Αεράκι φύσηξε στο Διδυμότειχο , αεράκι, που ξυπνά αναμνήσεις

Η Ανεμόεσσα… που στο πέρασμά της λέει παραμύθια, ψιθυρίζει παλιές ιστορίες…
Να σου θυμησω μία;;
Ήταν κάποτε ένα όμορφο αρχοντικό  που έστεκε αγέρωχο στην πόλη των κάστρων. Με πέτρα και ξύλο χτίστηκε Γέμιζε αξιωματικούς, όμορφα παλληκάρια που έρχονταν απ’ την Ανδριανούπολη. Ήταν η μεγάλη Οθωμανική Σχολή Ιππικού
Το άρωμα της λευτεριάς, έδωσε το αρχοντικό σε δύο αδέρφια, Γιαρματζή τους λέγανε. Έγινε χάνι, που φιλοξενούσε κόσμο απ τα γύρω χωριά, που έρχονταν με τις άμαξες για το παζάρι… Μεταξάδες, Παλιούρι, Σοφικό…
Στη ροή του χρόνου έγινε σπίτι, αποθήκη, κουκουλόσπιτο… Ναι, γέμισε κρεβάτια για την επώαση του μεταξοσκώληκα. Οι άνθρωποι κοιμόταν όπου να ναι. Σκληρή δουλειά, πολύ σκληρή…
Τα χρόνια περνούσαν. Τα χρώματα του αρχοντικού ξεβαφαν κι οι τοίχοι του έπεφταν. Ένας μάγος που ζούσε εκεί, σκέφτηκε να του δώσει νέα πνοή. Έτσι το εκανε Κέντρο Ιστορικών Μελετών και Ερευνών της Θράκης.
Όμως, ήταν μόνο, μελαγχολικό…
Λίγο πιο, κατω μια γέρικη φωλιά αναστεναζε:
– Αχ, γέρασα, κουράστηκα… Η πολλή υγρασία, μου κάνει κακό. Όμως κρύβω τέτοιον θησαυρό, θα καταστραφεί εδώ. Κι έχω, τόσα πολλά να δώσω… Αν δεν τα πάρει όμως κανείς, δεν έχω τίποτα….
Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε εκείνη τη στιγμή… Ένας παράξενος αέρας φύσηξε και της ψιθύρισε:
– Έλα μαζί μου,.. Έλα μαζί μου, της είπε…
Η Ανεμόεσσα… Κατέβαινε από τα στενά του Βοσπόρου. Στο πέρασμά της θύμιζε παλιές ιστορίες, ψιθύριζε μυστικά, μετέφερε αναστεναγμούς. Άκουσε τον αναστεναγμό της γέρικης φωλιάς και τον πήγε στο μοναχικό αρχοντικό. Αυτό, κοντοστάθηκε, σκέφτηκε και είπε:
– Έχω ακούσει πολλά για τον θησαυρό, για τη γνώση που κρύβει. Ναι, να έρθει εδώ, σε μενα. Εγώ θα την προστατέψω!
Έτσι κι έγινε… Οι νέοι άρχοντες του τόπου συμφώνησαν κι η γέρικη φωλιά, η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, πήρε τον καλύτερο θησαυρό της και πήγε στο Αρχοντικό…
Κάθε βράδυ τη φρόντιζε και της έλεγε ιστορίες & θρύλους από τη γη του Ορφέα, την Πλωτινούπολη, το Κάστρο, τη βασιλοπούλα, τον Βατάτζη… Κι εκείνη, το νανούριζε με ωραία ποιήματα & παραμύθια !!
Κι ήταν τόσο χαρούμενοι που, γέμισαν φως. Και ήταν τόσο καλά μαζί, που άνοιξαν όλα τα παραθύρια, όλες τις πόρτες, για να έρθει ο κόσμος να δει την αγάπη τους…
Γεμίζει ανθρώπους τώρα πια, που γύρω από τις ξύλινες κολόνες, τις στήλες της ιστορίας του, βλέπουν το θησαυρό της βιβλιοθήκης, ψάχνουν βιβλία, ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ…
Και χαίρονται πολύ, γιατί οι ΑΝΘΡΩΠΟΙ είναι οι καλύτερες ιστορίες τους, τα καλύτερα ΒΙΒΛΙΑ !!!
 Iστορικά στοιχεία: Athanassios Gouridis, αρχαιολόγος
 Kείμενο: Στέλλα Τσομπανιδου, βιβλιοθηκονόμος
9.10.2024