Ούτε φάτνη, ούτε ζωάκια να τον ζεστάνουν με τα χνώτα τους. Κανένα αστέρι δεν θα λάμψει πάνω από το κοντέηνερ που στεγάζει τη δυστυχία των γονιών του. Μάγοι με δώρα δεν θα’ ρθουν να τον καλωσορίσουν στη ζωή, ούτε οι ποιμένες από τις γύρω παρυφές θα αντιληφθούν την ύπαρξή του…
Στο κρύο θα ανοίξει τα μάτια του και το καστανό του χρώμα θα μοιάζει πιο σκούρο στο σκοτάδι της αφώτιστης παράγκας. Η πρώτη του κραυγή στον κόσμο, λιγοστά θα ακουστεί, σε ένα από τα ακριτικά μας νησιά. Ο ήχος της βροχής πάνω στη τσίγκινη στέγη, θα σκεπάσει το κλάμα του βρέφους μα και το λυγμό της μάνας. Παχνί, δεν έχει. Μήτε άχυρο, ούτε ανάσα από αρνάκια. Μόνο δυο κοριτσάκια, με τεράστια ολόμαυρα μάτια, θα κοιτάζουν απορημένα και με τρόμο το θαύμα της γέννησης να συντελείται μπροστά στα μάτια τους, όπως χιλιάδες χρόνια τώρα για τους αβοήθητους όπου γης.
Η εθνικότητά του, δεν έχει σημασία. Οι συνθήκες που οδήγησαν αυτήν την οικογένεια να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, παρόμοιες με πολλών άλλων. Ξεκίνησαν από τόπο μακρινό, εκεί που η απόλυτη ένδεια είναι κοινή μοίρα και ο φόβος για τη ζωή, καθημερινός αγώνας επιβίωσης.
Κι ήρθαν σε μια Ελλάδα, που με τις πενιχρές της δυνάμεις, προσπάθησε και προσπαθεί να αντιμετωπίσει επαρκώς το διογκούμενο διαρκώς ρεύμα προσφυγιάς. Ανάμεικτο κάποιες φορές με άλλου τύπου μετανάστευση. Κι όπως συμβαίνει συχνά, μαζί με τα ξερά, καίγονται και τα χλωρά…
Οι πολυπόθητες άδειες κρατήθηκαν από τα χέρια του πατέρα. Τέσσερις χρειάζονταν. Ο μικρούλης, μέσα στην κοιλιά της μάνας, θα ταξίδευε στο προφυλαγμένο άμνιο. Στη Γερμανία, μία αδερφή, είχε ήδη την προσμονή και την ελπίδα να τους υποδεχθεί.
Μα, όπως συμβαίνει συχνά, ένα άλλο χέρι αφαίρεσε τη μοναδική τετραπλή ελπίδα της οικογένειας. Κλοπή των αδειών. Και για μια ακόμη φορά, η απελπισία έπεσε πάνω στα κεφάλια τους σαν αιματηρό χαλάζι…
Να ξαναγυρίσουν στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, απαγορεύεται. Να περιμένουν, επιβάλλεται. Όμως… πως να επιβιώσουν; Πως να φτάσουν ως το τότε;
Σε ένα δανεικό γκαζοντενεκέ, βράζουν ό,τι μπορεί να μετατραπεί σε φαγητό. Τα λιγοστά κλινοσκεπάσματα που κάποιοι συνάνθρωποι τους έδωσαν, δε ζεσταίνουν τη ψυχή των ξεριζωμένων. Κι αυτή η μαύρη πίκρα, σταλάζει μέσα στο άμνιο και ποτίζει την ύπαρξη του εμβρύου που ετοιμάζεται να βγει σε έναν κόσμο, που δεν το θέλει και δεν το βλέπει!
Πιο κει, πιο πέρα, στο δρόμο να ζητάνε δουλειά, άνθρωποι πολλοί. Άλλοι, απλά υπάρχουν. Κινούνται, φιλονικούν, μιλάνε, σπρώχνονται για μια μερίδα και μια ελπίδα. Πρόσωπα γεμάτα απόγνωση. Σαν σε αρχαία τραγωδία «ο μεγάλος χορός των αργόσυρτα ηττημένων». Κι ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν κάποια πρόσωπα βλοσυρά, που μυρίζουν σαν λύκοι τον αέρα. Ο ανθρώπινος πόνος πάντα προσελκύει τα αιμοδιψή.
Οι «ξένοι» και οι ντόπιοι. Κι οι δυο πλευρές γεμάτες υποψίες, με τις διαφορές να βρυχώνται και ένα διοχετευμένο έντεχνα ρατσισμό να απειλεί τον πάντα υπαρκτό και μεγαλοπρεπή ελληνικό ανθρωπισμό. Με συρματοπλέγματα αγκαθωτά προς την ευρωπαϊκή (δήθεν-τάχα μου) «γη της Επαγγελίας». Με αποφάσεις των ισχυρών της γης που κρατούν δέσμιους τους ανθρώπους της ανάγκης, κάθε εθνικότητας και φυλετικής ταυτότητας. Σε μια μακρόχρονη και υπερδιογκωμένη προσφυγική κρίση που ταλανίζει κυρίως τους ενδεείς, κάθε πλευράς.
Δυο κόσμοι που χωρίς να το ζητήσουν, δίχως να το θελήσουν, καλούνται να συνυπάρξουν. Μπλέκονται, σαν άχυρα και φύλλα που κυλούν στα βουρκωμένα νερά της βροχής, για να καταλήξουν στη θάλασσα, βορά στα αδηφάγα μεγάλα κήτη…
Κι ανάμεσά τους, μια νέα ζωή που ετοιμάζεται να ξεπροβάλλει. Χωρίς πατρίδα, χωρίς ελπίδα, δίχως απάγκιο. Ποιός να ναι αυτός ο «ένας ακόμη Χριστούλης» που θα βγει στο φως, μέσα από ένα σκοτάδι; Πούθε έρχεται, ποιά είναι η γενιά του και που θα τον πάει το ρεύμα;
Δυο γυναίκες σε θέσεις ευθύνης, με περίσσεια ψυχής και ανθρωπιάς, προσπαθούν να βρουν μια λύση. Να στέρξουν, να υποστηρίξουν, να νοιαστούν, να συνδράμουν.
Για να μη γεννηθεί, όπως συμβαίνει τόσες χιλιάδες χρόνια τώρα, ένα ακόμη αθώο μωρό, μέσα στην πιο απέλπιδη παγωνιά.
27.11,2025






