Δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Recep Tayyip Erdoğan μετά τη συνάντησή τους στην Άγκυρα

Η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη μετά την συνάντηση με τον Recep Tayyip Erdoğan

«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε της Τουρκικής Δημοκρατίας, αγαπητέ Tayyip, κυρίες και κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι, δεν μπορώ παρά να ξεκινήσω με τις ευχαριστίες μου για τη ζεστή φιλοξενία την οποία μας επιφυλάξατε σήμερα στην Άγκυρα.

Σε μία συνάντηση που -αξίζει να σημειωθεί- είναι η τέταρτη μέσα στους τελευταίους δέκα μήνες, κάτι το οποίο πιστεύω ότι αποδεικνύει πως οι δύο γείτονες μπορούμε πλέον να καθιερώσουμε αυτή την προσέγγιση της αμοιβαίας κατανόησης, όχι πλέον ως κάποια εξαίρεση, αλλά ως μία παραγωγική κανονικότητα που δεν αναιρείται από τις γνωστές διαφορές στις θέσεις μας. Κανονικότητα, η οποία θα έλεγα ότι διαμορφώνει και μία καλύτερη καθημερινή πραγματικότητα.

Κι αυτό νομίζω ότι είναι και το μήνυμα το οποίο εκπέμπουμε και σήμερα. Ένα μήνυμα, το οποίο το θεμελιώσαμε προ ολίγων μηνών στη Σύνοδο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας που έλαβε χώρα στην Αθήνα και με την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών στη συνέχεια, οικοδομήθηκε με πολύ μεγάλη συστηματικότητα, όπως είχαμε συμφωνήσει και υπό την ευθύνη των δύο Υπουργών Εξωτερικών, σε τρία επίπεδα: στον πολιτικό διάλογο, στη θετική ατζέντα και στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.

Πιστεύω ότι είναι μία θετική εξέλιξη σε μία εποχή δύσκολη για τη διεθνή ειρήνη, αλλά και για την ευρύτερη σταθερότητα στην περιοχή μας. Και είναι πολύ σημαντικό ότι, όπως είχαμε δρομολογήσει, αυτή η προσέγγιση έχει ήδη οδηγήσει σε χειροπιαστά αποτελέσματα, με αμοιβαίο όφελος.

Αναφερθήκατε στην πολύ μεγάλη σημασία την οποία αποδίδουμε και οι δύο στον τομέα της οικονομίας και είχαμε πράγματι συμφωνήσει να υπάρχει μία περαιτέρω σύσφιξη στους τομείς του εμπορίου και των επενδύσεων.

Θέλω να χαιρετίσω κι εγώ με τη σειρά μου σήμερα και την επίσημη ίδρυση του Ελληνοτουρκικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου που αποφασίστηκε στα πλαίσια της θετικής ατζέντας και να εκφράσω την ικανοποίησή μου διότι διεξήχθη ένα πολύ επιτυχημένο επιχειρηματικό φόρουμ στην Κωνσταντινούπολη, με συμμετοχή πολλών επιφανών Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών.

Νομίζω ότι είναι ένα από τα πολλά βήματα που θα ακολουθήσουν, έτσι ώστε να μπορέσουμε να φτάσουμε στον στόχο μας, που δεν είναι άλλος από το να διπλασιάσουμε τις διμερείς μας συναλλαγές σε βάθος πενταετίας, παρά τις αντιξοότητες του διεθνούς περιβάλλοντος, παρά τα εμπόδια στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες. Κινούμαστε αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Και παράλληλα, οι δύο λαοί μας, όπως είχα δεσμευτεί τον Δεκέμβριο, απολαμβάνουν τους καρπούς μιας σημαντικής πρωτοβουλίας: να μπορούν Τούρκοι επισκέπτες και οι οικογένειές τους να ταξιδεύουν σε δέκα ελληνικά νησιά. Και χάρη στη συνεννόηση που πέτυχε η Ελληνική Κυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η έκδοση βίζας, αυτή η διαδικασία διαρκεί πια μόνο λίγα λεπτά.

Είχα την ευκαιρία τις τελευταίες εβδομάδες να επισκεφτώ τη Λέσβο και τη Χίο. Διαπίστωσα ο ίδιος πόσο γρήγορη και πόσο απλή και σύντομη είναι αυτή η διαδικασία. Και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό, όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά είναι πολύ σημαντικό οι δύο λαοί μας να επικοινωνούν με άμεσο τρόπο και με λιγότερη γραφειοκρατία.

