Το ρόπτρο

“Το απόγευμα ,θα κατεβούμε στην αγορά !! “
άκουσα τη μαμά μου ,να λέει ένα μεσημεράκι ,αφού είχαμε φάει και μετά και χάρηκα σιωπηλά.
Μου άρεσε πολύ ,να πηγαίνω μαζί της ,βόλτα και θα είχα ευκαιρία ,να παρατηρήσω πολλά και ενδιαφέροντα , για τα τότε μου μάτια ,αλλά και να “αγοράσω” ,ακούγοντας διαλόγους μεγάλων .
Ήρθε ,λοιπόν η ώρα, ντυθήκαμε και πήραμε το αστικό .
Κατεβήκαμε στη στάση ,πίσω απ τα ψαράδικα ,που τότε ήταν στην παραλία , περάσαμε απέναντι και προχωρήσαμε προς τον Αγιο Νικόλα.
“Ενα κεράκι ,ν΄ανάψω και μετά πάμε ,στον Γεωργιάδη ,να πάρω , πρώτα,κάλτσες ” ,την άκουσα να μου λέει ,διασχίζοντας την Βενιζέλου και στρίβοντας για την Υδρας.
Μπήκαμε στην εκκλησία, άναψε κερί…
Με την ησυχία ,που είχε …θαρρούσες ο άγιος και ο Θεός ,θα αάκουγαν τη προσευχή προσεκτικότερα ,απ ότι με τον πολύ τον κόσμο.,κάποια άλλη ώρα.
Απο κει ,στα αριστερά ,πάμε για του “Γεωργιάδη”, στα λίγα μέτρα ..
Απέναντι απο το κατάστημα αυτό , ήταν και το ζαχαροπλαστείο του Καζαντζίδη ,με τα ωραία γλυκά και ιδίως τα σιροπιαστά του, με τα μαρμάρινα τραπεζάκια του και τις μυρωδιές της κανέλλας και του φρέσκου βούτυρου ,μέχρι έξω στον δρόμο.
Εκαναν ,τις δουλειές τους στην αγορά ,οι γυναίκες τότε και κάθονταν και για μια τουλούμπα, έναν κορνε ,μια πεταλούδα ,ένα φοινίκι ,με το κρύο νεράκι, που ερχόταν συνοδεία ,στο λαχταριστό και φρέσκο,πάντα, γλυκό!!
Νάμαστε, στου “Γεωργιάδη” μπροστά και ανεβαίνουμε τα δυό τσιμεντένια σκαλάκια και μπαίνουμε..
Μεγάλο το μαγαζί και φίσκα στα εμπορεύματα νεωτερισμών.
Μέχρι το ταβάνι του , τα ράφια γεμάτα απο πράγματα., που για να τα δω, έγερνα το κεφάλι μέχρι πίσω .
Στοίβες τα εσώρουχα και στα κουτιά ,πολλά άλλα ,διάφορα πράγματα και ρούχα.
“Κάλτσες ανδρικές, δυο ζεύγη “, ζήτησε η μαμά μου “και ένα ζευγάρι γυναικείες, νάυλον …”
Βγήκαν απ το στενόμακρο κουτί τους ,οι ανδρικές και για τις νάυλον , έφερε η κυρία, που μας εξυπηρετούσε ένα ζελατινένιο φάκελλο , τον άνοιξε ,έβγαλε μια κάλτσα και προσεκτικά την πέρασε στο χέρι της, μη φύγει θηλιά( πόντος..) ,για να επιλεγεί το χρώμα…
Μετά ,τραβήχτηκε ένα χαρτί, απο τα πολλά ίδιου μεγέθους ,που κρέμονταν σε ένα τσιγγέλι και τυλίχτηκαν.
Απο ένα κουβάρι ,επίσης κρεμασμένο ,με άσπρο νήμα , κόπηκε ,όσο χρειαζοταν για να δεθεί σταυρωτά το πακέτο και με φιόγκο στο τελείωμα.
Φεύγουμε απο κει και περνάμε προς τα κάτω ,απο τα τενεκετζίδικα..και να, του Τάκη του Γιαμαλίδη το μαγαζί ,του γείτονα μας, γεμάτο μέσα έξω , με σόμπες μασίνες ,με μπουριά , κουβάδες και ‘ο,τι αλλο μεταλλικό ήθελες…
“Χμμ… ένα ποτιστήρι ,θέλω, γιατί σκούριασε το άλλο” είπε η μαμά μου”, αλλά τώρα ,έχουμε άλλα ψώνια …”
Προχωρήσαμε και βγήκαμε στην Ομόνοια **.
Δίπλα στου Καράογλου τον φούρνο, που απόγευμα ήταν κλειστός ,πάμε στου Νικολαίδη το φαρμακείο.
“Μια κρέμα φαρμακείου ,για το πρόσωπο”ζήτησε η μαμά και μέχρι ο κύριος με την άσπρη του ρόμπα ,να πάει πίσω απ την κουρτίνα, που σκέπαζε ένα άνοιγμα και να την φέρει, εγώ μύριζα, το οινόπνευμα και το ιώδιο ,που αναδύονταν στον χώρο και κοίταζα τα ντουλαπάκια, τα τζαμωτά ,με τα κουτάκια των φαρμάκων μέσα τους.
