Γράφει η συγγραφέας Χριστίνα Φούσκα
Κάτσε να σου πω μια ιστορία, μου’ πε μια μέρα ο πατέρας μου
…”ανεβαίναμε τα βουνά. Πόλεμος. Δεν ξέραμε αν θα ζήσουμε αύριο,το επόμενο λεπτό… Είχα λοιπόν έναν συμπολεμιστή… τι συμπολεμιστή… σύντροφος, αδερφός μου. Μας βομβαρδίζανε κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Σώπα τού’ λεγα, θα μας πάρουνε χαμπάρι οι ρουφιάνοι και τότε καήκαμε… φώναζε μες τη νύχτα τη μάνα του… είκοσι χρονών ήμασταν… μια μέρα τον πέτυχε μια οβίδα και του σακάτεψε το πόδι. Τον κουβάλησα στον ώμο, δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα. Έζησε αλλά χωρίς πόδι. Να εδώ… σ’ αυτήν τη φωτογραφία… όλους τους θυμάμαι… ο Πέτρος, ο Γιάννης, ο Κωστής,… να κι ο Θανάσης… αυτός που σου λέω… εγώ εδώ στην άκρη ξεψειρίζομαι… Περάσανε χρόνια, είχε τελειώσει ο πόλεμος, το ’52 ήτανε νομίζω… μόλις είχαν σκοτώσει τον Μπελογιάννη… έπινα καφέ απέναντι απ΄του Μπακάκου, στην Ομόνοια. Βλέπω έναν να έρχεται καταπάνω μου τρέχοντας με πατερίτσα και μισό πόδι. Μ’ αγκαλιάζει σαν γκόμενα κι αρχίζει να με φιλάει και να κλαίει. Γιώργη μου, αδερφέ μου… ο Θανάσης είμαι δεν με θυμάσαι; … ε… με πήραν και μένα τα ζουμιά… καθίσαμε, φάγαμε , ήπιαμε, κάθε τόσο σηκωνόταν και φώναζε “αυτός εδώ βρε με κουβάλησε στην πλάτη του”… τον τραβούσα να κάτσει κάτω, ξανά αυτός… ήπιαμε ίσαμε δέκα ρετσίνες και την ώρα που χωριζόμασταν κι ανταλλάσσαμε διευθύνσεις για να ξανανταμωθούμε, τι μου λέει…”Γιώργη εκείνος ο πόλεμος ήταν ένα λάθος”… τι λες βρε του λέω… τι λάθος;…”δεν τον κερδίσαμε αυτόν τον πόλεμο Γιώργη, τον χάσαμε… έπρεπε να μείνουμε στο βουνό”… σώπα παναθεμά σε του ‘λεγα κι έχουν κι οι τοίχοι αυτιά…, τότε το κομμουνιστικό κόμμα ήταν παράνομο,…”ναι σου λέω”, συνέχισε αυτός και βγάζει και μου δείχνει μια φωτογραφία με μια όμορφη κοπέλα. “Την έχασα στο βουνό Γιώργη, μου την σκοτώσανε τα σκυλιά… δεν είπαμε το όχι αδερφέ μου, τους παραδώσαμε τα όπλα… τους δώσαμε τα πόδια μας, τη ζωή μας, τα κορίτσια μας, όλα τους τα δώσαμε και τώρα ξέρεις που πάμε;… στο διάβολο πάμε… καταπάνω του τρέχουμε…αλλά δεν φαίνεται τώρα… θα το δεις… εδώ είναι ακόμα τα φασιστάκια… τα έξω και τα μέσα… εδώ είναι και περιμένουν… χωρίς όπλα αυτή τη φορά… λογάδες… ξεφτίλες… πολιτικάντηδες. γαμώ τον πόλεμό τους…” Τον αγκάλιασα κι η ψυχή μου το ξέρει πως ανεβήκαμε τη Σταδίου… όπως τότε το βράδυ του βομβαρδισμού… Είχε νυχτώσει, τον έβαλα σ’ ένα ταξί και χάθηκε. Δεν ξανανταμωθήκαμε ποτέ. Ξέρεις τι θυμάμαι μόνο; Τον ήχο απ’ την πατερίτσα του. Που σε κάθε κτύπημά της έλεγε κι ένα όχι.. όχι… όχι. Τίποτε άλλο.