Αλλά θα έλεγα ότι και στον κρίσιμο τομέα του μεταναστευτικού, η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών μας και ειδικά μεταξύ της Αστυνομίας και του Λιμενικού αποδίδει απέναντι στις παράνομες ροές και απέναντι στους άθλιους διακινητές, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τον πόνο απελπισμένων ανθρώπων. Αυτή η συνεργασία πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί. Ένας συντονισμός τον οποίο τον θέλουμε τόσο στα χερσαία όσο και στα θαλάσσια σύνορά μας.

Ξέρουμε, εξάλλου, ότι και οι δύο έχουμε πιεστεί από μεταναστευτικά κύματα. Και η Τουρκία έχει πιεστεί πολύ. Γι’ αυτό και η Ελλάδα ανέκαθεν συμφώνησε και εξακολουθεί να συμφωνεί στη χρηματοδότηση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως συμφωνούμε και με ευρωπαϊκό σχέδιο ώστε να ανακουφιστεί με τη σειρά της μέσω οργανωμένων μετεγκαταστάσεων.

Ταυτόχρονα, οι μειονότητες στις χώρες μας που προσδιορίζονται από τη Συνθήκη της Λωζάνης, αποτελούν -και το πιστεύω βαθιά αυτό- μια γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο λαών μας.

Από τη μια πλευρά, η ελληνική μειονότητα, έστω και δραστικά μειωμένη πληθυσμιακά, εμπλουτίζει την κοινωνική και την πολιτιστική ζωή της Τουρκίας. Χρειάζεται όμως και τη στήριξη της τουρκικής πολιτείας για να συνεχίσει να το πράττει.

Ενώ στη Θράκη, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι συμπολίτες μας διαβιούν αρμονικά με την ευρωπαϊκή αλλά και την ελληνική έννομη τάξη να τους εγγυάται ένα καθεστώς ίσων ευκαιριών. Πρέπει να σας διαβεβαιώσω ότι σε αυτόν τον στόχο είμαι προσωπικά προσηλωμένος.

Όπως έχω ήδη τονίσει, ο χαρακτηρισμός τής μειονότητας ως θρησκευτικής προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη της Λωζάνης, ενώ το έμπρακτο ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας για την ευημερία της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη εκδηλώνεται με την αυτονόητη τήρηση των αρχών ισονομίας και ισοπολιτείας για τα μέλη της, όπως και για όλους τους Έλληνες πολίτες, αλλά -και θέλω να το τονίσω αυτό- και με τη λήψη ειδικών μέτρων που απολαμβάνουν οι μουσουλμάνοι της χώρας μας. Και θεωρούμε επιτυχία μας την ενεργό παρουσία της μειονότητας στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή και θα ήταν ευχής έργον αν την ίδια άνθιση γνώριζε και ο, δυστυχώς, διαρκώς συρρικνούμενος ελληνισμός στην Τουρκία.

Και βέβαια, στο πνεύμα της αρμονικής συνύπαρξης εντάσσεται και ο σεβασμός των διεθνών κανόνων προστασίας της θρησκευτικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδίως όταν μιλάμε για μνημεία τα οποία αποτελούν πανανθρώπινη περιουσία υπό την ομπρέλα της UNESCO. Είχαμε την ευκαιρία με ειλικρίνεια να συζητήσουμε με τον Πρόεδρο Erdoğan τη στεναχώρια μας, τη δυσαρέσκειά μας για το γεγονός ότι η Μονή της Χώρας άλλαξε χαρακτήρα και θα λειτουργήσει πια ως τέμενος.

Άκουσα αυτά τα οποία είπε ο κ. Πρόεδρος και πιστεύω ότι κατ’ ελάχιστον είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να διαφυλάξουμε την ξεχωριστή πολιτιστική αξία αυτού του μνημείου έτσι ώστε να μπορεί να είναι επισκέψιμο από όλους και να μπορούν όλοι να απολαμβάνουν αυτόν τον πολύ σημαντικό πολιτιστικό θησαυρό, που πιστεύω ότι αποτελεί και ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία της ίδιας της Κωνσταντινούπολης.

