Καλοκαιρινός καιρός κι εγώ ,στο χωριό για λίγες μέρες ,σταλμένη από τους γονείς ,στης μαμάς μου τη μάνα και την αδελφή της , τη θεία Παναγιώτα , που ζούσαν μαζί.
Πρωί κι αφού τάισαν τα ζώα, η θεία με τη γιαγιά μαζί ,έριξαν και στις κότες καλαμπόκι,μάζεψαν και τ΄αβγά και η γιαγιά ξεκίνησε να φτιάχνει φύλλα για πίτα ,που θα τάψηνε στη μασίνα ,την οποία και Καλοκαίρι την άναβε για να ψήνει, εγώ ακολούθησα τη θεία ,που γέμισε έναν κουβά νερό, πήρε τη χορταρένια σκούπα ,που η γιαγιά την είχε φτιάξει ,από λεπτά ξερά τσαλιά δεμένα με σχοινί πάνω πάνω , κανα δυό πανιά ,κομμένα από παλιά άχρηστα σεντόνια , ένα γυάλινο μπουκάλι , γεμάτο οινόπνευμα και εφημερίδες..
Με όλα αυτά σε δυό φορές, αγκαλιά , ανεβήκαμε στο σπίτι ,το επάνω ,που ήταν οι κάμαρες.
΄Ανοιξε παράθυρα,σήκωσε και ξετίναξε κιλίμια,που και καλοκαίρι σκέπαζαν τα ξύλινα πατώματα, ξεσκόνισε με τα πανιά τα λίγα έπιπλα, των δυό υπνοδωματίων και της καλής, της κάμαρας ,που είχε σιδερένιο ντιβάνι με ντιβανοσκέπασμα και μαξιλάρια τοίχου, ίδια ραμμένα.
Σκούπισε με τη χορτόσκουπα και ό,τι μάζεψε το πήρε το φτυαράκι ,καθάρισε τα τζάμια με εφημερίδες και οινόπνευμα , και μετά στα γόνατα, σφουγγάρισμα ,με νερό και σαπούνι.
Εγώ ,σε μια γωνιά κάθε δωματίου καθόμουν ,ή πάνω σε κρεββάτι με τα μικρά μου πόδια να κρέμονται και να μην έχει φόβο το υγρό πάτωμα ,να λερώσει από τις σαγιονάρες μου.
Περίμενα ,πότε η θεία , θάλεγε « άντε τώρα , κατέβα και έλα έξω»
Όταν τελείωσε και από τη καλή τη κάμαρα ,που ήταν η πρώτη ,μπαίνοντας στο σπίτι, τράβηξε τη κουρτίνα ,πάλι , έβγαλε όλα όσα χρησιμοποίησε να καθαρίσει, στο μπαλκόνι ,που είχε σκάλα και κατέβαινες στην μια αυλή και στο κάτω μέρος , όπου ήταν η κουζίνα.
Όλα καθαρά και νοικοκυρεμένα και από τη ζεστούλα ,που είχε, είχαν στεγνώσει και τα σφουγγαρισμένα ,μια χαρά και έμενε να στρωθούν και τα κιλίμια ,που αερίζονταν στο σχοινί, έξω…
Πριν πάρουμε το κατέβασμα της σκάλας, να, η γιαγιά ανέβηκε…..
Πίσω κι εμείς πάλι..
Η γιαγιά μπροστά , η θεία από πίσω της και ουρά εγώ ,μες στη περιέργεια….
« α,,, και τι καλά γίνκαν(έγιναν) ούλα,,» είπε η γιαγιά… « άμα , κάτι δεν έγινε…» ……θα το κάνω μαθές , τώρα εγώ….»
Και σκύβω να δω , τι θα κάνει , δίπλα στην αλαλιά της θείας μου…
΄Επιασε κι έγειρε τα παντζούρια σε κάθε ένα ,από τα τρία δωμάτια ……χωρίς να τα σφαλίσει… Το μάνταλο δεν ήταν σφικτό….
« Ετσ΄είντα , καλύτερα….. ,Θέλ΄κομματάκι ίσκιο να φανεί το νοικοκυριό «ακόνι»…..
Οσο και να παστρέψεις ,ό ήλιος δε θα το δείξει… Τα φαντάζει πολύ …και θα πέσει κι εκεί ,που ίσως ναναι και κουσουρλίδικο το μέρος…
Γείρε τα παντζούρια ,νάχει ησυχία ο τόπος και να τον δείς , νάρθ΄το μέσα σ΄ να πει , « όλα καλά τάκανα»……………………..
Η θεία τσιμουδιά κι εγώ το ίδιο και στο μυαλό σκέψεις πολλές και απορίες .
Απο το προς έκδοση βιβλίο διηγημάτων μου, με τίτλο
“Διαγωγή κοσμιωτάτη”
4.8.2024