Κ. Καραμανλής: Το θέμα της Προεδρίας της Δημοκρατίας ούτε με αφορά, ούτε με ενδιαφέρει

«Η άλλη γνώμη, η διαφορετική ανάγνωση ακόμα και η έντονη κριτική δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται. Και πάντως δεν αντιμετωπίζονται με πειθαρχικά μέτρα, καθιστώντας μάλιστα δυσχερέστερη την απαραίτητη εθνική ομοψυχία για την στήριξη της εθνικής γραμμής».

Τα παραπάνω υπογράμμισε ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, κατά την ομιλία του στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε απόψε στην Πάτρα, για την παρουσίαση του βιβλίου του δημοσιογράφου, Γιώργου Χαρβαλιά, με τίτλο «Γιαβόλ! Αίμα, λήθη και υποτέλεια. Η άγνωστη Ελληνογερμανική ιστορία».

Παράλληλα, αναφερόμενος ο Κώστας Καραμανλής στα όσα διατύπωσε σε συνέντευξή του ο Αντώνης Σαμαράς, ότι δηλαδή θεωρεί τον πρώην πρωθυπουργό την καλύτερη επιλογή για την Προεδρία της Δημοκρατίας, είπε χαρακτηριστικά:

«Μια τελευταία λέξη για τα περί Προεδρίας της Δημοκρατίας. Με τιμά η σκέψη ειδικά μάλιστα όταν προέρχεται από έναν πρώην πρωθυπουργό. Θέλω όμως να ξεκαθαρίσω ότι το θέμα ούτε με αφορά ούτε με ενδιαφέρει».

Ξεκινώντας την ομιλία του, ο Κώστας Καραμανλής έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά, λέγοντας:

«Το βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά απευθύνεται στον αναγνώστη που αναζητά την πολύπλευρη γνώση και τον προβληματισμό. Πλήρες ερευνητικής δουλειάς, συμπεριλαμβανομένων αδημοσίευτων ή ξεχασμένων πηγών, σε συνδυασμό με την αιχμηρή κριτική ματιά του συγγραφέα, προσφέρει μια πραγματική αναγνωστική πρόκληση. Στο βιβλίο αυτό, δεν θα βρει κανείς μισά λόγια και καθώς πρέπει διατυπώσεις. Ο συγγραφέας παραθέτει ξεκάθαρα τα συμπεράσματα της έρευνάς του και παίρνει θέση. Και μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μαζί του, όμως σίγουρα θα προβληματιστεί και θα βγει πιο ενημερωμένος. Το βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά συνδέεται άμεσα με τον εγχώριο διάλογο για τα τεκταινόμενα στη χώρα μας και την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του προηγούμενου και του τρέχοντος αιώνα και κάνει μια πολύ χρήσιμη συνεισφορά».