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, είχαμε την ευκαιρία με τον Πρόεδρο Erdoğan να συζητήσουμε και τις εξελίξεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για γεγονότα τα οποία είναι εξαιρετικά ανησυχητικά, φέρνουν μόνο οδύνη και πόνο και τα οποία πρέπει να σταματήσουν με έναν τρόπο μόνο: με την καταδίκη της δεσποτικής επιθετικότητας, αλλά και της ωμής τρομοκρατίας. Με την υπεράσπιση του Διεθνούς Δικαίου, της κυριαρχίας των κρατών, το απαραβίαστο των συνόρων, σε μία πορεία με διαρκή πυξίδα το σεβασμό της ανθρώπινης ζωής.

Με την Τουρκία δεν συμφωνούμε πάντα στα θέματα τα οποία αφορούν τη Μέση Ανατολή. Η θέση της Αθήνας είναι ότι το Ισραήλ είχε κάθε δικαίωμα να αμυνθεί σε μία αιματηρή και προκλητική εισβολή τρομοκρατών στο έδαφός του, σε μία επίθεση με θύματα αθώους, οι οποίοι δολοφονήθηκαν, απήχθησαν, βασανίστηκαν και μάλιστα από μία τρομοκρατική οργάνωση που δεν εκπροσωπεί τον παλαιστινιακό λαό.

Μέχρι εδώ δεν συμφωνούμε, όμως συμφωνούμε σε άλλα. Συμφωνούμε στο ότι πρέπει να σταματήσει η ασύμμετρη χρήση βίας και το αιματοκύλισμα στην περιοχή και να οδηγηθούμε σε μία ανακωχή διαρκείας. Συμφωνούμε ότι πρέπει να προστατευτούν οι άμαχοι της Γάζας και να απελευθερωθούν οι όμηροι. Συμφωνούμε ότι οι Παλαιστίνιοι πρέπει να αποκτήσουν πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια. Ναι, συμφωνούμε ότι αυτή τη στιγμή θα ήταν κολοσσιαίο λάθος να εκδηλωθεί μία χερσαία επίθεση στη Ράφα.

Όπως επίσης συμφωνούμε και στο γεγονός ότι η μόνη βιώσιμη προοπτική είναι η επιστροφή στην πολιτική διαδικασία και η λύση των δύο κρατών, θέση την οποία υποστηρίζουμε απόλυτα και ενεργά ως μέλη της διεθνούς κοινότητας και ως χώρες της περιοχής.

Και στο ίδιο πλαίσιο συζητήσαμε, προφανώς, και το κυπριακό ζήτημα, ένα ζήτημα το οποίο παραμένει υψίστης σημασίας για εμάς. Ένα ζήτημα στο οποίο προφανώς και διαφωνούμε, όμως το αντίδοτο σε οποιοδήποτε αδιέξοδο δεν μπορεί να είναι άλλο από το διάλογο. Γι΄ αυτό και χαίρομαι για τον ορισμό της κας Holguín ως προσωπικής εκπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και θεωρώ ότι πρέπει να της δοθεί χρόνος για την αναζήτηση μίας λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού, ξεκινώντας με την εποικοδομητική συζήτηση μεταξύ των δύο μερών.

Και αναφερόμενος μάλιστα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εγώ θα επαναλάβω από το βήμα αυτό ότι η Ελλάδα υποστήριξε και υποστηρίζει, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, την ενταξιακή διαδρομή της Τουρκίας, με την προϋπόθεση, βέβαια, της ενσωμάτωσής της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Απριλίου δίνουν μια θετική προοπτική στην επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Θέλω να ελπίζω ότι αυτά θα ερμηνευτούν σωστά και ότι μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν σωστά και από την δική σας την πλευρά.

Αγαπητέ κ. Πρόεδρε, αγαπητέ Tayyip, και σήμερα δείξαμε ότι δίπλα στις διαπιστωμένες διαφωνίες μας μπορούμε να γράφουμε μία παράλληλη σελίδα, με τις συμφωνίες μας. Απόδειξη ότι πέραν των όσων είπαμε για την οικονομία, για το μεταναστευτικό, για τις διευκολύνσεις στη χορήγηση θεωρήσεων, οι Υπουργοί μας υπέγραψαν μνημόνια συνεργασίας στους τομείς της υγείας και ειδικά στον τομέα της πολιτικής προστασίας, όπου αναγνωρίζουμε και οι δύο ότι οι χώρες μας αντιμετωπίζουν παρεμφερείς προκλήσεις από την κλιματική κρίση.