Ηρθε η κρέμα, σε ενα πλατύ στρογγυλό ροζ κουτάκι ,την έβαλε η μαμά στην τσάντα της και περάσαμε απέναντι ,επί της Ομονοίας πάντα ,για το μυροπωλείο “Φουντούκου”.
Πρίν φύγουμε απο το σπίτι ,είδα να βάζει στην τσάντα της ένα μπουκαλάκι άδειο , γυάλινο .Αυτό έβγαλε και ζήτησε να το γεμίσουν κολώνια Φουζέρ..
Γύρω στον πάγκο ήταν αραδιασμένα ,βαρελάκια γυάλινα με βρυσούλα το καθένα μπροστά του κι είχαν μέσα κολώνιες…
Τι ωραία, που μοσχοβολούσε εκεί!!
Πήρε, η κυρία του μαγαζιού το μπουκαλάκι ,έβαλε ένα μεταλλικό χουνάκι μικρό ,στο στόμιο του και το γέμισε με την κολώνια .
Μετά ,με μια σύριγγα ,τράβηξε λίγο σκούρο υγρό, απο ένα μπουκάλι και το έριξε μεσα στην Φουζέρ…
“και λίγο άρωμα ,σας βάζω ,για να κρατάει πιο πολύ η μυρωδιά”… είπε..
Βγαίνουμε αρωματισμένες και τραβάμε για του Κενανίδη στην Μ.Αλεξάνδρου.
Υφασματοπωλείο μεγάλο, γεμάτα τα ράφια ,τόπια απο πανιά ,ειδών ειδών και ο πάγκος ξύλινος ..
“Δυό πήχες φανέλλα και δυό, πετσέτα κουζίνας “, άκουσα να ζητάμε..
Μετρήθηκαν, κόπηκαν με το μεγάλο ψαλίδι απο τα τόπια τους, τυλίχτηκαν πάλι σε χαρτί ,που δέθηκε σταυρωτά,με σπάγγο από κρεμασμένο κουβάρι.
Τώρα ξαναβγαίνουμε στην Ομόνοια ,για το “Λίγα απ ολα” με τα ψιλικά ..
Ενα μέτρο λάστιχο λευκό , ζήτησε η μαμά μου , φαρδύ ,για καλτσοδέτα..
Οταν θα πηγαίναμε στο σπίτι ,θα τόκοβε και θα τόραβε ,για να κρατάει τις νάυλον κάλτσες της…
Τα πήραμε όλα ,όσα θέλαμε και “πάμε και μια βόλτα μέχρι τον Αγ. Παύλο ,τώρα , τη ακουσα να μου λέει.
Ανεβήκαμε αρκετά και πριν την εκκλησία ,τότε ,τη δεκαετία του ’60, τα μαγαζιά αραίωναν και πιο πολύ, είχε μονοκατοικίες ισόγειες , με την εξώπορτα τους ,ίσα με τον δρόμο και με ενα δυό σκαλάκια ,για να μπεις και τις αυλές τους απο το πίσω ,άφαντο μέρος.
Απο άλλες βόλτες τέτοιες,που κάναμε, έβλεπα ,ότι απ έξω τους ,είχαν ένα σιδερένιο χεράκι ,με μια μπαλίτσα στη χούφτα του ,κάπου ψηλά στην πόρτα και σχεδόν στο μέσο της..
“Τι μικρό “,σκεφτόμουν και “γιατί νάναι εκει” ,αναρωτιόμουν και αυτή τη φορά …
Μόλις πλησιάσαμε, σε ένα απ αυτά τα σπίτια, αφήνω το χέρι της μαμάς μου ,στα γρήγορα ανεβαίνω στα σκαλάκια ,σηκώνομαι στις μύτες και το χτυπάω με δύναμη κι ένα χαμογελάκι, δυο φορές!!
Η μαμά μου τρελλάθηκε!! “τι έκανες ;;;αχ, θα σε σκοτώσω!!!
Θα μας ακούσουν και θα βγουν να μας βάλουν πόστα”!!!!!!
“Μα , τι έκανα ;; ρώτησα εγώ απορημένη και με χαμένο το χαμόγελο, πια… “
“Παιδάκι μου ,αυτό το χεράκι το χτυπάει ,όποιος θέλει να μπει μέσα ,τον ακούν και του ανοίγουν….
Αντε, να φεύγουμε και ντρέπομαι ,που τόκανες αυτό..
Τι θα πω ,αν ανοίξει κανείς ;; …….”
Οσην ώρα , ένα λεπτο περίπου , μου τάλεγε αυτά, ευτυχώς ,κανείς δεν άνοιξε ,απο το χτύπημα μου..
Περάσαμε απέναντι και κατηφορίσαμε ,για τη στάση του αστικού ,για να επιστρέψουμε στο σπίτι..
Ωραία η βολτίτσα μας κι ας έκανα και μια αταξία ,απο περιέργεια ,πιο πολύ!!
