Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου είχε κάποτε ένα μπρελόκ-ψαράκι. Πάνω του ήταν κρεμασμένο το κλειδί του σπιτιού μας. Του άρεσε πολύ και το κουβαλούσε για καιρό πάνω του γιατί ήταν και μανιώδης ψαράς.
“Καλώς τονε τον γοπά” του φωνάζανε σαν γύρναγε απ’ το ψάρεμα στην Ικαριά. Κι αυτό γιατί μάζευε τις γόπες σαν τα σταφύλια, μα έπιανε και σαυρίδια και μπαλαδάκια και χανάκια. Τρώγαμε το μεσημερινό μας και τα υπόλοιπα τα έδινε τζάμπα σε φίλους και γνωστούς.
“Γιατί δεν τα πουλάς μωρέ Γιώργη;”, του λέγανε οι συχωριανοί, “να βγάλεις και τίποτα, τόσο κόπο ήκαμες”.
“Σάωσε βρε που θα πάρω και λεφτά. Αυτανά βρε μοναχά τους ήρχουνταν καταπάνω μου!”.
Το βράδυ ανάβε τη λάμπα πετρελαίου κι έπιανε να μελετάει τα άπαντα. Πότε τα άπαντα του Καρκαβίτσα, πότε του Λειβαδίτη, πότε του Ρίτσου. Άπαντα να ήτανε και πάρε του την ψυχή. Μέχρι την πέμπτη δημοτικού πήγε ο πατέρας, μετά στα κάρβουνα, μετά πόλεμος, μετά αγώνας για επιβίωση, αλλά στο διάβασμα είχε μεγάλη αδυναμία. Και τα θυμόταν όλα απ’ έξω. Αποστήθιζε ακόμα και τα κόμματα και τις άνω τελείες. Στις συζητήσεις του είχε κι από ένα άπαντο να πει, πάντα σχετικό με την κουβέντα και πάνω σε καίρια στιγμή. Το αμολούσε κι ύστερα έφευγε.
“Τώρα φεύγεις ρε Γιώργη; πα στο καλύτερο; πες μας και τα υπόλοιπα”, τον κουρδίζανε οι άλλοι. Εκείνος κατηφόριζε τα βράχια του Αρμενιστή κι έπιανε να μελετάει τον καιρό για την επόμενη ψαριά. Καμιά φορά τον έβλεπα να κάνει τον σταυρό του, μόνος, εκεί στα σκοτεινά πάνω στα βράχια και μου συνέμπαινε πως η μάνα του πιπίλαγε το μυαλό να προσεύχεται. Γιατί η μάνα ήταν του Θεού, όμως με την όψη αλλά και την πράξη μιας σχεδόν βουδιστικής προσήλωσης, αλλά ο πατέρας… ο πατέρας ήταν αριστερός, δεν πίστευε σε θεούς και αγίους.
“Εγώ το Θεό τον θέλω στην πράξη”, έλεγε συχνά. “Να βοηθάς, να τρέχεις, να νοιάζεσαι τον άνθρωπο, όχι θυμιατά, πετραχήλια και χειροφιλήματα”.
Τι είχε μέσα στο μυαλό του εκείνα τα βράδια στην Ικαριά ποτέ δεν έμαθα. Μπορεί να σταυροκοπιότανε για να μη τον επιάσει η φουρτούνα μεσοπέλαγα, ίσως για να καλμάρει ο καιρός, για να καλοπιάσει τις γόπες του, ή για τους συντρόφους που τους είχε ρημάξει η εξορία. Κάποια στιγμή στα γεράματά του τον ρώτησα αν πιστεύει, αν πίστευε ποτέ.
“Πιστεύω στα μάτια μου και στα χέρια μου, πιστεύω στον άνθρωπο, στο Θεό δεν ξέρω, όταν φύγω μπορεί να το μάθω. Μα τότε δεν θα έχω κανέναν για να το πω”.
Μου μίλαγε κι εγώ ανασκάλευα ένα συρτάρι. Είχα βρει το μπρελόκ-ψαράκι και του το έδειχνα όλο χαρά.
“Το θυμάσαι αυτό;”… τον ρώτησα κι οι παιδικές αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν. Το έπιασε στα χέρια του κι άρχισε να το περιεργάζεται χαμογελώντας.
“Ουουου…πού το ξέθαψες; Αυτό το είχα πάντα μαζί μου όταν πήγαινα για ψάρεμα στην Ικαριά. Ήταν το γούρι μου.
“Ε πάρτο να βάλεις τα κλειδιά σου”…
“Δεν βάζω κανένα κλειδί, τα κλειδιά τα έχει ο Άγιος Πέτρος τώρα, καμιά γόπα μόνο να κρεμούσα πάνω τους… ωραία θάτανε… δεν μου λες…εσύ που μοιάζεις και στη μάνα σου, ξέρεις αν εκεί στον παράδεισο έχουνε ακόμα γόπες ή τις έχουν ξορίσει κι αυτές;
Σάωσε (σώπασε)
μου συναίμπει (συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι κάτι)
Γράφει η συγγραφέας Χριστίνα Φούσκα