Παλιά χιόνια….

Γράφει η Δήμητρα Καρακατσάνη

Μικρό πολύ, όταν ήμουν , πρώτα χρόνια του Δημοτικού, αν,χειμώνα καιρό , πρωί , ο μπαμπάς ακουγόταν να ανοίγει το παράθυρο και να φωνάζει ” άντε σηκωθείτε ,να διείτε που χιονίζε騔 , πετούσα τα σκεπάσματα και με μισάνοιχτα ,νυσταγμένα ,ακόμη ματάκια , ‘ετρεχα στο παράθυρο της κουζίνας ,που τα παντζούρια, δεν τα κλείναμε, εκείνες τις νύχτες των άφοβων χρόνων και κοίταζα την αυλή μας κάτασπρη!!

Πολύ το χαιρόμουν!!

‘ Εμπαινε τόση ησυχία ,απο το ανοιχτό παράθυρο.

Τα δέντρα κατάφορτα απο χιόνι, το ποτηστήρι ,οι γλάστρες με τούφες πάνω τους άσπρες , απαλά βαλμένες και απάτητα τα παρτέρια .

Λίγα χναράκια απο βήματα πουλιών , σε μέρη μέρη…..

Τότε τηλέφωνο , αρχές του ’60 δεν είχαμε ,αλλά ο θείος μου ο Γιάννης , ο μικρότερος απο τα αδέλφια του πατέρα μου , που εκτός απο κουρέας , ήταν και κυνηγός , ερχόταν , θαρρείς και κάποιος τον ειδοποιούσε.

Το χιόνι ήταν ,που τον ‘εστελνε και η αγάπη, που είχαν με τον μπαμπά μου οι δυό τους για τα πουλάκια ,τα ωδικά.

Εμείς είχαμε στο σπίτι πολλά κλουβιά με κανάρια( ‘ετσι τάλεγε ο πατέρας μου,τα καναρίνια ) ,αλλά και φλώρια και καρδερίνες και σκαθιά.

Την μέρα με τα χιόνια , έβαζαν , στην αυλή και κοντά στο παράθυρο στο περβάζι του,κάτι μικρά κλουβάκια ,καπάντζες ,άκουγα ,τάλεγαν , μέσα τους, λίγες ψίχες ψωμιού και το πορτάκι είχε ‘εναν σπάγγο δεμένο,που περνώντας απο το μισάνοιχτο παράθυρο ,κατέληγε στα χέρια του μπαμπά και του θείου μου.

Παραμόνευαν , ποιό πουλάκι απο αυτά, που θα μπορούσαν νάχουν σε κλουβί , θα μπει να τσιμπολογίσει και τότε τραβούσαν τον σπάγγο , και το έκλειναν μέσα , στο κλουβάκι.

Εβγαιναν μετά,δρασκελούσαν το χιόνι και το έφερναν μέσα..

“Ελα ,πιάσ το ,να δεις η καρδούλα του ,πως χτυπάει” ,μας έλεγαν με τον αδελφό μου..

Εκείνο ,τίκι τίκι , πήγαινε η καρδιά του και πετάριζε…

Αφού περνούσε η ώρα ,θέλαμε να βγούμε και στη γειτονιά ,να παίξουμε με το χιόνι..

Ισως, νάναι, μιας Κυριακής αυτή η ανάμνηση , αφού ο θείος δεν ήταν στο κουρείο του και ο μπαμπάς μας στο τσαγκαριό του…

………

Οσο κι αν όταν χιονίσει ο καιρός μαλακώνει , το κρύο είναι κρύο..

Μπουφάν ,είχαν οσα παιδιά ,οι γονείς τους τύχαινε να είναι μετανάστες στη Γερμανία και τους εστελναν , “άνορακ”…. με κουκούλα..

Εγώ ,παλτό μάλλινο , στη μοδίστρα ραμμένο ,καλτσάκια κοντά και μποτάκια ‘εως τον αστράγαλο με γουνίτσα τριγύρω και κορδονάκια ,που έδεναν πίσω. Κασκόλ ,απο τη μαμά πλεγμένο ,αλλά γάντια δεν είχα…..

