Η ποιητική συλλογή του Ηλία Στόφυλα, «Της άκληρης πραγματικότητας η ψυχοκόρη», είναι πραγματικά συγκλονιστική τόσο ως προς το φιλοσοφικό της υπόβαθρο όσο και ως προς τη βαθιά ψυχολογική και υπαρξιακή της ματιά. Ο συγγραφέας, μέσα από έναν συνδυασμό στοχαστικής ποίησης και αυτοβιογραφικής εξομολόγησης, κατασκευάζει έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος αγωνίζεται να ανακτήσει την ακεραιότητα της ύπαρξής του.
Αυτή η ποιητική συλλογή, δεν είναι ένα απλό λογοτεχνικό έργο. Είναι μια βαθιά κραυγή από τα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής, ένας ύμνος στην αξιοπρέπεια μέσα στα συντρίμμια, μια ριζοσπαστική πράξη αντίστασης στην παρακμή. Ο Στόφυλας δεν γράφει για να καταγράψει την εποχή του· γράφει για να την ταράξει. Δεν καταφεύγει στη λέξη για να τη στολίσει, αλλά για να της επιστρέψει την ηθική της ουσία. Κάθε στίχος είναι μια πληγή που αρνείται να κλείσει, κάθε εικόνα μια ανάμνηση που φωνάζει από τα βάθη της συνείδησης, κάθε σιωπή του μια άρνηση στον εκχυδαϊσμό του ανθρώπου.
Από τον τίτλο κιόλας – «Της άκληρης πραγματικότητας η ψυχοκόρη» – ξεδιπλώνεται ένα τοπίο μεταφυσικής ερήμωσης. Η πραγματικότητα δεν γεννά. Είναι στείρα, αποξενωμένη, μια μητέρα που αρνήθηκε το γέννημα και παρέδωσε το παιδί της στην ορφάνια του κόσμου. Κι όμως, αυτή η «ψυχοκόρη», αυτή η απόκληρη της ύπαρξης, κρατά μέσα της το πιο πολύτιμο – την ψυχή. Όχι ως μελόδραμα, αλλά ως ηθική δύναμη, ως σθένος, ως άρνηση να σιωπήσει μπροστά στο κενό.
Ο Στόφυλας αντλεί από την υπαρξιακή παράδοση – από τον Χάιντεγκερ, τον Κίρκεγκορ, τον Καμύ – αλλά δεν τους μιμείται. Τους μεταβολίζει. Το «είναι» του ανθρώπου στον κόσμο δεν είναι θεωρία· είναι καθημερινό μαρτύριο. Ο χρόνος δεν προσφέρει τη σωτηρία της εξέλιξης. Αντίθετα, γίνεται βάρος, επανάληψη, μαρτυρία της ασυνέχειας. Η μνήμη δεν παρηγορεί· αιμορραγεί. Η σιωπή του κόσμου δεν είναι ουδέτερη· είναι συνενοχή. Και η ποίηση, γι’ αυτόν τον ποιητή, δεν είναι παιχνίδι αισθητικής· είναι μάχη επιβίωσης.
Η συλλογή αυτή δεν χαρίζεται στον αναγνώστη. Απαιτεί να γονατίσεις μπροστά στην αλήθεια της. Να σταθείς ευάλωτος. Να θυμηθείς όσα δεν θέλεις να θυμάσαι. Να ομολογήσεις τη δική σου συγκάλυψη. Ο Στόφυλας δεν ψιθυρίζει. Δεν εξωραΐζει. Δεν φοβάται. Στέκεται με το βλέμμα στραμμένο στον χαμό και μέσα από εκεί, σαν άλλη Αντιγόνη της εποχής μας, διακηρύσσει: «Ακόμη κι αν όλοι ξεχάσουν, εγώ θα θυμάμαι. Ακόμη κι αν όλοι σωπάσουν, εγώ θα μιλώ». Και αυτή η πράξη, σε έναν κόσμο που εκπαιδεύεται στη λήθη, είναι επαναστατική.
Κεντρικός άξονας της συλλογής είναι η μνήμη — όχι ως νοσταλγία, αλλά ως βάσανο. Στο ποίημα «Ληθή-α λίθος», ο τίτλος λειτουργεί ως λεκτικό τέχνασμα, αλλά και υπαρξιακή αποκάλυψη. Η λήθη δεν σώζει, ο λίθος δεν στηρίζει: η μνήμη είναι πέτρα, βάρος, μια άρνηση να ξεχάσεις αυτά που σε συγκρότησαν αλλά σε πληγώνουν. Η ψυχή γίνεται πεδίο μάχης ανάμεσα στην επιθυμία της λήθης και την ανάγκη της μνήμης. Ο χρόνος είναι τραύμα, όχι θεραπεία. Ο ποιητής αρνείται την παρηγοριά. Θέλει να θυμάται — και αυτή είναι η γενναιότητά του.
Η σύνδεση με τη φροϋδική θεώρηση του ασυνείδητου είναι εμφανής: ό,τι απωθείται, επιστρέφει. Ο ποιητής δεν επιλέγει τι να θυμηθεί· η μνήμη τον διαλέγει. Οι εικόνες του είναι σπαρακτικές – σαν εφιάλτες που επιμένουν: ξεσκισμένες κουρελούδες, διαλυμένα σώματα, παγωμένα βλέμματα, απολιθωμένος χρόνος. Εδώ, η γραφή είναι πράξη κάθαρσης χωρίς εξιλέωση. Η ποίηση δεν συγχωρεί – αναγνωρίζει.