Αμέσως μετά, ο πρώην πρωθυπουργός μίλησε για τις γερμανικές αποζημιώσεις, σημειώνοντας τα εξής: «Προφανώς η γερμανική κατοχή προκάλεσε ανεπανόρθωτη ζημιά στην οικονομία και την κοινωνία της χώρας μας. Ενδεχομένως η Ελλάδα θα ήταν σε καλύτερη μοίρα σήμερα, εάν δεν είχε υποστεί την αφαίμαξη που υπέστη τότε, σε οικονομικούς πόρους, υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό. Η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία, επλήγησαν περισσότερο, στα χρόνια της κατοχής. Και γι’ αυτό η Ελλάδα δικαιούνταν και ακόμη δικαιούται να αποζημιωθεί για την άδικη ζημία που υπέστη, τα αποτελέσματα της οποίας επηρέασαν τη σύγχρονη εξέλιξή της. Αυτή η διαπίστωση δεν έχει μόνο ηθικό έρεισμα, αλλά και απολύτως τεκμηριωμένα νομικό. Η Γερμανία δεν αρκεί να αναγνωρίσει μόνο στα λόγια τις ευθύνες της για τις καταστροφές που προκάλεσε στην Ελλάδα, αλλά πρέπει να το κάνει αυτό και εμπράκτως. Είναι, πέρα απ΄ όλα τ΄ άλλα, και ζήτημα διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Η αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, το οποίο συνήφθη αναγκαστικώς, δεν παραγράφηκε ποτέ και η Ελλάδα δεν παραιτήθηκε ποτέ από αυτήν. Αλλά και οι αποζημιώσεις για τις ανθρώπινες απώλειες και τις υλικές καταστροφές δεν χαρίσθηκαν ποτέ. Μετατέθηκαν μόνο για την εποχή που η Γερμανία θα διέθετε την πολιτειακή υπόσταση που θα της επέτρεπε την ανάληψη αυτών των υποχρεώσεών της. Την υπόσταση αυτή η Γερμανία απέκτησε με την ενοποίησή της, το 1990. Έκτοτε, κανένα νομικό κείμενο δεν την απάλλαξε από αυτές τις υποχρεώσεις της. Ο ίδιος ο καγκελάριος Λούντβιχ Έρχαρτ το αναγνώρισε αυτό επισήμως, το 1965. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι, ακόμη και στις μέρες μας, συγκεκριμένα το 2019, η Υπηρεσία Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου αναγνώρισε ότι δεν τίθεται θέμα παραίτησης ή παραγραφής και προέτρεψε τη Γερμανία να προσφύγει, από κοινού με την Ελλάδα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για τη διευθέτηση του ζητήματος. Και προφανώς, η Γερμανία οφείλει να το πράξει αυτό, προκειμένου να αποκαταστήσει νομικά και ηθικά την τάξη και να μην αφήνει σκιές να την αμαυρώνουν. Η άρνησή της, όπως την ξανακούσαμε πρόσφατα, καθιστά τις συγγνώμες και την φραστική μεταμέλεια, υποκριτικές και υστερόβουλες».

Συνεχίζοντας την ομιλία του, ο Κώστας Καραμανλής έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην μεταπολεμική Γερμανία, λέγοντας:

«Είναι κοινός τόπος ότι η μεταπολεμική Γερμανία έπαιξε έναν ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι, μαζί με τη Γαλλία, της αποδίδεται συχνά ο τίτλος της “ατμομηχανής” της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όμως οι προσανατολισμοί της γερμανικής πολιτικής και, θα πω ακόμα, οι αγκυλώσεις και εμμονές της απομάκρυναν την ευρωπαϊκή ενοποίηση από το όραμα των πατέρων της. Η Γερμανία έκανε την οικονομία το όχημα της μεγάλης επιρροής της στα ευρωπαϊκά πράγματα και συχνά της ηγεμονίας της σε αυτά. Και έριξε το βάρος της στον οικονομικό άξονα, αλλά με τους δικούς της όρους. Η επιρροή αυτή της Γερμανίας πολλές φορές ξεστράτισε την Ευρωπαϊκή Ένωση από το πραγματικό νόημά της, με αποτέλεσμα να κλονιστεί και η πίστη των Ευρωπαίων πολιτών στο ευρωπαϊκό όραμα. Ένα όραμα που ως πρωταρχικά συστατικά στοιχεία του έχει την αλληλεγγύη, τη συνοχή και την κοινή ευημερία. Αντιθέτως δεν επιτεύχθηκε η πραγματική σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών και η κοινή οικονομική πορεία, αλλά συγκεκριμένα κράτη λειτούργησαν συχνά μεμονωμένα με αποκλειστικό γνώμονα το ίδιον συμφέρον. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη μέλη, επωφελήθηκε από χρηματοδοτήσεις και ευρωπαϊκά προγράμματα. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι υπήρξαν καθυστερήσεις ως προς την υιοθέτηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό τής χώρας μας. Όμως η παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε τις αδυναμίες της Ευρώπης και τα περιορισμένα όρια ενοποίησης και σύγκλισής της».

Σε αυτό το σημείο, ο Κώστας Καραμανλής αναφέρθηκε στα μνημόνια, επισημαίνοντας ότι «η πολιτική τους ήταν εξόχως αποκαλυπτική αφού και σε επίπεδο αποτελεσματικότητας απέτυχε, ενώ και στην σύλληψή της είχε κατά βάση την έννοια της τιμωρίας και του παραδειγματισμού». Και προσέθεσε: «Κυρίως όμως διότι έδειξε ότι, αντιμέτωπη με μια μεγάλη πρόκληση, η ηγεσία της Ευρώπης διάλεξε την κοντόφθαλμη και μίζερη προσέγγιση. Αντί μεταφοράς πόρων από τον πλουσιότερο Βορρά στον φτωχότερο Νότο, αντί αμοιβαιοποίησης του χρέους με την έκδοση Ευρωομολόγου, επιστρατεύτηκαν ιδεολογήματα και συμπεριφορές υποτίμησης, κατασυκοφάντησης και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας έναντι ολόκληρων λαών. Οι Έλληνες χάσαμε το 30% του εθνικού μας εισοδήματος και σχεδόν το 50% του βιοτικού μας επιπέδου, η Ευρώπη όμως ολόκληρη απεκαλύφθη ρηχή, άτολμη και παρηκμασμένη. Οι οικονομικές ανισότητες διευρύνθηκαν, μεγάλα τμήματα των λαών περιθωριοποιήθηκαν».

