Τα λικεράκια

Το σπίτι μας τις γιορτές μοσχοβολούσε. Από βανίλια, κανέλα, γαρύφαλλο και σιρόπια. Σου σέρνανε τη μύτη τα χνώτα της γιορτής και σε τραβολογούσαν δια της βίας στην κουζίνα, με αυστηρά απαγορευμένη τη γνώση του καρπού τους πριν την έλευση των καλεσμένων. Τρέχανε τα σάλια, αλλά η διαταγή ήταν διαταγή. Φουσκωμένα κέικ ανοιγμένα στα δυο σαν πυρακτωμένη άσφαλτος, γλυκά του κουταλιού που τρεμούλιαζαν τα σαγόνια, όλα αραδιασμένα ψηλά στο ράφι σαν ακροβολισμένοι γλυκαντοφύλακες της επίσημης μέρας. Λίγο ακόμα και θα μας γευτείς μου φώναζαν κι εγώ μάθαινα πώς να καρτερώ τη γλύκα.
«Ε και πότε επιτέλους θα ’ρθούνε οι καλεσμένοι;», γκρίνιαζα συνέχεια.
«Γλείψε τη λεκάνη και μη μιλάς, έλεγε η μάνα, τ’ απόγευμα θε να΄ρθούνε»
Το δάκτυλο έκανε τον γύρο του θανάτου μέσα στην άψητη ζύμη και κατέληγε στο παιδικό στόμα με λειψή ικανοποίηση.
«Έλα να με βοηθήσεις, έχουμε δουλειά ακόμα!»
Ήταν του Άη Γιώργη, γιόρταζε ο πατέρας. Το σπίτι έπρεπε να είναι στην εντέλεια.
Τα τραπεζομάντιλα ν’ αστράφτουν και τα παρκέ γυαλισμένα.
Γεμάτη και η φοντανιέρα με σοκολοτάκια μαργαρίτες. Και το απαραίτητο λικεράκι μπανάνα μέσα στο σκαλιστό μπουκάλι στο σαλόνι.
«Τους δίσκους βγάλε μου!» φώναξε η μάνα.
Έτρεξα στο σαλόνι και έβγαλα απ’ το ντουλάπι τα 45άρια δισκάκια.
«Τι θ’ ακούσουμε;…να βάλω το “είμαι ένα μικρό παιδάκι που με λένε Νικολάκη”;»
«Όχι βρε διάολε αυτούς τους δίσκους, τους άλλους που σερβίρουμε!»
Ο πατέρας είχε ξυπνήσει από τον μεσημεριανό του ύπνο και ετοιμαζόταν. Ήταν όμορφος ο πατέρας. Λεβεντάνθρωπος. Χόρευε και κάτι ζειμπεκιές που αναστέναζαν και τα μωσαϊκά. Έπαιρνε τις στροφές σαν δερβίσης με μια γόπα τσιγάρου κολλημένη στα χείλη. Και σαν το μπουζούκι γύριζε σε αμανέ, γύριζε κι η καύτρα του μέσα στο στόμα και μετά πάλι έξω. Ιεροτελεστικό απόσπασμα ζωής. Η καύτρα μέσα-έξω. Το βλέμμα στο πάτωμα. Τα χέρια φτερά. Τα πόδια κολλημένα στο πάτωμα. Με έμαθε εν αγνοία του να χορεύω τη ζωή σαν μια ζειμπεκιά.
Οι καλεσμένοι κατέφθασαν στην ώρα τους. Με τα απαραίτητα εδέσματα στα χέρια. Έφτασε κι ο θείος Μιχάλης, χήρος εδώ και δέκα χρόνια και η κυρία Αμαλία από απέναντι. Γεροντοκόρη ετών 39. Όμορφη και στρουμπουλή αλλά άτυχη στον έρωτα. Ο θείος Μιχάλης κρατούσε ένα τεράστιο κουτί με έναν κόκκινο φιόγκο.
«Τι κουβάλησες πάλι μωρέ Μιχάλη..».
«Ε άνοιξέ το και θα δεις..»
Ψάρια πούλαγε ο θείος Μιχάλης απ’ τα ξημερώματα στην ιχθυόσκαλα, πηγαίναμε παρφουμαρισμένοι καμιά φορά στο σπίτι του για επίσκεψη και γυρνούσαμε ροφοί. Μύριζε παντού ψαρίλα αλλά η καρδιά του τριαντάφυλλα.
