Ἐπικήδειος Λόγος τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατά τήν Ἐξόδιον Ἀκολουθίαν τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας Ἀναστασίου:
Μακαριώτατοι ἀδελφοί καί συλλειτουργοί,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Κορυτσᾶς κ. Ἰωάννη, Τοποτηρητά τοῦ χηρεύσαντος Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Ἀλβανίας,
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἐκπρόσωποι τῶν κατά τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν,
Σεβασμία Ἱεραρχία τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας,
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε τῆς Δημοκρατίας,
Εξοχοτάτη κυρία Πρόεδρε της Βουλής,
Ἐξοχώτατε κ. Πρωθυπουργέ καί λοιποί Ἐκλαμπρότατοι Ἄρχοντες τῆς Χώρας,
Ἐξοχώτατε κ. Πρωθυπουργέ τῆς Ἑλλάδος,
Τιμιώτατοι Ἐκπρόσωποι λοιπῶν Χριστιανικῶν Δογμάτων καί τῶν Θρησκειῶν,
Ἐξοχώτατοι Ἐκπρόσωποι τῶν ἐνταῦθα Διπλωματικῶν Ἀποστολῶν,
Ἐντιμολογιώτατε Ἄρχων Μ. Λογοθέτα κ. Θεόδωρε Ἀγγελόπουλε,
Εὐλαβέστατοι Κληρικοί παντός βαθμοῦ καί Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχαί,
Λαέ τοῦ Κυρίου πενθηφόρε!
Καθῆκον θλιβερόν μᾶς συνεκέντρωσε σήμερον εἰς τήν Ἀλβανικήν πρωτεύουσαν! Ὁ μέγας στύλος τῆς ἐν Ἀλβανίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔπεσεν! Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας Ἀναστάσιος ἐξεδήμησεν εἰς Κύριον! Καί ναί μέν τό ἄγαν προβεβηκός τῆς ἡλικίας καί ὁ ἀπό καιροῦ κλονισμός τῆς ὑγείας τοῦ σεπτοῦ Προκαθημένου μᾶς προητοίμαζον διά τό ἐπερχόμενον τέλος τῆς ἐπί γῆς αὐτοῦ πορείας. Οὐχ ἧττον, ἡ στέρησις τοιούτου πνευματικοῦ Πατρός καί ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου προκαλεῖ βαθεῖαν κατ᾽ ἄνθρωπον θλῖψιν! Ὁ Ἀναστάσιος ὑπῆρξεν ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, μετά τήν μεγάλην καί σκοτεινήν νύκτα τῆς στρατευομένης ἀθεΐας, μετά τόν μέγαν διωγμόν τῶν Χριστιανῶν ἀπό μέρους ἀντιθέου καθεστῶτος.
Ὅταν τό καθεστώς αὐτό κατέρρευσε καί ἐφάνη δυνατή ἡ ἀνασυγκρότησις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ποτνία Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνεζήτησε τόν προικισμένον ἄνδρα, ὁ ὁποῖος θά ἠδύνατο νά ἀναλάβῃ τήν διάσωσιν τοῦ κλυδωνιζομένου σκάφους. Τόν ἄνδρα ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θά συνεδύαζεν ἀρετήν, εὐφυΐαν, ἀποφασιστικότητα, ἀγωνιστικόν φρόνημα, ἐργατικότητα, διπλωματικήν εὐστροφίαν, διεθνῆ, εἰ δυνατόν, ἀναγνωρισιμότητα, πίστιν ἀκλόνητον εἰς τήν ἱεράν ἀποστολήν, ἀφοσίωσιν εἰς τά πατρῷα θέσμια καί ἀγάπην διά τόν πονεμένον λαόν τοῦ Θεοῦ. Καί τά ηὕρομεν πάντα ταῦτα εἰς τό πρόσωπον τοῦ Τιτουλαρίου τότε Μητροπολίτου Ἀνδρούσης, ἀνδρός, ὁ ὁποῖος εἶχε καί εἰς τήν Ἱεραποστολήν τῆς Ἀφρικῆς λαμπρύνει τήν μαρτυρίαν του, καί ἀκαδημαϊκήν ἐπιφάνειαν οὐ τήν τυχοῦσαν εἶχε, καί κατά τόν καλλίτερον τρόπον εἶχε συστήσει τόν ἑαυτόν του εἰς τήν Ἐκκλησίαν!