Συνεχίζοντας ο πρώην πρωθυπουργός τόνισε ότι «οι πολλοί βλέπουν το κοινωνικό κράτος να συρρικνώνεται, τις ευκαιρίες για τους νέους ειδικά να ελαχιστοποιούνται, το βιοτικό τους επίπεδο να υποβαθμίζεται» και συμπλήρωσε: «Αποτέλεσμα είναι να υπονομεύεται η κοινωνική συνοχή αλλά και η πολιτική ομαλότητα και σταθερότητα. Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες αμφισβητούν το ισχύον οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Αν σε αυτά προστεθεί και ο άκρατος δικαιωματισμός που θίγει πατροπαράδοτες αξίες, τις ίδιες τις ρίζες της ευρωπαϊκής ταυτότητας, το μείγμα τείνει να καταστεί εκρηκτικό. Η ενόχληση, η δυσαρέσκεια γίνονται αγανάκτηση και θυμός. Και ρίχνουν λάδι στη φωτιά όσοι από καθ’ έδρας κουνούν περιφρονητικά το δάχτυλο στους πολίτες. Η αποστροφή προς τις αλαζονικές ελίτ κινδυνεύει να μετασχηματιστεί σε απονομιμοποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος στα μάτια των πολιτών, με τους μεγάλους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Δεν πρόκειται για σενάρια του απώτερου μέλλοντος. Η κρίση είναι ήδη εδώ. Το πιστοποιούν τα εκλογικά αποτελέσματα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το επιβεβαίωσε με τρόπο εκκωφαντικό η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ».

Επίσης, μίλησε και για το μεταναστευτικό, λέγοντας τα εξής: «Μεγάλους κλυδωνισμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα προκαλεί και το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης. Ένα πρόβλημα με μεγάλο αντίκτυπο στην κοινωνική συνοχή, την πολιτική σταθερότητα, την ίδια την ταυτότητα της Ευρώπης. Η φυσιογνωμία των ευρωπαϊκών πόλεων έχει πλέον μεταβληθεί δραματικά. Το ζήτημα της αδυναμίας ενσωμάτωσης τόσο μεγάλων και ετερόκλητων πληθυσμών, και εν πολλοίς ξένων προς την ευρωπαϊκή κουλτούρα, εμφανίζει πλέον ολοένα και περισσότερο τις διαστάσεις του. Η ανασφάλεια και η ανησυχία των Ευρωπαίων πολιτών αντικατοπτρίζεται στις πολιτικές τους αναζητήσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση άργησε πολύ να δώσει την απαιτούμενη έμφαση στην προστασία των κοινών ευρωπαϊκών συνόρων που ακόμα και σήμερα παραμένει σε μεγάλο βαθμό προσχηματική. Δεν δόθηκαν τα σωστά μηνύματα ως προς την αυστηρότητα των κανόνων εισόδου σε ευρωπαϊκό έδαφος. Χώρες, όπως η Γερμανία, αρχικά σχεδόν απηύθυναν προσκλητήριο. Δεν οριοθετήθηκαν αυστηρά οι νόμιμες οδοί οικονομικής μετανάστευσης ως οι μόνες για την κάλυψη των αναγκών των ευρωπαϊκών κρατών. Αφέθηκε έτσι στην ευχέρεια των διακινητών να αποφασίζουν για το ποιος θα εισέλθει στην Ευρώπη. Ενώ, ως προς την απόδοση ασύλου, τα κράτη μέλη έχουν διαφορετικούς κανόνες που, σε πολλές περιπτώσεις, είναι πολύ ελαστικοί. Και το μεγάλο αγκάθι παραμένει η πολιτική επιστροφών, η οποία είναι το λιγότερο αναποτελεσματική. Δυστυχώς, και στο μείζον αυτό πρόβλημα, τα κράτη μέλη λειτουργούν μονομερώς και αδυνατούν να δουν τη συνολική εικόνα στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόσφατο παράδειγμα οι ενέργειες της Γερμανίας, με γνώμονα αποκλειστικά τη διαχείριση του προβλήματος εντός των συνόρων της».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο πρώην πρωθυπουργός, ανέφερε ότι «το παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον έχει μεταβληθεί ραγδαία» και συνέχισε:

«Οι βεβαιότητες και τα δεδομένα του παρελθόντος έχουν ανατραπεί και τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η ρευστότητα, η αβεβαιότητα, η αστάθεια και ο πολυκερματισμός. Οι ανταγωνισμοί έχουν αυξηθεί, το ίδιο και οι συγκρούσεις. Μεγαλύτεροι αλλά και μεσαίοι παράγοντες του διεθνούς συστήματος διεκδικούν διευρυμένο, ενίοτε και πρωταγωνιστικό ρόλο σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο. Μέχρι χθες φάνταζε αδιανόητο, όμως σήμερα έχουμε στην περιφέρεια της Ευρώπης δύο πολέμους, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και αρκετές διενέξεις σε επίπεδο κρίσης από τον Καύκασο μέχρι τα Δυτικά Βαλκάνια.

Την ίδια ώρα η Ευρώπη μοιάζει ανήμπορη να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, πόσο μάλλον να τις επηρεάσει αποφασιστικά. Με την διαδικασία ολοκλήρωσής της επιεικώς μετέωρη, χωρίς κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, με εμφανές έλλειμμα ηγεσίας και αδύναμες κυβερνήσεις, ειδικά στις μεγάλες χώρες της, η Ευρώπη δεν έχει αυτόνομη και αξιόπιστη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της. Περιορίζεται σε ρόλο κομπάρσου ακόμα και σε διενέξεις που την αφορούν άμεσα. Το άγραφο αλλά για δεκαετίες ισχύσαν δόγμα, “προμηθεύομαι φθηνή ενέργεια από την Ρωσία, ενισχύω διαρκώς τις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα και εκχωρώ εν πολλοίς την άμυνα και την ασφάλεια στις ΗΠΑ”, έχει καταφανώς ξεπεραστεί από τα γεγονότα.

Το τι πρέπει να γίνει είναι σαφές. Το αν θα γίνει όμως είναι άλλο θέμα. Έχει λεχθεί ότι η Ευρώπη προχωρά προς τα εμπρός μόνο μέσα από κρίσεις και ότι η ανάγκη θα αφυπνίσει τις ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως βέβαια εκείνες που εκ των πραγμάτων έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Βλέποντας πάντως το σημερινό τοπίο, τον εσωτερικό διχασμό, την δυσαρεστημένη κοινή γνώμη, τις ανεπαρκείς πολιτικές ηγεσίες ιδιαίτερη αισιοδοξία δεν επιτρέπεται.

Ένα απλό παράδειγμα: η σταδιακή αμυντική χειραφέτηση της ΕΕ απαιτεί πόρους. Οι απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις για την ανάπτυξη της ΕΕ και τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα, επίσης. Η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι θεωρεί αναγκαίες τις πρόσθετες ετήσιες επενδύσεις ύψους 1 τρισ. ευρώ για να μη μείνει η Ευρώπη ουραγός στην ανταγωνιστικότητα. Με το μοντέλο όμως της “δημοσιονομικής ορθοδοξίας”, στο οποίο κατά κύριο λόγο εμμένει η Γερμανία, όλα αυτά είναι ανέφικτα».