………………………………………..
Οταν, μετά απο χρόνια πήγα στο Γυμνάσιο ,στο εξατάξιο Θηλέων Καβάλας, έμαθα πως το χεράκι αυτό , ήταν το Ρόπτρο!!!!.
Πριν πάω ακόμη Γυμνάσιο ,είχα ξεκινήσει Αγγλικά , παράλληλα με την Πέμπτη Δημοτικού.
Μια μου συμμαθήτρια ,λοιπόν,η Ιωάννα Ταγκαζιάν, μετά απο το μάθημα ενός πρωινού , με πήρε παρέα ,στο σπίτι της για λίγο..
Ανηφορίσαμε απο τα Αγγλικά “Αδάμα -Τερζίδου” ,που πηγαίναμε και φθάσαμε στον Αγ.Παύλο όπου έμενε.
΄Εμεινα με ανοιχτό το στόμα όταν πλησιάσαμε στην πόρτα ..
Ηταν εκείνο το σπίτι , που είχα ,το ρόπτρο του ,χτυπησει ,πριν χρόνια… και της το είπα, όταν μπήκαμε .
Το βρήκε απίστευτο και αστείο!!!!.
Γυρίζοντας στο σπίτι , είπα στους γονείς μου, πού πήγα το πρωί μετά το μάθημα μου , σε τίνος το σπίτι και, τι μου θύμησε ‘ολο αυτό και ο μπαμπάς μου , ακούω να λέει, το επίσης εκπληκτικό ,για μένα ..,απευθυνομενος στη μαμά μου.
“Αναστασία , άκου να σε πω , εκεί ,που πήγε σήμερα το παιδί , ποιανού είναι το σπίτι!!
Είναι του Κεβόρκ του Αρμένη ,που είχε το ταξί με τα φτερά εκείνο το αμερικάνικο ,που σε φέραμε νύφη απ το χωριό!”
…………………………………………
Την Ιωάννα , την έχασα ,μετά απο χρόνια και δεν έμαθα ποτέ πού βρίσκεται και αν ειναι καλά..
Το ταξί με τα φτερά, το βλέπω στη φωτογραφία και τη μαμά μου νύφη ,νέα και όμορφη ,να είναι μπροστά στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης, που παντρεύτηκαν οι γονείς μου και σαν ψέματα μου φαίνεται ,που πια πέταξε με τα φτεράκια της ,για άλλη γειτονιά κι εκείνη κι ο μπαμπάς μου.
Το ρόπτρο της μνήμης ,θέλω και το χτυπάω πολύ περισσότερο ,τώρα που μεγάλωσα και φτάνω ,χωρίς να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών και νιώθω την ατμόσφαιρα κείνου του απογεύματος στην αγορά ,του γεμάτου μυρωδιές απο τα μαγαζιά .
΄Ολα σε χαρτί τυλιγμένα ,δικό μου ,και με απαλά σταυρωμένο σπάγγο στην αγκαλιά ,να μ ακουμπάνε , μπουκαλάκια , κρεμούλα , πανάκια δυό πήχες ,μαλακά, λάστιχο φαρδύ……,που δεν σφίγγει ,αλλα συγκρατεί στο μυαλό ,εκείνα τα απλά και ασήμαντα ,ίσως, για κάποιους ,με άλλο τρόπο ζωής ,για μένα διόλου απλοικά,αλλά όμορφα και γλυκά ,σαν μια σιροπιαστή πεταλούδα ,απο του Καζαντζίδη…
**ΚΑΒΑΛΑ
ΟΔΟΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ
Ονομάστηκε έτσι το 1924. Οι βασιλικοί την δεκαετία του 1920 ήθελαν να την ονομάσουν οδό Βασιλέως Γεωργίου Α’, όπως και τη σημερινή πλατεία Ελευθερίας. Οι βενιζελικοί όμως ήθελαν η πλατεία να ονομαστεί Ελληνικής Δημοκρατίας, για να τιμήσουν την καθιέρωση της πρώτης αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα το 1924. Τελικά ονομάστηκε οδός Ομονοίας, προς χάρη της εθνικής συμφιλίωσης. Παλιότερα ο δρόμος ήταν στρωμένος με σιλντισμένο καλντερίμι.
Η κα Ε. Πέγιου περιγράφει την οδό Ομονοίας ως εξής: «κεντρική εμπορική αρτηρία και δρόμος κάποτε της μυρωδιάς του καπνού. Δρόμος των εργατικών λαϊκών μαζικών αγώνων, όπου στο οδόστρωμά του δόθηκαν κατά το παρελθόν και συγκεκριμένα στις αρχές του 19ου αιώνα οι πιο σκληρές και αιματηρές μάχες, μεταξύ του μαζικότερου εργατικού δυναμικού της χώρας, των 17.000 δηλαδή Καβαλιωτών καπνεργατών-τριών, της εργοδοσίας και της κρατικής εξουσίας».
Δήμητρα Καρακατσάνη
Απο το βιβλίο μου , ” Τα Καβαλιώτικα μικρά μου χρόνια”
Εκδόσεις Αγγελάκη
13.11.2023