Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Αν. Τασούλας κήρυξε τη λήξη του συνεδρίου «Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975 . Η συνταγματική υπόσχεση της Μεταπολίτευσης και η ποιότητα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου», που διοργάνωσε στο Ζάππειο Μέγαρο, ο Κύκλος Ιδεών σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών την Τετάρτη 11.6.2025.
H ομιλία του κ. Τασούλα:
«Θα ήθελα καταρχάς να συγχαρώ το Κύκλο Ιδεών, ο οποίος σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών και με την υποστήριξη των εκδόσεων Σάκουλα, διοργάνωσε αυτό το εξαιρετικά επιτυχημένο διήμερο συνέδριο για τα 50 χρόνια του Συντάγματος του 1975.
Είναι σημαντικό η κοινότητα των μελετητών και σχολιαστών του Συντάγματος, που ήταν χθες και σήμερα εδώ παρούσα στο σύνολό της, να τιμά αυτές τις επετείους, τόσο μέσω της συμμετοχής των παλαιότερων, όσο και των νεότερών μελών της. Η γνώση της συνταγματικής ιστορίας, πολύ περισσότερο της πρόσφατης, είναι απαραίτητη για την κατανόηση και ερμηνεία του υπέρτατου νόμου της δημοκρατίας, του θεμελιώδους της νόμου.
Σήμερα, λοιπόν, πριν από μισό αιώνα ακριβώς, τέθηκε σε ισχύ το μακροβιότερο Σύνταγμα από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Ως γνωστόν, το Σύνταγμα του 1864 ίσχυσε κατά τι λιγότερο, ήτοι 47 χρόνια, μέχρι το 1911. Πρόκειται επομένως, για μια ιστορική επιτυχία των εμπνευστών του Συντάγματός μας, την οποία οφείλουμε να τους πιστώσουμε, καθ’ ότι το κείμενο που σχεδίασαν και ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου του 1975, λίγους μόλις μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας, κατάφερε να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου.
Οι πρωτεργάτες του, αφού μελέτησαν άλλα ξένα κείμενα, τα οποία λειτουργήσαν ως πηγή έμπνευσης, αλλά όχι ακρίτου μιμήσεως, κατόρθωσαν να προικίσουν έτσι την ελληνική έννομη τάξη, με ένα πρωτότυπο κείμενο, που οφείλει τη μοναδικότητά του στη στενή όσμωσή του, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτείας και ιστορίας. Ο βασικός πρωτεργάτης του συντάγματος του 1975, Κωνσταντίνος Καραμανλής, θέλησε με γνώση και εμπειρία, και προφανώς με όραμα, αλλά όχι μόνο με όραμα, κυρίες και κύριοι. Στην πολιτική δεν αρκεί μόνο το όραμα, είχε και σχέδιο, και πολλές φορές το σχέδιο είναι σημαντικότερο από το όραμα.
Θέλησε, λοιπόν, με γνώση και εμπειρία, ένα Σύνταγμα διαφορετικό από εκείνο του 1952, με ενισχυμένη την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή την αποτελεσματικότητα του κράτους, με στόχο την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και πολύ πιο ευέλικτη την νομοθετική λειτουργία. Να σκεφτείτε, κυρίες και κύριοι, ιδίως οι μέχρι χθες συνάδελφοι στη Βουλή, να σκεφτείτε ότι υπήρχε νομοσχέδιο πριν τη δικτατορία, εις το οποίο συμφωνούσαν τα περισσότερα κόμματα και το οποίο συνεζητείτο επί πεντάμηνο, ενώ μία επερώτηση μπορούσε να φτάσει να συζητείται επί τρίμηνο. Ένα Σύνταγμα, όπως έλεγε ο Καραμαλής, προσαρμοσμένο στο λαό, στη χώρα και στην εποχή του.
Και αυτή η προσαρμογή του χάρισε την πρωτοφανή πλέον για τα ελληνικά συνταγματικά δεδομένα διάρκεια του ήδη μισού αιώνος. Με κάποιες ρίζες, το Σύνταγμα του 1975 στην απόπειρα αναθεώρησης του 1963 στη “βαθιά τομή”, όπως αποκλήθηκε, χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Στην ουσία, χωρίς καν να ξεκινήσει, παρά μόνο να δημοσιευτεί η πρόταση, αλλά κυρίως με το βλέμμα στραμμένο στη νέα ευρωπαϊκή εποχή για την χώρα.
