Είδαμε την παράσταση “ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ” του Χένρικ Ίψεν στο θέατρο Radar σε σκηνοθεσία & απόδοση Αναστασίας Παπαστάθη

Παρακολουθήσαμε την παράσταση <Βρυκόλακες> του Χένρικ Ίψεν στο θέατρο Radar σε σκηνοθεσία & απόδοση Αναστασίας Παπαστάθη. Στο κλασσικό αυτό έργο απογυμνώνεται η κοινωνική ηθική του 19ου αιώνα, για να αποκαλύψει τα σιωπηλά εγκλήματα μίας συντηρητικής τάξης. Η δύναμη του Ίψεν βρίσκεται στην αδυσώπητη αλήθεια του. Δεν χαρίζεται σε κανέναν, οι διάλογοι κοφτοί και σκληροί ξεσκεπάζουν την ασφυκτική ηθική της εποχής του. Ο ίδιος ο τίτλος <Βρυκόλακες>δεν αναφέρεται σε υπερφυσικές οντότητες, αλλά σε άρρητους κανόνες και προκαταλήψεις που ρουφούν την ζωή των ανθρώπων. Παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά και προφητικά κείμενα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, αγγίζοντας με ανατριχιαστική ακρίβεια ζητήματα που εξακολουθούν να στοιχειώνουν τις σύγχρονες κοινωνίες: την καταπίεση, την σεξουαλικότητα, την ηθική, την κληρονομικότητα & τον φόβο απέναντι στην αλήθεια.

Στο επίκεντρο βρίσκεται η Κ. Άλβινγκ[ Α. Παπαστάθη] ,μία γυναίκα που παλεύει να διασώσει την ελευθερία του γιου της, Όσβαλντ [Νεκτάριος Φαρμάκης] και ταυτόχρονα να καταστρέψει τον μύθο ενός γάμου που χτίστηκε πάνω στα ψέματα. Η επιστροφή του γιου της φέρνει το βάρος μίας κληρονομικής ασθένειας, η οποία λειτουργεί ως καταλύτης, φέρνει στο φως < φαντάσματα> που όλοι οι χαρακτήρες επιμένουν να αρνούνται.

Η Α. Παπαστάθη αποδίδει τον ρόλο της με εντυπωσιακή εσωτερικότητα, καθώς παρατηρούμε μία γυναίκα που ταλαντεύεται ανάμεσα στη νοσταλγία, την ενοχή αλλά και την αγωνιώδη ανάγκη για αλήθεια. Τεράστια πειθώ σημειώνεται στο βλέμμα της, όπου αποτυπώνονται τα πληθώρα συναισθήματα που βιώνει. Ο Ν. Φαρμάκης κινείται με ακρίβεια ανάμεσα στην γλυκύτητα και την απόγνωση, κάνοντας το φινάλε του έργου σπαρακτικά αναπόφευκτο. Εξαιρετική σκηνή να ξεψυχά τρεμάμενος, ιδρωμένος στα χέρια της μητέρας του, σε πλήρες σκοτάδι με ένα μόνο ψυχρό φως να εστιάζει σε εκείνον και την μητέρα του.

Εξίσου ενδιαφέροντες είναι και οι συμπρωταγωνιστές με τους ιδιαίτερους  χαρακτήρες τους που πλαισιώνουν την παράσταση, από τον πάστορα Μάντερς [Θ.Σκούρτας] ,τον Ένγκστραντ [ Μ.Καλιότσος] έως την Ρεγγίνα [ Σ.Αγγελικοπούλου], διότι συμπληρώνουν την ψυχολογική παλέτα του έργου υπηρετώντας τη σκηνοθετική σύλληψη χωρίς εκζήτηση με καθαρότητα και μέτρο.

Επιπρόσθετα αξίζει να σημειωθεί η σκηνοθετική ιδέα σε σχέση με την αξιοποίηση του σκηνικού. Πρωτότυπη είναι η χρήση του κατακόρυφου χώρου, καθώς το πάνω μέρος της σκηνής, αρχικά εμφανίζεται ως μία μαύρη ουδέτερη επιφάνεια, η οποία ενεργοποιείται ξαφνικά, καθώς οι ηθοποιοί εμφανίζονται εκεί για να αποδώσουν σκηνές που εκτυλίσσονται σε άλλα δωμάτια του σπιτιού, πέρα από το κεντρικό σαλόνι. Επίσης, ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο σκηνικό, το οποίο αξιοποιεί με ευρηματικότητα τον περιορισμένο χώρο του θεάτρου. Η κεντρική εικόνα της σκηνής είναι μία μεγάλη μπαλκονόπορτα, αρχικά κλειστή που δεσπόζει στο βάθος. Κατά την διάρκεια του έργου ανοίγει και αποκαλύπτει στο κοινό ένα δάσος, μια εντυπωσιακή χάρτινη σύνθεση από δέντρα που δημιουργεί την ψευδαίσθηση εξωτερικού χώρου. Την εικόνα συμπληρώνει ο ήχος της βροχής, ο οποίος ενισχύει την αίσθηση της μελαγχολίας του έργου.

Αν κάτι τελικά μένει από αυτήν την παράσταση, είναι η αίσθηση πως τα <φαντάσματα >που κατασκευάζει η κοινωνία μας παραμένουν εξίσου επίμονα και σήμερα. Πόσο θάρρος χρειάζεται για να σπάσουμε τους κύκλους των σιωπών; Πόσο βαριές είναι οι κληρονομιές που δεν επιλέγουμε; Και τελικά πόσο κόστος έχει η ελευθερία;

Γράφει η θεατρολόγος Σοφία Σταθάτου.