Λευκαδιοκεφαλλήν εἰς τήν καταγωγήν ὁ μακαριστός Ἀναστάσιος ἐγεννήθη ἐν Πειραιεῖ καί νεώτατος εἰργάσθη εἰς τήν ἐσωτερικήν ἱεραποστολήν, εἰς χιλιάδας νέων διδάξας τήν εὐσέβειαν! Δι᾽ αὐτόν τό ὅτι ὑπῆρχεν ἦτο ἕν θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Ἡ ἁγία μήτηρ του ἀπέκρουσε μετά βδελυγμίας τήν παρότρυνσιν τῶν ἰατρῶν νά ὑποστῇ ἄμβλωσιν, ὡς πάσχουσα ἐκ φυματιώσεως, ἐπειδή ὁ θάνατος ἦτο δῆθεν ἀναπόφευκτος τόσον δι᾽ αὐτήν, ὅσον καί διά τό κυοφορούμενον! Καί εὐτυχῶς! Διότι τό κυοφορούμενον ἦτο ὁ λαμπρός ἀνήρ, ὁ ὁποῖος σήμερον, μετά ἑνενήκοντα πέντε ὁλόκληρα ἔτη, κεῖται ἄπνους ἐνώπιον ἡμῶν, ἀφοῦ διέγραψε μίαν λαμπράν ἐκκλησιαστικήν πορείαν καί διακονίαν! Ἠγάπησε τά γράμματα καί διεκρίθη ὡς σπουδαῖος ἐρευνητής θρησκειολόγος, παρουσιάσας εἰς τό Ὀρθόδοξον κοινόν τό Ἰσλάμ, τόν Ἰουδαϊσμόν, τόν Βουδδισμόν καί τά Ἀφρικανικά θρησκεύματα. Οὕτω συνέβαλε μεγάλως εἰς μίαν καλλιτέραν κατανόησιν τῶν πιστῶν τῶν ἄλλων θρησκειῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν πλέον δίπλα μας, καί εἰς τήν οἰκοδομήν σχέσεων καλῆς συνυπάρξεως καί συνεννοήσεως.
Μεγάλη του ὄντως ἀγάπη ὑπῆρξεν ἡ ἐξωτερική ἱεραποστολή, εἰς τήν ὁποίαν ἀφιέρωσε τά ὡραιότερα χρόνια τῆς νεότητός του, ἔθεσεν ἰσχυρά θεμέλια, κατήρτισε σπουδαῖα στελέχη ὅλων τῶν βαθμῶν τῆς Ἱερωσύνης, ἀνέπτυξε τό ὄνομα καί τό πρόσωπον τοῦ πρεσβυγενοῦς Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας!