Και αυτή ακριβώς η προσαρμοστικότητα του Συντάγματος του 1975, που δεν υπονομεύθηκε, αντίθετα επιβοηθήθηκε από τις αναθεωρήσεις του, καθώς διατηρεί τη βασική θεσμική και πολιτική του φυσιογνωμία, είναι η βασική αιτία της διάρκειάς του, για την οποία αξίζει βαθιά αναγνώριση στους βασικούς δημιουργούς του, πρώτιστα στον Κωνσταντίνο Καραμαλή, αλλά και στους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Πρόεδρο της Επιτροπής Συντάγματος, τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, Πρόεδρο του Ελληνικού Κοινοβουλίου τότε, και στον Κωνσταντίνο Στεφανάκη, Υπουργό Δικαιοσύνης.
Κατά την ψήφιση του συντάγματος απείχε η αντιπολίτευση, αλλά μόνο κατά την ψήφιση, όχι κατά τις συζητήσεις που κράτησαν περισσότερο από πεντάμηνο. Πρέπει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια του πενταμήνου των συζητήσεων που προηγήθηκαν της ψήφισης του, έγιναν δεκτές πολλές εισηγήσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης.
Έγιναν 140 τροπολογίες μέσα σε αυτό το διάστημα, εκ των οποίων οι 65 ήσαν ουσιώδεις. Όπως είχε εμφατικά υποστηρίξει ο διαπρεπής πρώτος πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των Η.Π.Α., Chief Justice Marshall, ένα Σύνταγμα είναι προορισμένο να εκτείνεται στα χρόνια που έρχονται και συνεπώς οφείλει να προσαρμόζεται στις διάφορες κρίσεις των ανθρωπίνων υποθέσεων.
Το γεγονός της ήδη πεντηκονταετούς διάρκειας καταδεικνύει την προσαρμοστικότητά του και συνιστά αναμφίβολα αφ’ εαυτού στοιχείο που δικαιολογεί τη θετική του αξιολόγηση, αν όχι τον θαυμασμό μας.
Το συνταγματικό κείμενο, βέβαια, στην πορεία του τροποποιήθηκε σε αρκετά σημεία, όπως ήδη ελέχθη, στις τέσσερις αναθεωρήσεις. Θα ήταν αδύνατο πενήντα χρόνια πριν οι συντάκτες του να προβλέψουν τα πάντα. Ούτε εξάλλου θα ήταν επιθυμητό να παραμείνει ένα ιερό κειμήλιο αποκομμένο από το αμείλικτο διάβα του χρόνου και τα κελεύσματα, τα εκάστοτε κελεύσματα των καιρών.
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε, καθώς αποτελεί ιδιαιτερότητα μόνο του ισχύοντος Συντάγματος, είναι ότι για κάθε μία από τις τέσσερις αναθεωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν και του 1986, και του 2001, και του 2008 αναθεωρήσεις, και του 2019, για κάθε μία από τις τέσσερις, λοιπόν, η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 110 τηρήθηκε απαρέγκλιτα. Για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία δεν σημειώθηκε οποιαδήποτε παρέκκλιση από την προβλεπόμενη διαδικασία. Αυτό φυσικά είχε απτό αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί περίτρανα ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος και να παγιωθεί η θέση του στην κορυφή της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου.