Επίσης, είπε ότι «η ευθύνη της Ρωσίας και συνακόλουθα η απερίφραστη καταδίκη της για την εισβολή στην Ουκρανία είναι δεδομένη» και προσέθεσε:

«Η παράταση όμως της σύγκρουσης μόνο κινδύνους ενέχει. Η πιθανότητα διάχυσής της σε γειτονικές περιοχές, κυρίως μάλιστα της κλιμάκωσής της σε όλο και πιο απειλητικά επίπεδα είναι ορατή. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και οι υλικές καταστροφές ανυπολόγιστες. Η εικόνα επί του πεδίου δυσμενής με την προοπτική περαιτέρω επιδείνωσής της εμφανή. Είναι επιβεβλημένη μια σοβαρή προσπάθεια κατάπαυσης του πυρός. Οι διαπραγματεύσεις για την οριστική διευθέτηση του ζητήματος προφανώς θα είναι δύσκολες, περίπλοκες και χρονοβόρες. Ασφαλέστερη βάση εκκίνησής τους είναι οι συμφωνίες του Μίνσκ, για το ναυάγιο των οποίων οι υπεύθυνοι είναι περισσότεροι του ενός.

Παρ’ όλα αυτά βλέπουμε και εδώ κάποιους να επιμένουν στην περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι τα πράγματα αργότερα πιθανότατα να είναι πολύ χειρότερα και για την Ουκρανία, και για την ειρήνη αλλά και για τη Δύση που κινδυνεύει πλέον να χρεωθεί μια πολιτική ήττα μεγάλων διαστάσεων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί και ένα αλγεινό φαινόμενο που παρατηρήθηκε στα χρόνια αυτού του πολέμου. Οι όποιες επιφυλάξεις, η άλλη άποψη για τους χειρισμούς της Δύσης, αντιμετωπίστηκαν από διάφορες δυτικές ελίτ με μια ενορχηστρωμένη επίθεση ισοπεδωτικής απαξίωσης και συκοφάντησης, στα όρια της νοσηρότητας. Για όσους επί δεκαετίες αγωνιστήκαμε για την πολιτική, ποιοτική και ηθική υπεροχή των ιδεών της Δύσης, το φαινόμενο αυτό μόνο οδύνη και απαισιοδοξία για το μέλλον γεννά».

Ακόμη, ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στη Μέση Ανατολή, λέγοντας ότι «αναντίρρητα το Ισραήλ έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να υπερασπίζεται την ασφάλεια, την ακεραιότητά του και τους πολίτες του» και συνέχισε: «Όμως η υπέρμετρη χρήση βίας πέραν του ότι οδηγεί στην απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος, δεν βγάζει πουθενά. Είναι αναγκαίο να πεισθεί ότι, αν δεν συναινέσει με ειλικρίνεια στην ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, το αδιέξοδο θα παραμένει. Η στρατιωτική υπεροχή δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την σταθερότητα, την ασφάλεια, την ειρηνική συνύπαρξη. Όποιος ιστορικά πίστεψε ότι μπορεί στο διηνεκές να εξαλείψει βιαίως όλους τους αντιπάλους του, ακόμα και τους δυνητικούς, διαψεύστηκε οικτρά. Ορθώς καταδικάζονται οι τρομοκρατικές οργανώσεις και οι πρακτικές τους, η βία όμως από μόνη της δεν εξαλείφει τα βαθύτερα αίτια που τις εκτρέφουν».

Παράλληλα, ο Κώστας Καραμανλής μίλησε και για τα Δυτικά Βαλκάνια, λέγοντας:

«Θέλω να επαναλάβω για ακόμα μια φορά ότι η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια είναι ανησυχητική. Η εκ του προχείρου εσπευσμένη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η μονοσήμαντη ενοχοποίηση της Σερβίας για όλα τα δεινά, η ενθάρρυνση εκ μέρους της Δύσης συγκεκριμένων εθνικισμών έναντι άλλων είναι τα γενεσιουργά αίτια για την αναβίωση μιας κρίσης που έχει βέβαια βεβαρυμμένο ιστορικό παρελθόν. Οι συμφωνίες του Ντέιτον και το τεχνητό ομόσπονδο κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης κρατούνται, τρόπος του λέγειν, εν ζωή με τεχνική υποστήριξη.

Στο Κόσοβο η κρίση βαθαίνει, η ανοιχτή σύγκρουση υποβόσκει. Οι μεγαλοϊδεατισμοί από κάποιες πλευρές δεν κρύβονται όπως και η διάθεση Μεγάλων Δυνάμεων να τους αξιοποιούν κατά τα συμφέροντά τους. Αν δεν εκπονηθεί τάχιστα ένα συνολικό σχέδιο για την περιοχή, με ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές και συνάμα την προοπτική ένταξης στην ΕΕ για όλες τις χώρες, με σεβασμό πάντα στα κριτήρια της ΕΕ, τα πράγματα θα διολισθαίνουν στο χειρότερο. Δεν έχει λογική, παρά μόνο προκατάληψη και ιστορική εμπάθεια, το να έπεται η Σερβία, έναντι άλλων κρατών, στο χρονοδιάγραμμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων».