Κάνοντας δύο ακόμα βήματα που αφορούν τις καθημερινές ανάγκες των λαών μας στο παρόν, γιατί το σήμερα δεν πρέπει να μένει αιχμάλωτο του χθες και δεν πρέπει ούτε να ναρκοθετεί και το αύριο.

Και με το βλέμμα λοιπόν στα πολλά που μας ενώνουν, επιθυμούμε να πυκνώσουμε στο επόμενο διάστημα τις διμερείς μας επαφές, να συνεχίσουμε υπό τον συντονισμό των δύο Υπουργών Εξωτερικών αυτόν τον θετικό δρόμο τον οποίο έχουμε διαβεί τον τελευταίο χρόνο.

Και με αυτές τις σκέψεις θέλω και πάλι να σας ευχαριστήσω για την εξαιρετική φιλοξενία, προσβλέποντας να συναντηθούμε εκ νέου, πιθανόν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, σίγουρα στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη και βέβαια να ανταποδώσουμε και εγώ και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου την επίσκεψη την οποία κάνατε στην Αθήνα, με την επόμενη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, το οποίο, όπως έχουμε συμφωνήσει, θα λάβει χώρα στην Άγκυρα εντός αυτού του έτους.

Σας ευχαριστώ πολύ».

Δήλωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντόγαν

«Ας συμφωνήσουμε, κ. Πρόεδρε, ότι διαφωνούμε στο θέμα αυτό, αλλά ας συμφωνήσουμε ότι συμφωνούμε στην ανάγκη αυτή τη στιγμή να υπάρχει μια άμεση κατάπαυση του πυρός και πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ όλα να προστατευθούν οι άμαχοι Παλαιστίνιοι, που είναι και τα άδικα, τα μεγάλα θύματα αυτού του πολέμου».

«Παρά τις διαφωνίες μας διατηρούμε τους διαύλους επικοινωνίας ανοικτούς και επικεντρωνόμαστε στη θετική ατζέντα», δήλωσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντόγαν, στις από κοινού δηλώσεις που έκαναν οι δύο ηγέτες μετά τη συνάντησή τους στην ‘Αγκυρα.

«Πιστεύουμε ότι η ενίσχυση του πνεύματος συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας θα είναι επωφελής για ολόκληρη την περιοχή μας» δήλωσε στην αρχή της τοποθέτησής του ο Τούρκος πρόεδρος, χαρακτηρίζοντας πολύ παραγωγική, ειλικρινή και εποικοδομητική συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό.

«Μοιράστηκα την πεποίθησή μου ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας που να μην μπορεί να επιλυθεί. Πρόκειται για μια διαδικασία. Θα πρέπει να προχωρήσει σχολαστικά, προκειμένου να αποδώσει περισσότερα αποτελέσματα» υποστήριξε ο Ταγίπ Ερντογάν αναφερόμενος στην διάθεση που επιδεικνύουν οι δύο πλευρές για επίλυση των διαφορών τους.

«Στις συναντήσεις μας συζητήσαμε τα αλληλένδετα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είμαστε προσηλωμένοι στη βούλησή μας να επιλύσουμε τα προβλήματά μας στο πλαίσιο του ειλικρινούς διαλόγου, της καλής γειτονίας και του διεθνούς δικαίου».

Όπως είπε ο Τούρκος πρόεδρος, οι δύο χώρες εργάζονται με στόχο να αυξήσουν το διμερές εμπόριο, του οποίο ο όγκος πέρυσι ήταν 6 δισεκατομμύρια δολάρια, σε 10 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ανήγγειλε την υπογραφή συμφωνίας για την ίδρυση του Ελληνοτουρκικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου καθώς και δύο συμφωνιών για τη συνεργασία και την από κοινού αντιμετώπιση από τις δύο χώρες των φυσικών καταστροφών, αλλά και μία συμφωνία για συνεργασία στον τομέα της Υγείας.

Οι χώρες μας, οι οποίες βρίσκονται σε σεισμογενή ζώνη, ανταποκρίθηκαν στις επιταγές της καλής γειτονίας και ήταν οι πρώτες χώρες που ήρθαν η μία σε βοήθεια της άλλης, παρατήρησε ο Τούρκος πρόεδρος.

Η καταπολέμηση των τρομοκρατικών οργανώσεων βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας μας. Η συνεννόηση μας με την Ελλάδα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας γίνεται όλο και πιο ισχυρή.