Θα ήταν όμως άδικο να σταθούμε μόνο στη μακροβιότητα του Συντάγματος του ’75. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι συνεχίζει να ισχύει και να ρυθμίζει ως πρωταρχικό κανονιστικό κείμενο την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου, αλλά επιπλέον και ουσιαστική εκτίμηση και καθολικά αποδεκτή αντίληψη ότι πρόκειται για ένα Σύνταγμα το οποίο επιπλέον οργανώνει την πολιτική εξουσία με τρόπο δημοκρατικό και φιλελεύθερο και το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην αποκρυστάλλωση, εμπέδωση και περαιτέρω εμβάθυνση αρχών, όπως ο σεβασμός και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η αρχή του κράτους δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών στη χώρα μας. Το Σύνταγμα του ’75 ειδικότερα είναι ένα Σύνταγμα το οποίο επισφράγισε την επάνοδο της Ελλάδας στη δημοκρατική ομαλότητα σφυρηλάτησε την αδιατάρακτη επί δεκαετίες πορεία της εντός του ευρωπαϊκού και διεθνούς γίγνεσθαι και στάθηκε συνοδοιπόρος στη σταθερή πρόοδο και ανάπτυξή της.
Τέθηκε σε ισχύ σε μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία η επούλωση των εθνικών τραυμάτων της επταετίας ήταν ακόμη εν τω γίγνεσθαι και μάλιστα υπό συνθήκες που δεν εγγυούνταν με αυτόματο τρόπο τη διασφάλιση της σταθερότητος. Μέσα σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον απετέλεσε το επιστέγασμα της διατρανωμένης προσπάθειας, η Ελλάδα να στραφεί προς το μέλλον και να βαδίσει απελευθερωμένη από τα βαρίδια του πρόσφατου παρελθόντος σε μια νέα εποχή δημοκρατικής ευημερίας, η οποία, παρά τα έντονα πισωγυρίσματα που είχαμε μέσα στο διάβα του μισού αιώνα, επαληθεύτηκε. Στη συνέχεια επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ελαστικότητα και πλαστικότητα, όχι μόνο υποδέχθηκε πολιτικές αλλαγές, αλλά κυρίως εγκόλπωσε αρμονικά το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, επιβεβαιώνοντας έτσι τον ανοιχτό του χαρακτήρα. Στην εποχή του πολυεπίπεδου συνταγματισμού το ελληνικό Σύνταγμα παρουσιάστηκε έτοιμο να αφομοιώσει τον αντίκτυπο της διάδρασης με την ενωσιακή έννομη τάξη, καθώς και με αυτή της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της ΕΣΔΑ, χωρίς να αλλοιωθούν τα γενετικά χαρακτηριστικά και η αρχιτεκτονική του συστήματος. Εξίσου σημαντική ήταν και η αντίδραση του Συντάγματος στις διαδοχικές κρίσεις που αντιμετωπίσαμε ιδίως κατά τα πρόσφατα χρόνια. Από την χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση που οδήγησε στην παρ’ ολίγο χρεοκοπία της χώρας, τη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, την πανδημική κρίση, μέχρι και την παρούσα και επιδεινούμενη κλιματική κρίση, το Σύνταγμα δοκιμάστηκε απ’ τις πιέσεις της πραγματικότητος, αλλά παρέμεινε επί της ουσίας αλώβητο.
Δεν διερράγη ο κανονιστικός ιστός του, αλλά επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ευλυγισία και προσαρμοστικότητα, συνέχισε και συνεχίζει να ρυθμίζει αποτελεσματικά τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Η αξιοζήλευτη αυτή ανθεκτικότητά του, ιδίως εν μέσω της πολυτάραχης οικονομικής κρίσης που φάνηκε ορισμένες στιγμές να απειλεί μέχρι και τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας μας, συνδυάστηκε και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε αυτή, με την εξισορρόπηση αντικρουόμενων συμφερόντων και σκοπών, που αποτυπώνονται εξίσου στο κείμενό του. Αυτή η ευρύτητα και ανοιχτότητα, αν επιτρέπεται η έκφραση του κειμένου, εκδηλώνεται ως ρυθμιστικό απόθεμα, που εκπλήσσει τον μελετητή και ερμηνευτή του με την απρόσμενη, ενίοτε, ανάδυσή του.
Με αυτόν τον τρόπο εξάλλου καθίσταται δυνατό το Σύνταγμα να υπερβαίνει την εφήμερη πραγματικότητα, τη συγκυρία, που είπε ο κ. Βενιζέλος, όσο έντονο κι αν είναι το αποτύπωμά της και να ευθυγραμμίζεται με το μακρύ ιστορικό χρόνο, με την ιστορία. Γιατί σε κάθε περίπτωση εκεί έγκειται το μεγαλείο του Συντάγματος.