Ὡς Διευθυντής τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προέβη εἰς τήν ἔκδοσιν Πατερικῶν Κειμένων, συμβαλών εἰς τήν στροφήν ἐκ τῶν ὀθνείων πρός τό Ὀρθόδοξον πνεῦμα κειμένων πού ἐκυριάρχουν μέχρι καί τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽60, ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων καί τόν ὑγιῆ ἄρτον τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Ὀρθόδοξον Πατερικόν ἅλας εἶχε πάντοτε καί ἡ παρουσία του εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, ἐνῷ ὑπῆρξεν ἡ ψυχή τοῦ «Συνδέσμου», ἤτοι τῆς Παγκοσμίου Ὀργανώσεως Ὀρθοδόξων Νεανικῶν Κινήσεων, τοῦ ὁποίου ἦτο ἐκ τῶν ἱδρυτῶν.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, ἀπό τῆς ἀρχῆς τῆς ἀνακηρύξεως αὐτῆς εἰς Αὐτοκέφαλον, εἶχε ταραχώδη ἱστορίαν, διά λόγους κυρίως πολιτικούς. Ἀλλά ἡ πλήρης συμφορά ἦλθε διά τῆς ἀποφάσεως «καταργήσεως» τῆς θρησκείας ὑπό τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, ὅτε οἱ ἱερεῖς ἐδιώχθησαν, ἀπεσχηματίσθησαν, τούς ἀπηγορεύθη πᾶσα λειτουργική πρᾶξις καί ἡ Ἐκκλησία κατέστη Ἐκκλησία διωκομένων, Ἐκκλησία κατακομβῶν. Τό 1991 τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἐν τῇ ὀφειλετικῇ μερίμνῃ του ὑπέρ πασῶν τῶν ἐμπεριστάτων Ἐκκλησιῶν, τόν ἐκάλεσε καί τόν ἀπέστειλεν εἰς Ἀλβανίαν ὡς Πατριαρχικόν Ἔξαρχον, προκειμένου νά θέσῃ νέα θεμέλια καί νά φέρῃ τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως εἰς τόν πονεμένον Ὀρθόδοξον λαόν τῆς Χώρας. Μετά δέ ἀπό ἕν καί ἥμισυ ἔτος, καί ἀφοῦ ἔδωκεν ἄριστα δείγματα ἀναγεννητικοῦ ἔργου, τόν ἐξέλεξε καί τόν κατέστησεν Ἀρχιεπίσκοπον Τιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας, τήν 24ην Ἰουνίου 1992, εις τας αρχάς της ταπεινής ημών Πατριαρχίας.
Ἀσφαλῶς, ἡ ποιμαντορία του δέν ὑπῆρξεν ἀνέφελος! Ἐν μέσῳ συμπληγάδων ἐχώρει πάντοτε καί ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς ἐπορεύετο! Ἄλλωστε, εἶχε τό χάρισμα καί κατάλληλα πρόσωπα νά ἐπιλέγῃ ὡς ἀμέσους συνεργάτας του, καί ὁδούς νά διανοίγῃ ἐκεῖ ὅπου ἐφαίνετο ἀδιέξοδος, καί τούς ἀπαραιτήτους πόρους νά ἐξευρίσκῃ διά τήν ἐκ τῆς τέφρας ἀναγέννησιν τῆς Ἐκκλησίας. Ἱεροί Ναοί, Μοναί, Ἐκπαιδευτήρια, Ἱερατική καί Θεολογική Σχολή, νοσοκομεῖα καί ἄλλα κοινωφελῆ ἱδρύματα εἶναι ὀλίγα μόνον ἀπό τά πολλά ἐπιτεύγματά του. Φύσει γλυκύς, ἐπιεικής, ὑποχωρητικός ὅπου ἔπρεπεν, ἀλύγιστος καί ἀνυποχώρητος ὅπου τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας ἐπέβαλλε, διπλωμάτης σπανίας δεξιότητος, ἐγνώριζε νά λειαίνῃ ἀκάνθας, νά ἀποφεύγῃ τριβάς, νά θεραπεύῃ πληγάς, νά καταρτίζῃ ψυχάς, νά συγκροτῇ θεοφιλῶς τήν Ἐκκλησίαν.
Θά ἐνθυμούμεθα ὅ,τι ὡραῖον, ὅ,τι λαμπρόν, ὅ,τι θεοφιλές, ὅ,τι οἰκοδομητικόν τῆς Ἐκκλησίας ἔπραξε καί ἐπέτυχεν ὁ μακαριστός, καί δοξάζομεν τόν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἐχαρίσατο εἰς τήν σύγχρονον Ἐκκλησίαν Πρωθιεραρχικόν ἀνάστημα τοῦ ὕψους τοῦ Ἀναστασίου Γιαννουλάτου!
