυτήν την εποχή είναι γεμάτη από πάσης φύσεως αγριολούλουδα και χρώματα.

Ένα από αυτά τα αγριολούλουδα είναι και η άκανθα ή άκανθος. Η λατινική ονομασία του φυτού είναι Acanthus mollis (Άκανθος η απαλή). Άκανθοι ονομάζονταν από τους αρχαίους και άκανθοι ονομάζονται από τους βοτανολόγους διάφορα ακανθοφόρα φυτά, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και εκείνα που ονομάζουμε κοινώς γαϊδουράγκαθα. 

Η άκανθος η απαλή ανήκει στο γένος των Ακανθιδών το οποίο περιλαμβάνει 30 περίπου είδη πολυετών φυτών με μεγάλα αγκαθωτά, λοβωτά φύλλα και όρθιες, κυλινδρικές ταξιανθίες με λευκά και μοβ άνθη. Συγγενές είδος του φυτού είναι ο Άκανθος ο αγκαθωτός (Acantus spinosus L.) κοινώς μουτσούνα, τσουλαδίτσα, τσουλακίδα, μουτρέρα, απόρακας, απούρανος. Είναι η πιο εντυπωσιακή εκπρόσωπος του γένους των Ακανθιδών. Φυτό πολυετές, με πασσαλώδη ρίζα που το ύψος του κυμαίνεται από 60 έως 120 εκατοστά. Σχηματίζει πλατιά φύλλα στη βάση, με βαθιές σχισμές, λαμπερά, με ωραίο βαθύ πράσινο χρώμα. Το μήκος τους φτάνει τα 40 εκατοστά και το πλάτος τους τα 25. Άνθη μεγάλα, λευκά, ενίοτε ρόδινα, διαταγμένα σε στάχυ, στην άκρη του ανθικού άξονα. Η ταξιανθία του φυτού μπορεί να παράγει μέχρι 120 λουλούδια. Το μέγεθος κάθε λουλουδιού μπορεί να φτάσει τα 5 εκατοστά. Τα άνθη του φυτού είναι ερμαφρόδιτα και γονιμοποιούνται από τις μέλισσες. Ο καρπός είναι μια ωοειδής κάψουλα που περιέχει δύο έως τέσσερις μεγάλους μαύρους σπόρους. Είναι διεσπαρμένο είδος και την άνοιξη εντοπίζεται σχεδόν σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους.

Οι αρχαίοι έλληνες γνώριζαν τις θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού. Σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη, οι ρίζες του έχουν ευεργετικές ιδιότητες για τους φυματικούς και για αυτούς που υποφέρουν από σπασμούς ή κήλη. Το φυτό παραδοσιακά χρησιμοποιήθηκε ως θεραπεία για την εξάρθρωση των αρθρώσεων και τα εγκαύματα. Για πολλούς αιώνες το τσάι του άκανθου το χρησιμοποιούσαν εναντίον των ερεθισμών της ουροδόχου κύστεως και εναντίον των αιμοπτύσεων.

Η αξιοποίησης της Άκανθας στην τέχνη είναι γνωστή από τα κιονόκρανα Κορινθιακού ρυθμού. Ο Ρωμαίος συγγραφέας, αρχιτέκτονας και μηχανικός Marcus Vitruvius Pollio (Μάρκος Βιτρούβιος Πολλιώνας) στο περίφημο έργο του De architectura (βιβλίο IV) αναφέρει ρητά, πως δημιουργός του Κορινθιακού κιονόκρανου είναι ο γλύπτης και αρχιτέκτονας Καλλίμαχος. Και δεν έχουμε κανέναν λόγο να τον αμφισβητήσουμε. Ιδού το κείμενο μεταφρασμένο στα ελληνικά, από τον Παύλο Λέφα Καθηγητή Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών:

«…το κιονόκρανο του ρυθμού αυτού λέγεται ότι επινοήθηκε ως εξής: μια Κορίνθια παρθένος κόρη, σε ηλικία γάμου αρρώστησε και πέθανε. Μετά την ταφή, η τροφός της μάζεψε τα πράγματα που αγαπούσε η κόρη, όταν ζούσε, τα έβαλε μέσα σε ένα καλάθι, και – για να διατηρηθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο – τα σκέπασε με μια κέραμο· το καλάθι το τοποθέτησε στο μνήμα, τυχαία πάνω στην ρίζα μιας άκανθας. Την άνοιξη η ρίζα παρότι πιεζόταν από το βάρος, έβγαλε φύλλα και μίσχους μέσα στο καλάθι. Οι μίσχοι αναρριχήθηκαν στις πλευρές του καλαθιού, βγήκαν προς τα έξω στις γωνίες της κεράμου και περιελίχθηκαν αναγκαστικά – λόγω του βάρους της – σε έλικες.

Ο Καλλίμαχος, τον οποίο οι Αθηναίοι αποκαλούσαν «κατατηξίτεχνο», επειδή δούλευε το μάρμαρο με λεπτή και ωραία τέχνη, περνώντας τυχαία από το μνήμα παρατήρησε το καλάθι με τα τρυφερά φύλλα που μεγάλωναν.

Γοητευμένος από το καινοφανές της μορφής αυτής έφτιαξε, χρησιμοποιώντας τη ως πρότυπο, κίονες για τους Κορινθίους».

Το κορινθιακό κιονόκρανο είχε τεράστια εξέλιξη στα μετακλασικά χρόνια, ιδίως στα  ρωμαϊκά και τα παλαιοχριστιανικά, αφού υπήρξε ο πιο αρεστός τύπος κιονόκρανου στην χριστιανική αρχιτεκτονική. Καθιερώθηκε δε διεθνώς σε πολλές παραλλαγές και χρησιμοποιήθηκε σε πληθώρα δημόσιων κτιρίων. 

16.5.2023