Στο ποίημα «Άρση βαρών», εμφανίζεται ένας σιωπηλός ηρωισμός: ο άνθρωπος σηκώνει το βάρος των χρόνων που δεν έζησε. Κάθε σπασμένο σώμα, κάθε γερμένο βλέμμα, γίνεται άσκηση ανάτασης. Δεν υπάρχει λύτρωση. Υπάρχει μόνο αξιοπρέπεια μέσα στα συντρίμμια. Αυτός ο άνθρωπος, που λυγίζει αλλά δεν σπάει, είναι το ανομολόγητο πρότυπο του ποιητή: η ήσυχη αντοχή του καθημερινού.
Η συλλογή γίνεται πιο πολιτική στα ποιήματα «Διεθνής Αμνησία» και «Σόσιαλ Μήδεια». Εδώ, η μνήμη δεν είναι ατομική, αλλά θεσμικά ακυρωμένη. Η κοινωνία οργανώνει τη λήθη ως εργαλείο πειθάρχησης. Ο ποιητής αρνείται να συμπράξει σε αυτό το τεχνητό παρόν. Καταγγέλλει την απανθρωπιά της εξουσίας, την κενότητα της πληροφορίας, την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας. Δεν θυμώνει — πενθεί. Κι αυτό είναι πιο δυνατό από τον θυμό.
Αριστουργηματική στιγμή της συλλογής είναι το ποίημα «Αυτά τα παιδιά είναι τ’ ουρανού», αφιερωμένο στα θύματα των Τεμπών. Εδώ, η ποίηση γίνεται δημόσια ηθική πράξη. Ο Στόφυλας δεν μνημονεύει απλώς τους νεκρούς· τους αποκαθιστά. Μιλά με λόγο γυμνό, καθαρό, χωρίς ρητορικά στολίδια. Κατονομάζει. Και όταν κατονομάζεις, δεν επιτρέπεις στην ανωνυμία να νικήσει. Τα παιδιά δεν είναι απλώς του ουρανού – είναι του μέλλοντος που δεν θα έρθει ποτέ. Και ο ποιητής κρατά την ευθύνη γι’ αυτό το μέλλον, σαν ιερό χρέος.
Ο Ηλίας Στόφυλας είναι ποιητής της αλήθειας – όχι της εξήγησης. Δεν προσφέρει απαντήσεις. Στέκεται σιωπηλός δίπλα στον πόνο, όχι πάνω από αυτόν. Είναι ποιητής που δεν σώζεται από την ποίηση του· τη χρησιμοποιεί για να διασώσει ό,τι μπορεί ακόμη να σωθεί: το πρόσωπο, τη φωνή, την ηθική στάση. Πίσω από κάθε στίχο του υπάρχει μια απόφαση: να μην συμβιβαστεί με το λίγο, να μην αποδεχθεί τη σιωπή.
Η συλλογή αυτή είναι παιδευτική με την αρχαιοελληνική έννοια: διαμορφώνει ήθος. Μπορεί να αξιοποιηθεί στη διδασκαλία της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, της λογοτεχνίας· μπορεί να ανοίξει διάλογο με τους νέους για το τραύμα, την ευθύνη, την ανθρώπινη υπόσταση. Είναι εργαλείο σκέψης και ευαισθησίας.
Η ποίηση του Στόφυλα δεν διαβάζεται· μεταβολίζεται. Είναι ένα βάρος γλυκόπικρο, σαν μνήμη που δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε — και αυτό είναι ευλογία. Γιατί μόνο όποιος πονά, μπορεί να ελπίζει. Κι εκείνος που γράφει μέσα στον πόνο, ίσως κάποτε καταφέρει να ανοίξει ένα παράθυρο φωτός για τον άλλο. Αυτό κάνει ο Στόφυλας: ανοίγει χώρο, εκεί όπου όλα στενεύουν.
Μέσα σε έναν κόσμο που ζητά την ταχύτητα, ο Ηλίας Στόφυλας μάς παραδίδει σιωπή. Μέσα σε έναν πολιτισμό που ζητά φαντασμαγορία, μας χαρίζει ευγένεια. Και μέσα σε μια εποχή που ευτελίζει τις λέξεις, ο Στόφυλας τις επαναφέρει με δέος. Η ποίησή του είναι η ηθική μορφή της αγωνίας. Είναι μια κραυγή άρνησης προς κάθε αδικία που επιχειρεί να κανονικοποιηθεί, προς κάθε λήθη που βαφτίζεται πρόοδος. Ο ποιητής, όπως τον εννοεί ο Στόφυλας, δεν είναι στοχαστής – είναι μάρτυρας. Και η ποίηση, όπως την υπηρετεί, δεν είναι τέχνη – είναι ευθύνη. Ευθύνη προς τους νεκρούς, τους αποκλεισμένους, τους αγέννητους. Ευθύνη προς την ίδια την ανθρωπότητα. Αυτό είναι το μεγάλο του στοίχημα. Κι αυτό το κερδίζει, όχι με φωνές, αλλά με την απόλυτη αλήθεια του.
Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/Διανοήτρια
23.7.2025