Ὁ Ἀναστάσιος ὡς προσωπικότης καί ὡς Πρωθιεράρχης, ἀσφαλῶς εἶναι ἀναντικατάστατος! Καί ἡ στέρησίς του συνιστᾷ σεισμόν εἰς τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν. Εἴμεθα, ὅμως, βέβαιοι ὅτι ἡ εὐχή του, μαζί μέ τάς πρεσβείας πάντων τῶν Ἁγίων τοῦ Ἰλλυρικοῦ, θά βοηθήσῃ εἰς τήν ἐκλογήν τοῦ πλέον ἀξίου καί καταλλήλου διά τόν θρόνον διαδόχου του. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, θά περιβάλλῃ καί τόν νέον Ἀρχιεπίσκοπον, ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός, μέ πολλήν ἀγάπην καί θά εἶναι πάντοτε παρά τό πλευρόν του, ἑτοίμη η Μήτηρ Ἐκκλησία νά συμπαρασταθῇ εἰς πᾶν ὅ,τι χρειασθῇ ἡ τοπική Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία!
Ἀδελφέ Ἀναστάσιε! Ἀπό κέντρου ψυχῆς καί καρδίας σέ ἀποχαιρετοῦμεν, εὐχόμενοι τήν μετά τῶν δικαίων καί Ἁγίων κατάπαυσίν σου!
Αἰωνία καί ἐν εὐλογίαις ἡ μνήμη σου!
Επικήδειος λόγος του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη:
«Τολμούμε να ελπίζουμε». Στις τρεις αυτές λέξεις του συνοψίζεται, νομίζω, η ζωή και η δράση του ιεράρχη που αποχαιρετούμε σήμερα. Γιατί ακριβώς η τόλμη και η ελπίδα ήταν οι δύο πυξίδες που πάντα οδηγούσαν τον Αναστάσιο σε αυτή τη θαυμαστή διαδρομή του.
Μια διαδρομή σταθερά δίπλα στον άνθρωπο και στα δικαιώματά του, πότε ως ταπεινός ιεραπόστολος στην Αφρική των πεινασμένων παιδιών, πότε ως αθόρυβος συμπαραστάτης των φοιτητών στην Ελλάδα της δικτατορίας, και βέβαια, ως μέγας αναστηλωτής και επίμονος πρωτεργάτης της Ορθοδοξίας στην Αλβανία.
Σε αυτό το μεγαλείο μιας ξεχωριστής προσωπικότητας υποκλινόμαστε, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας ήταν ταυτόχρονα ένας διανοούμενος της πίστης, αλλά και ένας απλός υπηρέτης του πλησίον του. Με άλλα λόγια, ένα φωτεινό παράδειγμα σοφίας, αλλά και δράσης.
Η εκδημία του δημιουργεί ένα δυσαναπλήρωτο κενό, όχι μόνο στον τόπο του και στην ομογένειά μας, όχι μόνο σε όλα τα μέρη όπου χτυπά η καρδιά του Ελληνισμού, για τον οποίον υπήρξε επί δεκαετίες ένας αληθινός φάρος. Φάρος αγάπης και προσφοράς, ευγένειας και απλότητας, πειθούς και αποτελεσματικότητας. Φάρος της Ορθοδοξίας και της ορθόδοξης χριστιανικής βιωτής πίστης.
Οι περισσότεροι εδώ γνωρίζουν, βέβαια, καλά τι πέτυχε ο Αναστάσιος, από την πρώτη ώρα που έφτασε στην Αλβανία, το μακρινό 1991, σε μια ερημωμένη χώρα, ύστερα από το πέρασμα ενός αυταρχικού καθεστώτος, με τους χριστιανούς κυνηγημένους και τους ομογενείς μας στο περιθώριο.