Χρησιμεύει ως κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς, το οποίο θέτει τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού και της πολιτικής διαμάχης, επιβάλλει δεσμεύσεις και όρια στη συμπεριφορά των οργάνων υπέρ της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των πολιτών και περιχαρακώνει τη συμπεριφορά όλων των εμπλεκομένων.
Κατά αυτόν τον τρόπο, από τη μια διαπλάθονται και από την άλλη γίνονται σεβαστές στην πράξη ως βίωμα οι γενικές αρχές και κανόνες που θέτει το κείμενο. Υπό αυτή την οπτική, το Σύνταγμα του 1975 δεν συνέπεσε απλώς με τη μακρότερη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητος και ευημερίας της χώρας μας. Υπήρξε καθοριστικός παράγοντας αυτής, τη θεμελίωσε, τη σφυρηλάτησε και δια της εφαρμογής του στην πράξη, εν τέλει, την επέβαλε.
Συνέβαλε δηλαδή αποφασιστικά στη διάπλαση ενός συνταγματικού ήθους, σύμφυτου με τη φιλελεύθερη δημοκρατία και μιας βαθιά ριζωμένης συνταγματικής κουλτούρας, στοιχεία τα οποία λειτουργούν ενισχυτικά ως προς τη λειτουργία των θεσμών και ως ανάχωμα στα φαινόμενα αποσάθρωσης και υπονόμευσής τους. Γενικότερα βέβαια τα Συντάγματα δεν δύναται να ρυθμίσουν κάθε δυνατή λεπτομέρεια, ούτε να προβλέψουν κάθε δυνατή περίσταση. Ούτε κανείς περιμένει κάτι τέτοιο.
Αρκούνται συχνά σε ένα αφηρημένο επίπεδο, εγγράφοντας στο κείμενο αρχές που πρέπει να ερμηνευθούν, να εξειδικευθούν και να εφαρμοστούν απ’ τα αρμόδια συνταγματικά όργανα και τους πολίτες. Η διατήρηση και ομαλή λειτουργία της συνταγματικής τάξης προϋποθέτει κατά συνέπεια τόσο την αυστηρότητα ενός κανονιστικού κειμένου όσο και την πίστη των εφαρμοστών και ερμηνευτών του στην εγγενή του αξία. Το Σύνταγμα του 1975 πρέπει να επαινεθεί συνεπώς όχι μόνο γιατί συνετέλεσε ουσιωδώς στη θεσμική εμπέδωση μιας εκδοχής πλήρους δημοκρατίας αντιπροσωπευτικής βέβαια στην Ελλάδα αλλά γιατί συνακόλουθα συνετέλεσε στη δημιουργία μιας δημοκρατικής φιλελεύθερης παράδοσης που διαρκώς εμπλουτίζεται, προσαρμόζεται και εξελίσσεται.
Αυτή λοιπόν η παράδοση είναι ζώσα και ρωμαλέα, γεφυρώνει το παρόν με το παρελθόν και καθοδηγεί το μέλλον. Συνιστά ένα κεκτημένο που διαμορφώθηκε αργά αλλά σταθερά μέσα από πολιτική βούληση και διαρκή επαγρύπνηση. Πέρα λοιπόν από την οργανωτική και εγγυητική του διάσταση πρέπει να τονιστεί η αυξημένη νομιμοποίησή του και ο σεβασμός που απολαύει ακόμη και σήμερα το Σύνταγμα μεταξύ των πολιτών.
Διαπιστώνω ότι καθίσταται συνεχώς σε ταραχώδεις κυρίως περιόδους, που ποτέ δεν έλλειψαν και ούτε θα λείψουν, αλλά και σε περιόδους σταθερότητας, αντικείμενο επίκλησης διεκδικήσεων και πολλαπλών ερμηνειών που αποτέλεσμα έχουν τελικά να ενισχύουν το κύρος του και τον ρόλο του ως συμβόλου ενότητας. Η ανάγκη υπεράσπισής του παραμένει έτσι ενσταλαγμένη στο συλλογικό συνειδησιακό ανεξάρτητα από όποιες διαφωνίες ως προς το νόημα των επιμέρους διατάξεών του. Η πίστη στο Σύνταγμα και η αφοσίωση όλων στην τήρησή του είναι στοιχεία που το τωρινό Σύνταγμα έχει κερδίσει με την ύπαρξή του εδώ και πέντε δεκαετίες και δεν υπάρχει κάτι στο ορατό μέλλον που να μας επιτρέπει να αμφιβάλλουμε για τη διατήρησή τους.