Τώρα, πως να βγω ;

‘΄ να ,βάλε τα δικά μου , τα μαύρα ¨”, είπε η μαμά μου,αλλά θα βραχούν και θα κρυώσεις. Να ρθείτε γρήγορα μέσα”

Βγήκαμε ,πίσω απο το σπίτι μας , στον δρόμο της γειτονιάς.

΄Ηταν κι άλλα παιδιά,στον χιονοπόλεμο.

Πού θα θυμόμουν ,μη βρέξω τα γάντια τουαλέτας, της μαμάς ,μου ;;

‘ Επιανα , πετούσα ,έκανα μπαλλίτσες ,μέχρι που πότισαν και ξύλιασαν τα χέρια μου και άρχισα να τρέμω..

‘ Ετρεξα μέσα ,με τα κλάματα. Ο πόνος περίσσευε…

Η μαμά μου , αμέσως , μου έβγαλε τα μουσκεμένα γάντια και προσπαθώντας να με ζεστάνει ,μια τα χουχούλιζε τα χέρια μου ,μιά τάβαζε στη μασχάλη της..

Εγώ ,οσο ζεσταίνονταν , τόσο πιο πολύ πονούσα …

Τι φαρμακερός πόνος και τι κλάμα..

” Εμ ,,σε είπα , ναρθείτε γρήγορα μέσα ,θα παγώσετε. Δεν μ’΄ακουσες… “

Αυτά της τα λόγια ήταν που άκουσα και χάθηκα…

Με είχε πια ζεστάνει και με πήρε ο ύπνος , εκεί στο σιδερένιο ντιβάνι της κουζίνας , δίπλα στη σόμπα που έκαιγε με ξύλα…

Οταν μισοξυπνούσα ,άκουσα τους γονείς μου να λένε για περιστατικά με γείτονες ,σε άλλων χρόνων, χιονιάδες ..

” Θυμάσαι ,το ’63 που έριξε πάλι πολύ, o Στάθης , ο αρτεργάτης στις 4 τα ξημερώματα ,που πήγαινε να πιάσει δουλειά, είχε πει ότι άκουσε αλεπού ,να ουρλιάζει στο δρόμο ; ρώτησε τον μπαμπά ,η μάνα μου..

Κι εκείνος ,της απαντησε… ” αν θυμάμαι λέει ;;; Εκείνη τη χρονιά , σε κείνον τον χιονιά , εγώ ‘επεσα σε λακκούβα ,μέχρι τη μέση ,όταν πήγαινα στη παράγκα ( όπως έλεγε το τσαγκαριό του) .

Ο δρόμος χάλια , σκεπάστηκαν τα χαντάκια με το χιόνι και έπεσα μεσα, ευτυχώς και δεν χτύπησα, γιατί ήταν μαλακό…

…………………………..

Η οδός, τότε στα παιδικά μας χρόνια ,στη γειτονιά με ‘ολα τα σπίτια αυθαίρετα , ήταν η Πάροδος 7ης Μεραρχίας…

Υστερα απο το ’80 , ονομάσθηκε Μακεδονίας και ο χωματόδρομος ,τσιμεντώθηκε …..

Παλιά χρόνια , παλιά χιόνια , χωρίς ισοθερμικά , δίχως παπλωματένια παλτά, χωρίς γάντια αδιάβροχα,….

Χαρά το χιόνι ,κλάμα και πόνος απ το κρύο, στοργή το ζέσταμα στης μάνας τη μασχάλη… … θυμάμαι και χνωτίζω το παράθυρο του τωρινού μου, ζεστού σπιτιού , χαζεύοντας μήπως φανεί κανένα πουλάκι , στα ψίχουλα στο μπαλκόνι…

 Δήμητρα Καρακατσάνη

Aπο συλλογή , προς έκδοσιν διηγημάτων μου

19.12.2023