Κι όμως, αντλώντας δύναμη από τη βαθιά πίστη του, θεμελίωσε την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ίδρυσε 400 και πλέον ενορίες, έχτισε και ανοικοδόμησε εκατοντάδες ναούς, χειροτονώντας 145 νέους κληρικούς, ενώ παράλληλα ίδρυσε δεκάδες εκπαιδευτικά, υγειονομικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ένα μικρό, ίσως ένα μεγάλο θαύμα μέσα στα ερείπια.
«Μαζεύουμε τις πέτρες που μας πετούν όσοι πολεμούν το έργο μας», συνήθιζε να λέει, πάντα με το χαμόγελο στο πρόσωπό του, «και με αυτές χτίζουμε εκκλησίες και σχολεία». Το έλεγε και το εννοούσε.
Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα τον θρηνούν Έλληνες και Αλβανοί, αλλά παντού όπου υπάρχει άνθρωπος, ανεξάρτητα από θρησκεία, ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή. Πάντα ο Αρχιεπίσκοπος υπήρξε πράγματι μια γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς μας και ένας κρίκος επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο κράτη μας.
Θα μπορούσε, λοιπόν, δίκαια να αποκληθεί και «ο διπλωμάτης της αγάπης», σε μία αποστολή, μάλιστα, την οποία ο ίδιος υπηρέτησε με μέτρο και επίγνωση, όμως ταυτόχρονα και με έναν ανυποχώρητο δυναμισμό.
Είμαι από τους τυχερούς που γνώρισα και συνεργάστηκα στενά επί χρόνια με τον ιεράρχη μας και δεν θα κρύψω πως θεωρώ αυτή την εμπειρία όχι μόνο κατάθεση πολιτική αλλά και έναν πλούτο προσωπικό, καθώς ήταν «άγιος και σοφός», όπως τον είχε αποκαλέσει ο πατέρας μου.
Ένα πρόσωπο που σε κατακτούσε με τις γνώσεις του και ένας χαρακτήρας που χωρίς να το ομολογεί, χωρίς καν να προσπαθεί ιδιαίτερα, σε καλούσε με το ύφος του να γίνεις καλύτερος.
Εκεί, άλλωστε, συναντιόντουσαν και οι ρόλοι μας. Στη δυνατότητα, δηλαδή, να κατανοεί κανείς τα προβλήματα των πολλών, ιδίως των πιο αδύναμων, και παρά τις δυσκολίες να μάχεται για να βρουν τη λύση τους.
Για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες και τους Ορθόδοξους στην Αλβανία και απανταχού της Γης, ο Αναστάσιος υπήρξε πηγή υπερηφάνειας, υπήρξε ακούραστος και ταπεινός υπηρέτης, προσφέροντας ελπίδα και πνευματική καθοδήγηση στο ελληνορθόδοξο ποίμνιο απανταχού της Γης.
Μέσα από τη θεολογική του σοφία αλλά και την ταπεινοφροσύνη του απέδειξε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να είναι μια ζωντανή κοινότητα αγάπης και κοινωνικής μέριμνας που ενώνει τους λαούς. Γι’ αυτό και όλοι μας τώρα νιώθουμε μία βαθιά θλίψη δίπλα στο δέος αλλά και τη βαριά κληρονομιά που αφήνει.
Διότι ως ποιμένας έχτισε εκκλησίες, ενώ ως ταγός οικοδόμησε γέφυρες συνεργασίας μεταξύ λαών και θρησκειών. Έδειξε έτσι πως μπορεί να είσαι ταυτόχρονα και αυθεντικά Έλληνας, αλλά και αληθινά οικουμενικός.
Είθε το παράδειγμά του να συνεχίσει να μας εμπνέει και το έργο του να βρει ισάξιους συνεχιστές.
Τον αποχαιρετώ με το δικό του κάλεσμα με το οποίο και ξεκίνησα: «Τολμάμε να ελπίζουμε».
30.1.2025