Στο φως των Χριστουγέννων ας θυμηθούμε τους άνθρωπους που έζησαν τον χρόνο… (γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)

Στην αρχή νομίζεις πως απλά κουράστηκες. Η μέση που «σε τραβάει», είναι γιατί
στραβοκοιμήθηκες. Ή γιατί η καρέκλα στο γραφείο είναι κουραστική κι έμεινες ώρες
καθηλωμένος στη δουλειά. Μετά, σου κόβεται η ανάσα καθώς τρέχεις αλαφιασμένος να
προλάβεις όλες εκείνες τις καθημερινές οικογενειακές υποχρεώσεις. Έπειτα, οι
λογαριασμοί κι η εφημερίδα αποκτούν ξαφνικά «μπερδεμένα» γράμματα και για να τα δεις
πρέπει να μετακινήσεις το χαρτί πέρα από τον καρπό σου.
Κάτι τσιμπηματάκια στην καρδιά, ο γιατρός που επιμένει να κόψεις το τσιγάρο, οι εξετάσεις
και οι ρημαδοχοληστερίνες που έχουν πάρει τον ανήφορο, το ανεβασμένο ζάκχαρο από το
πολλοστό μελομακάρονο. Τα παπούτσια που καθώς σκύβεις να τα φορέσεις, το στέρνο
διαμαρτύρεται. Τα μαλλιά που χαιδεύουν πια το πάτωμα κι όχι το μεσόφρυδο. Οι ρυτίδες
γύρω από τα χείλια και το «πόδι της χήνας» στην άκρη των ματιών. Η βαριά διάθεση και το
ακόμη πιο βαρύ κορμί κάθε πρωί κι ο απογευματινός κλεφτός ύπνος στον καναπέ, μπροστά
στην ανοιχτή τηλεόραση.
Τα βλέπεις τα σημάδια, μα κάνεις πως δεν τα βλέπεις. Με την ανθρώπινη αλαζονεία που
πάντα πρυτανεύει, πας κόντρα στην ηλικιακή σου κατάταξη. Ξαφνικά αποκτάς όψιμες
παλιμπαιδίζουσες συμπεριφορές, επιδίδεσαι σε ένα ανηλεές κυνηγητό παράτασης της
νιότης και της «παράστασης» πως είσαι ακόμη ελκυστικός ή ελκυστική. Επιδίδεσαι σε ένα
αέναο παιχνίδι κατάκτησης ως πρόκριμα «νεανικότητας», η «κρυφή» κρέμα στο βάθος του
ντουλαπιού, οι πολυβιταμίνες στο πρωϊνό, κάτι ψιλοεπεμβασούλες αισθητικής, η «εικόνα»
σονα λουστραριστεί μπας και μείνει λίγο ακόμη «γυαλιστερή».
Ο Γιώργος Ζορμπάς (που τον μάθαμε ως «Αλέξη» απ’ το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη)
έγραφε σ’ ένα γράμμα που είχε στείλει στον συγγραφέα:
«Τίποτα δεν φοβάμαι. Έχω παλέψει με θεριά. Έχω πολεμήσει και με τ’ αληθινά θεριά,
τους ανθρώπους. Τα ‘βαλα και με τα μεγάλα θεριά, τη θάλασσα και τη γη. Και το
μεγαλύτερο θεριό, τη γυναίκα, την αγάπησα.
Θεούς και διαβόλους δεν φοβάμαι. Για τον θάνατο, ούτε που με νοιάζει.
Τίποτα δεν φοβάμαι. Μόνο ένα: Τα γεράματα.
Φοβάμαι μην έρθει η στιγμή που δεν θα μπορώ ούτε να κατουρήσω. Που θα περιμένω
κάποιον να με ταΐσει. Που δεν θα μπορώ να σταθώ όρθιος.
Μόνο αυτό φοβάμαι. Που θα ‘μαι γέρος κι ανήμπορος.»