Αναφερόμενος στον ρόλο που πρέπει να παίξει η Ελλάδα, ο Κώστας Καραμανλής είπε:

«Είναι σε αυτόν τον πολύ δύσκολο και απρόβλεπτο κόσμο που η χώρα μας πρέπει να δώσει τις μάχες της και να διεκδικήσει τα δίκαιά της. Να συμβάλλει στην αφύπνιση της Ευρώπης, για να αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες της. Να πρωταγωνιστήσει στην σταθεροποίηση και την προοπτική ομαλότητας στα Βαλκάνια. Με αυστηρά μηνύματα προς απροκάλυπτους ή και υποκρυπτόμενους μεγαλοϊδεατισμούς. Να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την επιθετικότητα και τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας. Με ξεκάθαρες θέσεις για την μία και μόνη διαφορά που έχουμε με την Τουρκία, την οριοθέτηση δηλαδή της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Τα θέματα που εκ του πονηρού και αυθαίρετα επιχειρεί η Τουρκία να βάλει στην ημερησία διάταξη είναι ανυπόστατα. Είτε πρόκειται για εθνική κυριαρχία είτε για κυριαρχικά δικαιώματα στερεά θεμελιωμένα στο Διεθνές Δίκαιο ή για την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων. Αυτά ας τα ξεχάσουν και η Τουρκία αλλά και όσοι διεθνείς παράγοντες τα ενθαρρύνουν ή τα ανέχονται. Να συνεχίσει η Ελλάδα να στηρίζει την πολύπαθη Κύπρο, επί μισό αιώνα θύμα παράνομης εισβολής και κατοχής, στον αγώνα για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, στον αγώνα για την επιβίωση του Κυπριακού ελληνισμού.

Η ιδιαίτερα απαιτητική αυτή ατζέντα επιβάλλει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα, ενεργό πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, καθαρά μηνύματα προς όλους, πάνω από όλα εθνική ενότητα και συνεννόηση».

Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο Κώστας Καραμανλής ανέφερε ότι «θέλω να επαναλάβω ότι η άλλη γνώμη, η διαφορετική ανάγνωση ακόμα και η έντονη κριτική δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται». «Και πάντως», όπως συνέχισε, «δεν αντιμετωπίζονται με πειθαρχικά μέτρα, καθιστώντας μάλιστα δυσχερέστερη την απαραίτητη εθνική ομοψυχία για την στήριξη της εθνικής γραμμής».

Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης μίλησαν επίσης για το βιβλίο, οι δημοσιογράφοι, Μιχάλης Ψύλος και Πάρις Καρβουνόπουλος.

Ο Μιχάλης Ψύλος επεσήμανε ότι «στο βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά θα καταλάβουμε πολλά, με πολλά παραδείγματα, με τρομακτική έρευνα, το πώς η Γερμανία έφθασε εδώ» και συνέχισε: «Αλλά σίγουρα θα καταλάβουμε και το πως θα μπορέσει για άλλη μία φορά να ξεφύγει από την κρίση».

Ο Πάρις Καρβουνόπουλος σημείωσε ότι «το βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά θέλει να συμβάλει στην θωράκιση της ιστορικής μας μνήμης, για την οποία πολλοί προσπαθούν πάρα πολύ επίμονα να μας κάνουν να την ξεχάσουμε».

Ο συγγραφέας του βιβλίου, Γιώργος Χαρβαλιάς, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «η διεκδίκηση των αποζημιώσεων δεν είναι ούτε γραφικότητα, ούτε αναχρονισμός, ούτε κατασκευή ψεκασμένων, αλλά είναι ένα θέμα απαράγραπτο και ενεργό».

Επίσης, είπε ότι «αν δεν φροντίσουμε να μεταδώσουμε στην νεότερη γενιά την γνώση για τα όσα συνέβησαν στους προγόνους μας, πολύ φοβάμαι ότι θα την αντλούν από πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίες όμως θα είναι ρυθμισμένες για να εξισώνουν τα θύματα με τους θύτες».

πηγή : ΑΠΕ

22.11.2024