Άρχισε ο πατέρας να ξετυλίγει το πακέτο. Μέσα είχε ένα άλλο πακέτο και πιο μέσα άλλο κι άλλο, σαν τις μπάμπουσκες το δώρο του Μιχάλη, μέχρι που στο τέλος άνοιξε το τελευταίο μικρό κουτάκι κι από μέσα ξεπρόβαλε μια καπνιστή ρέγκα.
Γελάσαμε όλοι, γέλασε και η κυρία Αμαλία τρανταχτά και τρεμουλιάσανε τα στηθάκια της κι ο θείος Μιχάλης το είδε και όλοι το είδαμε.
«Σε καλό σου βρε Μιχάλη, χρόνια είχα να γελάσω τόσο», του είπε η κυρία Αμαλία με νόημα. Κι όλοι το πιάσαμε το νόημα κι έκλεισε το μάτι ο πατέρας στη μάνα και περάσαμε όλοι χαρούμενοι στο σαλόνι.
Η ώρα περνούσε με καλαμπούρια και χορούς. Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Είχαμε ένα ραδιόφωνο από εκείνα τα παλιά, τα ασήκωτα. Τότε που η αίσθηση της ακοής ήταν ακόμα το εξέχον μέσο του έρωτα. Μετά ήρθε η οθόνη κι όλα τα βλέπαμε μεμιάς πριν προλάβουμε να τα ονειρευτούμε. Κατείχε περίοπτη θέση στο σαλόνι μας, πάντα στολισμένο με το απαραίτητο σεμεδάκι. Σήκωνες το καπάκι στο πάνω μέρος κι εμφανιζόταν το πικ-απ. Έπαιζε τα δισκάκια τα 45άρια. Έπαιρνε όμως και τους βαριούς τους δίσκους των 78 στροφών. Ακούμπαγες τη βελόνα πάνω τους και μετά το απαραίτητο χρατς-χρουτς ξεκίναγε η βαριά λυπητερή φωνή του Καζαντζίδη κι έφτανε μέχρι έξω το μεράκλωμα κι αναστέναζαν κι οι περαστικοί.
Πηγαινοερχόντουσαν τα μεζεδάκια και τα κρασιά και δώστου τσουγκρίσματα κι ευχές. Είχε φουντώσει κι ο χορός και όπως κτυπούσαν τα τακουνάκια της κυρίας Αμαλίας στα πλακάκια έτσι χτυπούσε κι η καρδιά του θείου Μιχάλη.
«Τη ρέγκα, φώναξα, πότε θα φάμε τη ρέγκα;»
«Πήγαινε στην κουζίνα να τη φέρεις μου είπε η μάνα, δίπλα στα λικεράκια είναι».
Τα μισοπιωμένα ποτηράκια ήταν παραταγμένα στη σειρά. Έσκυψα και τα μύρισα. Τέτοια μυρωδιά γλυκιάς μπανάνας δεν υπήρχε στον κόσμο όλο. Ήπια δυο -τρία στη σειρά, πήρα τη ρέγκα και χοροπηδώντας την έδωσα στη κυρία Αμαλία. Η μάνα μου κόντεψε να με σκοτώσει.
«Μα να δώσει τη ρέγκα στην Αμαλία;»… έλεγε στη φιλενάδα της τη Μαρία, την επόμενη μέρα που πίνανε το καφεδάκι τους.
«E εντάξει βρε Κική μου, παιδί είναι, πού να πάει το μυαλό του, εξάλλου η Αμαλία δεν είναι και τόσο σιτεμένη… και δεν μου λες…τι έγινε τελικά με τον Μιχάλη; έδεσε το γλυκό;»
«Tι να σου πω τι έγινε…»
«Μέθυσα θεία και μετά ζαλίστηκα και μετά, όταν πήγα ξανά στην κουζίνα να πιω και το τελευταίο λικεράκι είδα….»
«Τράβα μέσα γρήγορα γιατί θα σε σκοτώσω» φώναξε απειλητικά η μάνα.
Ήθελε να τα πει εκείνη τα νέα στην κυρία Μαρία, το κατάλαβα. Πήγα κι εγώ στο δωμάτιό μου κι έπιασα να χτενίζω την κούκλα μου εξιστορώντας της την χθεσινή μου περιπέτεια.