Περπατάω βιαστικά στους διαδρόμους νοσοκομείου. Αχνόφωνα βογκητά ακούγονται από
το θάλαμο στα αριστερά μου. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Ένας γεράκος αγωνίζεται να σηκωθεί
από το κρεβάτι του πόνου. Στα λιπόσαρκα χέρια του μια καθιστή «πεταλούδα» χωρίς

χρωματιστά φτερά και μια μακριά βελόνα, τον συνδέει με τον ορό. «Βοήθα με…» μου λέει
με τα μάτια.
Προσπαθώ να τον σηκώσω. Τα χέρια του δεν έχουν δύναμη να ωθήσουν το σώμα του να
σηκωθεί κι ας γαντζώνεται πάνω μου, σα στρείδι σε βράχο που το λούζει το κύμα.Φοράει
πάνα ακράτειας, το φανελάκι του έχει κηλίδες, είναι αξύριστος επί μέρες και τα λιγοστά
μαλλιά του έχουν κολλήσει στο κρανίο που φεγγίζει. Τα μάτια του συναντούν τη ματιά μου.
Ντρέπεται γι αυτό που βλέπει ότι βλέπω. «Έχω χάσει πέντε χρόνια τώρα την κυρά μου…»
ψελλίζει. «Τα παιδιά σου;;» τον ρωτάω. Στρέφει αλλού το κεφάλι, κάπου μακριά. Εκεί που η
αγάπη στους γηρασμένους γενήτορές μας δεν έχει τόπο πια να σταθεί, μήτε η συμπόνια κι
η συμπαράσταση. «Να σηκωθώ…» ζητά παρακλητικά.
Μια νοσοκόμα, λευκοντυμένη ανάσα, ξεπροβάλλει ξαφνικά. Με την εμπειρία αλλά και την
ανθρωπιστική προσέγγιση που διέπει -ευτυχώς- το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό της
χώρας μας, καταφέρνει να σηκώσει το θεόβαρο αν και λιπόσαρκο σώμα.
Μένω βουβή. Διαπιστώνω πόσο δύσκολα σηκώνει κανείς ένα γέρικο κι αδύναμο κορμί.
Πόσο τελικά αυτό το «σαρκίο» που κουβαλά τις πεθυμιές μας χρόνια και χρόνια, στο τέλος
μήτε τις βασικές μας λειτουργικές ανάγκες δεν είναι ικανό να εξυπηρετήσει…
«Σ ευχαριστώ…» ψελλίζει. «Δεν ξέρεις τι είναι να γερνάς, παρά μόνον όταν γεράσεις… Και
πιο πολύ, αν είσαι μόνος…» συνεχίζει, σα να μιλά στον εαυτό του.
Φεύγω, δίχως λέξη.
«Δεν ξέρεις τι ναι να γερνάς, παρά μόνον όταν γεράσεις…»
Δεν ξέρεις τι είναι η μοναξιά κι η ανημποριά των γηρατειών, παρά μόνον όταν τη βιώνεις.
Όταν ακόμη κι οι πιο απλές καθημερινές ανάγκες απαιτούν τιτάνια προσπάθεια. Από το να
ντυθεί κανείς και να τραφεί, ως και το ανέβει δυο σκαλιά, να περπατήσει ως το φαρμακείο,
να πάρει το μεγεθυντικό φακό για να διαβάσει τη δυσανάγνωστη συνταγή, να μην ξεχάσει
να πάρει τα πρωινά του φάρμακα και να θυμηθεί να μην τα πάρει δύο φορές γιατί ξέχασε
πως ήδη τα έχει πάρει. Να μην μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα, να μπορεί να
κόψει τα νύχια των ποδιών του και να τρίψει την πλάτη του στο μπάνιο.
Να μην κλαίει όταν βλέπει συγκινητικές ταινίες και να μη δακρύζει ανεξέλεγκτα για όλα
εκείνα τα πλην στα συν της ζωής του. Να χει ένα χέρι που να τον αγκαλιάζει με αγάπη κι ένα
πιάτο φαγητό, μαγειρεμένο με αγάπη. Το σεβασμό και την εκτίμηση των επόμενων και των
μεθεπόμενων της γενιάς του, μια καλή λέξη την ώρα του πόνου, ένα καλωσόρισμα και μια
πρόσκληση για συμμετοχή στους πολλοστούς κύκλους ζωής που κάνει κάθε οικογένεια…
Κι ας έχει χαθεί οριστικά εκείνος ο τύπος γιαγιάς που έγνεθε ιστορίες μπροστά στο τζάκι και
του παππού που αφηγούνταν αληθινά και πλασματικά κατορθώματα πολέμου… Κι ας
έγιναν άξενες οι πόλεις μας και αφιλόξενα τα σπίτια μας, να μη χωράει η «τρίτη ηλικία»
στις πτυχές ζωής των άλλων δύο…


