Η κλιματική αλλαγή, όπως και κάθε άλλο θέμα επικαιρότητας, προσελκύει το ενδιαφέρον του κοινού, με αποτέλεσμα να υπάρχει πληθώρα απόψεων, θέσεων, μελετών, πολιτικών ή στρατηγικών. Εύλογα ο μη ειδικός δικαιούται να είναι προβληματισμένος για το ποια είναι η πραγματική διάσταση του ζητήματος και ποιες οι εφικτές και αποτελεσματικές λύσεις. Είναι όμως σημαντικό πριν από οποιαδήποτε συζήτηση για δράσεις που θα περιορίσουν την κλιματική αλλαγή, να συμφωνήσουμε στον τρόπο με τον οποίον θα μετράμε αντικειμενικά τόσο το πρόβλημα όσο και τις προτεινόμενες λύσεις.
Καταρχήν θα πρέπει να γίνει σαφές ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό, σοβαρότατο και άμεσο. Το ερώτημα δεν είναι αν, αλλά πότε και πόσο. Με δεδομένο το παραπάνω, η αντιμετώπιση δεν μπορεί να επικεντρωθεί σε εθελοντικές πρωτοβουλίες και πιστοποιήσεις «καλής διαγωγής». Απαιτούνται σαφείς και συγκεκριμένες πολιτικές με άμεση εφαρμογή και μετρήσιμους στόχους.
Πριν όμως προχωρήσουμε στην συζήτηση των λύσεων, είναι σημαντικό να συμφωνήσουμε την κοινή γλώσσα επικοινωνίας.
Κατ αρχήν, τα μεγέθη με τα οποία αποτυπώνουμε την πραγματικότητα και αποτιμάμε τις διορθωτικές μας κινήσεις πρέπει να είναι ποσοτικά και όχι ποιοτικά και να μετρώνται με αντικειμενικό τρόπο . Η αποτύπωση της κατάστασης δεν μπορεί να γίνεται με δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης. Για παράδειγμα, αν ρωτήσουμε μια οποιαδήποτε ομάδα ατόμων για το κατά πόσον η εξορυκτική δραστηριότητα έχει σοβαρή επίπτωση στο περιβάλλον, είναι βέβαιο ότι η πλειοψηφία θα απαντήσει πως έχει. Στην Ελλάδα, σε ετήσια βάση, καταναλώνουμε περίπου 40 εκατομμύρια τόνους αδρανών υλικών οι οποίοι δημιουργούν ένα περιβαλλοντικό αποτύπωμα 320.000 τόνων αερίων του θερμοκηπίου. Ως απόλυτο νούμερο, η ποσότητα αυτή συγκλονίζει και δικαίως δημιουργεί αυτή την εντύπωση στην ευρύτερη κοινωνία . Η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά διαφορετική. Οι 320.000 τόνοι αερίων του θερμοκηπίου είναι μόνο το 2% συνόλου των αερίων του θερμοκηπίου που εκπέμπονται στη χώρα μας σε ετήσια βάση. Προφανώς κανένα ποσοστό δεν είναι ασήμαντο . Γίνεται όμως αντιληπτό ότι ακόμα κι αν μηδενίσουμε την εξορυκτική δραστηριότητα αδρανών, η μείωση της ρύπανσης θα είναι πρακτικά ασήμαντη και θα εξανεμισθεί σύντομα από την αύξηση της κατανάλωσης κάποιων άλλων αγαθών.
Δεύτερον, όταν αναφερόμαστε σε εκπομπές ρύπων, πρέπει να μετράμε το πλήρες αποτύπωμα ενός προϊόντος, από την παραγωγή των πρώτων υλών του μέχρι και το τέλος της χρήσιμης ζωής του. Οτιδήποτε άλλο είναι επικίνδυνα παραπλανητικό. Για παράδειγμα, σήμερα στις τεχνικές προδιαγραφές ενός αυτοκινήτου αναγράφονται υποχρεωτικά οι εκπομπές ρύπων ανά χιλιόμετρο. Οποιοδήποτε ηλεκτρικό αυτοκίνητο, αναγράφει ότι εκπέμπει μηδενικούς ρύπους. Το λογικό λοιπόν συμπέρασμα για τον ενδιαφερόμενο αγοραστή, είναι ότι όταν επιλέξει το ηλεκτρικό αυτό αυτοκίνητο, αντί για ένα αντίστοιχο με κινητήρα εσωτερικής καύσης, μηδενίζει τους εκπεμπόμενους ρύπους από την συγκεκριμένη δραστηριότητα του. Αν όμως προσθέσουμε τις συνολικές εκπομπές ρύπων για την παραγωγή και τα αναλώσιμα των δύο τύπων οχημάτων και λάβουμε υπόψη μας ότι σήμερα και για το ορατό μέλλον ένα σημαντικό ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας θα παράγεται εκπέμποντας αερίους ρύπους, τότε η συνολική μείωση που πετυχαίνει το ηλεκτρικό αυτοκίνητο είναι πάρα πολύ μικρότερη και σε ορισμένες περιπτώσεις έως και μηδενική.
Τρίτον, όταν αναφερόμαστε σε περιβαλλοντικό αποτύπωμα, θα πρέπει να το συγκρίνουμε με την βέλτιστη εφικτή λύση. Επανερχόμενοι στο παράδειγμα των αδρανών που προαναφέραμε, το ερώτημα είναι ποιες εφικτές εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν. Προφανώς η μη κατανάλωση ενός προϊόντος έχει μικρότερο αποτύπωμα από την κατανάλωση του, με όποιον τρόπο και αν παραχθεί. Αν όμως αυτό δεν είναι δυνατόν ή αποδεκτό, τότε η οποιαδήποτε εφικτή εναλλακτική αυξάνει το περιβαλλοντικό αποτύπωμα αντί να το μειώνει. Εάν για παράδειγμα αποφασίσουμε να κλείσουμε τα λατομεία και προμηθευτούμε αδρανή από μια τρίτη χώρα θα προσθέσουμε πάνω από 600.000 τόνους ρύπων στην ατμόσφαιρα μόνο για την πρόσθετη μεταφορά τους, ενώ είναι πολύ πιθανόν ότι και η εξόρυξη στην άλλη αυτή η χώρα θα γίνει με δυσμενέστερους όρους για το περιβάλλον.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κάποιες συνήθεις παρανοήσεις που γίνονται όταν προσπαθούμε να επιλέξουμε στρατηγικές για το θέμα της περιβαλλοντικής κρίσης, είναι πιθανόν όχι μόνο να μην οδηγούν σε λύσεις αλλά και να επιτείνουν το ίδιο το πρόβλημα.