«Λοιπόν που λες Μαρία μου, χτες είχαμε γλέντι στο σπίτι και όλοι ήταν χαρούμενοι και χορεύανε. Πιο χαρούμενοι απ’ όλους όμως ήταν ο θείος Μιχάλης και η κυρία Αμαλία. Όλο μαζί του χόρευε και μετά όταν καθότανε, ίσιωνε συνέχεια τη φούστα της και σταύρωνε τα πόδια της. Ήταν λίγο κοντή η φούστα της κυρίας Αμαλίας και ο θείος Μιχάλης όλο την κοίταζε τη φούστα και η κυρία Αμαλία έπαιζε με τη γόβα της και μια την έβγαζε απ’ την φτέρνα με το άλλο πόδι και μια την έβαζε. Τα μάτια του θείου Μιχάλη είναι γαλάζια πολύ γαλάζια σαν τα δικά σου, αλλά χτες είχαν γίνει μπλε, σκούρο σαν την φούστα της κυρίας Αμαλίας, άλλαξε μάτια ο θείος Μιχάλης κι όλο τα μισόκλεινε και κάθε φορά που έπινα ένα λικεράκι απ’ την κουζίνα τα έβλεπα όλο και πιο μπλε. Και κάποια στιγμή που ξαναπήγα στην κουζίνα για να πιω το τελευταίο βλέπω την κυρία Αμαλία στην αγκαλιά του θείου Μιχάλη και κάτι σαν “ωχ μάνα μου” να άκουσα κι η φούστα της κυρίας Αμαλίας είχε ανέβει ψηλά κι από μέσα φαινόταν ένα βρακί μπλε με μαργαρίτες καφέ σαν τα σοκολατάκια που είχαμε στην φοντανιέρα κι η εκείνη αναστέναζε βαριά κι εγώ τρόμαξα και πήγα μπροστά σε όλους και φώναξα:
«Eλάτε γρήγορα στην κουζίνα! η κυρία Αμαλία είναι άρρωστη κι ο θείος Μιχάλης την εξετάζει…»
Και τρέξανε όλοι στην κουζίνα και είδαν τον θείο Μιχάλη που είχε ανεβάσει τη φούστα της κυρίας Αμαλίας και την εξέταζε και ξαφνικά η κουζίνα έγινε κατακόκκινη κι η μάνα μου κι ο πατέρας μου κι οι θείοι όλοι κόκκινοι γίνανε κι ο θείος Μιχάλης είπε πως η κυρία Αμαλία δεν αισθανόταν καλά και ήταν ώρα να φύγει και το γλέντι χάλασε κι εγώ ζαλιζόμουν, ζαλιζόμουν πολύ και όλα τα έβλεπα μπλε και κόκκινα κι η μάνα μου κατάλαβε ότι ήπια όλα τα ποτηράκια με το λικέρ μπανάνα και με πήγε στην μπανιέρα και μου έλεγε να κάνω εμετό αλλά εγώ δεν μπορούσα, και έλεγα συνέχεια “ωχ μάνα μου” κι έβλεπα μπροστά μου τον θείο Μιχάλη με τα μπλε μάτια και τη ρέγκα και την κυρία Αμαλία και το βρακί με τις καφέ μαργαρίτες κι έλεγα στη μάνα μου πως όλα γυρνάνε, ο κόσμος όλος γυρνάει και τα λικεράκια γυρνάνε και πως όταν ξανάρθουν στο σπίτι μας δεν θα ξαναπιώ μπανάνες, και πως ήμουνα πολύ κακό παιδί σήμερα και θα ζητήσω συγνώμη απ’ τον θείο Μιχάλη και την κυρία Αμαλία – γιατί να ζητήσω συγνώμη;-και να μην ανακατεύομαι εκεί που δεν με σπέρνουνε και στο τέλος ξέρασα και μετά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο»…
«Κατάλαβες Μαρία μου τι έγινε;.»…
«Eντάξει βρε Κικίτσα μου… δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου!»
«Βρε να πιει το σκασμένο όλα τα λικεράκια…αμ κι ο Μιχάλης μες την κουζίνα!…»
«Έχει κρυφές χάρες η Αμαλία, εκείνα τα εσώρουχα πια, μόστρα μας τα κάνει κάθε φορά!»
«Μαμά τι θα πει μόστρα;»
«Mόστρα θα πει πως άμα σε ξαναπιάσω να πίνεις λικεράκια, μαύρη θα σε κάνω κακομοίρα μου….μαύρη!…»
Γράφει η συγγραφέας Χριστίνα Φούσκα