Πλησιάζουν γιορτινές μέρες σε μια ακόμη ανεόρταστη καθημερινότητα. Στα γηροκομεία-
ακουμπιστήρια ανθρώπινων ψυχών, στις κάμαρες των μαραζωμένων μοναχικών ανθρώπων

θα μπουν «φωτάκια» και κάνα πλαστικό, πολυχρησιμοποιημένο γκι. Μεγαλοσχήμονες
πολιτικοί με μάσκες και συνοδεία τηλεοπτικών καμερών θα κάνουν μια περαντζάδα την
παραμονή των Χριστουγέννων. «Πουλάει» το θέμα που εμπεριέχει επίκληση στο
συναίσθημα.
Φιλάνθρωπες κυριούλες θα φέρουν μελομακάρονα, που έτσι κι αλλιώς δεν τρώγονται από
στόματα χωρίς δόντια. Τρίγωνα-κάλαντα, μια φτερούγα κοτόπουλου ή γαλοπούλας, ευχές
για «χρόνια πολλά» σε ανθρώπους που ξέρουν πως τα ξόδεψαν τα χρόνια τους τα «πολλά»
κι έχουν μόνον λίγα. Οι πιο πολλοί δε θα μπορούν καν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι τους.
Άλλοι, σε προχωρημένη άνοια, θα φωνάζουν ακατάληπτες λέξεις κι όσοι ακόμα θυμούνται,
ακουμπισμένοι στο μαξιλάρι θα κοιτάζουν ώρες τον τοίχο και στα μάγουλα θα
δακρυρροούν σταγόνες πίκρας. Ένα πι, στη σιωπή. Της γωνίας και της προθανάτιας
αγωνίας…
Εκείνη η γιαγιά που λιώνει σε ένα κρεβάτι, κάποτε ήταν μια χαρωπή παιδούλα. Εκείνη που
δε θυμάται καν πως τη λένε, στέναζαν ως και τα πεζοδρόμια όταν την έβλεπαν να
περιδιαβαίνει. Ο παππούς που κοιτά περίλυπος τον τοίχο, είχε αγωνιστεί για τη δημοκρατία
και τα εργασιακά δικαιώματα. Ο άλλος, με τον καθετήρα, ήταν κάποτε καπετάνιος και στα
χέρια του κρατούσε τις ζωές ανθρώπων κι ανθρώπων…
Άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν, διάβασαν βιβλία, μέθυσαν για σωστούς και
λάθος λόγους, έκαναν οικογένειες, γλέντησαν μα και θρήνησαν, ξόδεψαν και
ξοδεύτηκαν, γέλασαν κι έκλαψαν, έπαθαν κι έμαθαν. Κείτονται σήμερα στα περιθώρια
της δικής μας ζωής, ανήμποροι και μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ…
Ακροπατούν στο βίο μας, μη θέλοντας να μας «επιβαρύνουν» με των γηρατειών τους τα
παθήματα. Νιώθουν πως «πιάνουν τόπο», πως η γωνιά τους αφήνει βαριά σκιά στο
τρεχαλητό της μέρας μας. Οι παλιές τους περιπέτειες, οι αναμνήσεις, οι πεθυμιές τους
ξετρυπώνουν νύχτα κάτω από το κρεβάτι και ψάχνουν για κείνα τα παλιά παιδικά τους
παιχνίδια, λουσμένα στο φως μιας αμυδρής σελήνης. Αυτής, που ξέρουν πως σε λίγο θα
σβήσει…
Φέτος, στο φως των Χριστουγέννων, ας θυμηθούμε τους ανθρώπους που έζησαν το
χρόνο. Ας κρατήσει ο καθένας μας τη ψυχή του στα χέρια κι ας δώσει ένα και μόνο
χαμόγελο, ένα αληθινό χαμόγελο αγάπης. Μπορεί να ναι μικρό, μα ίσως και να ναι το
τελευταίο «μεγάλο» πράγμα που μπορεί να ζήσουν εκείνοι που απλά, «μεγάλωσαν».
Όπως, άλλωστε, θα συμβεί σε όλους μας…

17.12.2025