Είμαι ένας σκύλος αλανιάρης, αδέσποτος και τσαμπουκάς.

Γράφει η Χριστίνα Φούσκα
Μπαρδόν ένα λεπτό να τελειώσω το κατούρημα στον τοίχο, μη μας φάνε και τζάμπα την περιοχή μας κι είμαι έτοιμος να σας τα γαυγίσω. Όμως προς αποφυγή οποιασδήποτε παρανοήσεως πρώτα να σας συστηθώ.
Είμαι ένας σκύλος αλανιάρης, αδέσποτος και τσαμπουκάς.
Η ράτσα μου είναι απ’ τις παλιές, αυτή των μπάσταρδων κι ελεύθερων ζωντανών. Δεν ανήκω πουθενά και δεν αναγνωρίζω κανέναν για αφεντικό. Κυκλοφορώ με ρεμάλια και ρέμπελους κι η φάτσα μου ξεχωρίζει από χιλιόμετρα μακριά. Οι άνθρωποι συνήθως με τρέμουν γιατί σαν αντικρίσουν την άγρια μουσούδα μου θυμούνται τα πρωτόγονα ένστικτά τους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο όμως βρίσκομαι εδώ. Για να τους τα θυμίσω. Συνήθως κάνω παρέα με κάτι αλητήριες σκυλούμπες γεμάτες ψύλλους. Τη μέρα αράζουμε στον ήλιο και μασουλάμε τις ζεστές αχτίνες του κι άλλοτε κοιτάμε θλιμμένα τη βροχή και αφήνουμε τις σταγόνες της να μας ξεπλύνουν απ’ τη βρώμα. Το βράδυ λυσσάμε απ’ την πείνα και ψάχνουμε τους κάδους για τα αποφάγια σας ή αναζητούμε λίγο απάγκιο δίπλα σε κάποια περαστική σκιά. Οι περισσότεροι μας φοβούνται. Βλέπουν σκυλοπαρέα και φεύγουν τρέχοντας. Άλλοι θέλουν να μας μαντρώσουν και να μας κάνουν σαν τα μούτρα τους. Στειρωμένους, πειθήνιους και σαλονάτους. Να βλέπουμε λουρί και να χοροπηδάμε απ’ την χαρά μας. Κατά βάθος σας αντιπαθώ κι όπου σας πετύχω σας γρυλίζω.
Η θέση μου στην αγέλη είναι αυτή του αρχηγού. Και μη νομίζετε πως δεν μου αξίζει. Την κέρδισα επάξια όταν φερμάρισα έναν μπόγια τη στιγμή που με είχε στριμώξει στη γωνία μαζί με ένα σγουρομάλλικο μπασταρδάκι. Γίναμε ομάδα και μαζί με άλλους δυο ξέμπαρκους κυνηγιάρικους στήσαμε το καραούλι μας μέσα στα βρώμικα στενά της πόλης. Μάλιστα ο ένας απ’ αυτούς πήγε να μου φάει τη θέση αλλά μετά από μια έντιμη μάχη μαζί του επιβλήθηκα, έχοντας για παράσημα δυο γερές δαγκωνιές στο δεξί μου πόδι. Ακόμα κουτσαίνω, αλλά εξακολουθώ και είμαι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός. Παρ’ όλα αυτά ο καθένας είναι ελεύθερος να πάει όπου θέλει. Ακόμα και να φύγει από την αγέλη. Εν αντιθέσει με τη δική σας που έτσι και πάει κάποιος να την κοπανίσει πέφτετε πάνω του να τον κατασπαράξετε. Τυχαία νομίζετε πως βγάλατε την φράση: “o δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα;..όχι βέβαια!”
Εγώ είμαι ο γνώστης του αδέσποτου δρόμου κι αυτό είναι το προτέρημά μου. Δεν είμαι ούτε διασώστης, ούτε σωτήρας. Πόσο μάλλον μια γλυκιά συντροφιά για τα ξινισμένα μούτρα σας. Μπορείτε βέβαια να με εκπαιδεύσετε για μια τέτοια συμφορά, αλλά μακριά από μένα το ποτήριον τούτο. Δεν γουστάρω να γίνω η λουλού που θα γλείφει τα θλιμμένα κέφια σας, ούτε ο μπούμπης που θα ξημεροβραδιάζεται στην πόρτα σας.
Και με το μπαρδόν δηλαδή αν σας γαυγίζω τόσο άγρια αλλά κι εγώ σαν ζωντανό που είμαι, έχω και το δικαίωμα της αλητείας σ’ αυτήν τη σκυλοζωή…
Ώπα!… βλέπω κάτι μαύρες φλωροσκυλούμπες από την πάνω συνοικία να κατηφορίζουν με άγριες διαθέσεις κατά δώθε, την έκανα παίδες, πάω για τσαμπουκά!