Σημείο διαφωνίας μεταξύ των δύο ηγετών υπήρξε το θέμα της μετατροπής της Μονής της Χώρας σε τέμενος, με τον Τούρκο πρόεδρο να υποστηρίζει ότι η Τουρκία αποτελεί χώρα υπόδειγμα όσον αφορά στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο κ. Ερτντογάν συνέχισε λέγονατας: «Αποδώσαμε ξανά το τέμενος Καριγέ στη θρησκευτική λατρεία και στους επισκέπτες έπειτα των εργασιών σχολαστικής αποκατάστασης μετά την απόφαση που λάβαμε το 2020. Αποδίδουμε μεγάλη σημασία στην προστασία κάθε έργου που αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της UNESCO και στην απόδοση προς χρήση από το έθνος μας και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Το τέμενος Κάριγε είναι ανοικτό για όλους».

Αναφερόμενος στη μουσουλμανική μειονότητα ο Τούρκος πρόεδρος τη χαρακτήρισε «τουρκική», λέγοντας ότι τη βλέπει ως μία ανθρώπινη γέφυρα μεταξύ των δύο χωρών. «Αναμένουμε η θετική ατμόσφαιρα στις σχέσεις μας να συμβάλει στην ικανοποίηση των δικαιωμάτων των Τούρκων και ομογενών μας στην Ελλάδα» δήλωσε συγκεκριμένα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Όσον αφορά το Κυπριακό, επανέλαβε ότι είναι σημαντικό να υπάρξει δίκαιη και μόνιμη λύση «στη βάση των πραγματικοτήτων στο νησί». Ένα τέτοιο βήμα θα συμβάλει στη σταθερότητα και την ειρήνη σε ολόκληρη την περιοχή, συμπλήρωσε.

Ο Τούρκος πρόεδρος έθεσε και θέμα συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας σε θέματα τρομοκρατίας: «Συμφωνούμε ότι δεν υπάρχει θέση για τρομοκρατικές οργανώσεις στο μέλλον της περιοχής μας. Μοιράστηκα σήμερα τις προσδοκίες μας από τη γείτονα και σύμμαχο στο ΝΑΤΟ Ελλάδα».

Η στιγμή όμως που έκλεψε την παράσταση ήταν όταν στο τέλος των δηλώσεων του κ, Μητσοτάκη, ο Τούρκος πρόεδρος πήρε τον λόγο και εξέφρασε τη διαφωνία του για τον χαρακτηρισμό της Χαμάς τρομοκρατικής οργάνωσης.

«Δεν βλέπω τη Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση, αντιθέτως, βλέπω τη Χαμάς ως ανθρώπους που αγωνίζονται για να προστατεύσουν τα εδάφη τους και τον λαό τους. Η Χαμάς είναι μια αντιστασιακή οργάνωση, της οποίας τα εδάφη βρίσκονται υπό κατοχή από το 1947 και η οποία πήρε τα εδάφη της υπό προστασία μετά την κατοχή αυτών των εδαφών. Αν αποκαλούσαμε τη Χαμάς τρομοκρατική οργάνωση, θα ήταν μια σκληρή προσέγγιση. Παρακολουθώ τη Χαμάς βήμα προς βήμα. Περισσότερα από χίλια μέλη της Χαμάς βρίσκονται υπό θεραπεία στην Τουρκία. Μπορεί να έχετε μια λανθασμένη προσέγγιση εδώ. Δεν θα συμφωνήσω ποτέ, δεν μπορώ να συμφωνήσω» είπε.

Ωστόσο, ευχαρίστησε την Ελλάδα για τη θετική της ψήφο στο ψήφισμα του ΟΗΕ για την απόδοση στους Παλαιστινίους καθεστώς πλήρους μέλους, ενώ αποκρίθηκε θετικά στην τελική τοποθέτηση του Κυριακού Μητσοτάκη ότι: «Ας συμφωνήσουμε, κ. Πρόεδρε, ότι διαφωνούμε στο θέμα αυτό, αλλά ας συμφωνήσουμε ότι συμφωνούμε στην ανάγκη αυτή τη στιγμή να υπάρχει μια άμεση κατάπαυση του πυρός και πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ όλα να προστατευθούν οι άμαχοι Παλαιστίνιοι, που είναι και τα άδικα, τα μεγάλα θύματα αυτού του πολέμου».