Μιλώντας στη Βουλή κατά τη μέρα ψήφισης του Συντάγματος, την 7η Ιουνίου του 1975, ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμαλής επισήμανε πως το Σύνταγμα αυτό συνδυάζει επιτυχώς δύο αντίθετες παραμέτρους. Είπε συγκεκριμένα: Ἕνα ἀπὸ τὰ δυσκολότερα καὶ ἀρχαιότερα προβλήματα εἰς τὴν πολιτικὴν εἶναι ὁ ἰσόρροπος συνδυασμὸς μιᾶς σταθερᾶς και ἰσχυρᾶς Κυβερνήσεως ἀπαραιτήτου διὰ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν προκοπήν τῆς χώρας μὲ τὴν πραγματικὴν ἐλευθερίαν”. Να μην καταπιέζει, δηλαδή, μια ισχυρή κυβέρνηση τα δικαιώματα της μειοψηφίας.
Για να καταλήξει την ίδια ομιλία: “Τὸ Σύνταγμα τὸ ὁποῖον καλεῖσθε νὰ ψηφίσετε σήμερα εἶναι Σύνταγμα δημοκρατικό, φιλελεύθερο καὶ προοδευτικὸ καὶ δημιουργεῖ τὰ πλαίσια ἐντὸς τῶν ὁποίων μπορεῖ ὁ λαός μας νὰ ἀναπτύξει τὰς ἀρετάς του καὶ νὰ προοδεύσει ἐν ἀσφαλείᾳ καὶ ἐλευθερία. Εν ασφαλεία και ελευθερία. Δεν είναι αντίθετες αυτές οι λέξεις.
Γι’ αὐτὸ καὶ σᾶς καλῶ νὰ τὸ περιβάλετε μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σας”.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω το τελευταίο στοιχείου του προοιμίου του ΙΒ΄ Ψηφίσματος της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων περί ψήφισης και θέσης σε ισχύ του νέου Συντάγματος της χώρας, που διακηρύσσει ότι: “ὁ Ἑλληνικὸς Λαός, προσηλωμένος εἰς τὴν ἰδέαν τῆς Ἐλευθερίας κέκτηται τὸ ἱερὸν καὶ ἀναφαίρετον δικαίωμα ὅπως ὀργανώση τὸν πολιτικὸν αὐτοῦ βίον καὶ διασφαλίση τὴν ἀκώλυτον ἄσκησιν τῶν ἐλευθεριῶν του, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς Δημοκρατίας”.
Οι μεστές αυτές λέξεις συμπυκνώνουν τόσο την ουσία όσο και την αποστολή του Συντάγματος του 1975.
Λαϊκή κυριαρχία, ελευθερία, δημοκρατία. Είναι χρέος και ιερό καθήκον μας να εμβαθύνουμε τις τρεις αυτές αρχές οι οποίες ρίζωσαν χάρη στο ισχύον Σύνταγμα προτού τις μεταλαμπαδεύσουμε και εμείς στις επόμενες γενιές. Ο εορτασμός των 50 χρόνων από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος λειτουργεί τελικά ως επίμονη υπόμνηση αυτού του χρέους, αλλά εκφράζει και την ελπίδα αν όχι τη βεβαιότητα της απρόσκοπτης επιτέλεσής του τόσο από τις τωρινές όσο και από τις μέλλουσες γενιές.
Και πριν σας ευχαριστήσω για την προσοχή σας, επιτρέψτε μου να κηρύξω τη λήξη των εργασιών του επιτυχημένου διήμερου συνεδρίου “50 χρόνια από το Σύνταγμα του 1975”.
Σας ευχαριστώ».
12.6.2025