Χρυσό φλουρί, μια τίμια δραχμή

Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς ,η μαμά ετοίμαζε τη βασιλόπιττα.
“Επιανε” τη μαγιά απ το πρωί και το βραδάκι ,τραβούσε το τραπέζι της κουζίνας στην άκρη , έστρωνε κάτω μια κουβέρτα, απο πάνω της ενα καθαρό σεντόνι κι έβαζε στη μέση την μπακιρένια ,καλά γανωμένη λεκάνη ,που είχε μόνο για να ζυμώνει.
Εγώ, στρογγυλοκαθισμένη οκλαδόν ,’οπως άρεζα πολύ ,σαν μικρό παιδί ,στο ντιβάνι πάνω ,την παρακολουθούσα αφοσιωμένη.
Εκείνη γονατιστή σε ενα μαξιλάρι ,για να μη πονέσουν τα γόνατα της, έπαιρνε τα υλικά ,ένα ένα ,άρχιζε το ζύμωμα και μιλούσαμε κιόλας!!
Ωραία μύριζε το πορτοκάλι, που το ξυνε και το μαχλέπι και το κακουλέ ,που τάκανε σκόνη στο ξύλινο γουδί .
Ζύμωνε με δύναμη το μίγμα !!
Ηταν νέα και μπορούσε …Αργότερα τα παράτησε και αγοράζαμε έτοιμα….
“Φλουρί,μαμά ,θα βάλουμε ; ” ρώτησα ..
¨Βέβαια!!!, μια δραχμή θα τυλίξω και θα τη βάλω απο κάτω…” απάντησε…και χαμογελαστή συνέχισε…
“Κανονικά, λίρα νάχεις να βάλεις, για το καλό!!
Αλλά,πού, εμείς ,τέτοια χαΐρια!!
Στο γάμο μας , η πεθερά μου ,η γιαγιά σου η Αναστασία,μας έδωσε μια και την καρφίτσωσε στου μπαμπά σου το πέτο ,το γαμπριάτικο.
Υστερα απο λίγα χρόνια,οταν αρρώστησε,ο παππούς σου ο Γιορδάνης,μας την ζήτησαν πίσω ,γιατί είχαν εξοδα κι ήταν κι ανέχεια , τη δώσαμε και πάει η λίρα……
Δε βαριέσαι ,ας είναι….
Οταν ήμασταν κορίτσια στο χωριό , η θειά σου η Παναγιώτα , δεν έπιανε το χέρι της για λεπτοδουλειά και πήγαινε με τον μπαμπά μας,τον παππού σου τον Κοσμά ,στα χωράφια.
Εγώ,με τη μικρή την αδελφή μου ,τη Δημητρούλα , τη θεία σου ,που 19 χρόνων το σκότωσαν το καημένο, ήρθαμε στην Καβάλα να μάθουμε ράψιμο.
Μαζί μας κι ο θείος σου ,ο Νίκος ,που πήγαινε στο Γυμνάσιο τότε.
Ηταν,πιο πάνω απ τις Καμάρες , κοντά στο Αρρένων ,ένα σπίτι, του Αμπατζόγλου, που στόδειξα μια μέρα όταν περάσαμε απο κει, τρίπατο και με στρογγυλά μπαλκόνια!!
“Είχαν τον καιρό ” τους ,καλά, οι άνθρωποι, πολλές κάμαρες το σπίτι, τα παιδιά τους φευγάτα κι η κυρά Φωτώ ,Θεός σχωρέστην,νοίκιαζε δωμάτια.
Πήγαινε ο Νίκος στο σχολείο ,η Δημητρούλα ,μάθαινε στην Αντιόπη μοδίστρα ,στα “Πεντακόσια” ,και γω στην Σγουρούλα,την μοδίστρα!!
Όμως η κυρά Φωτώ , μας έβαζε και δουλειές να κάνουμε στο σπίτι.
“Ανάστω, ” μ΄ελεγε ” είσαι τιτίζα* ,καθαρή και τι καλά ,και που με σιδερώνεις!! Εχω να το λέω”!!
Μια μέρα,,που λες, που σήκωσα τα χαλιά να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω τη καλή της τη σάλα,όπως έσκυψα κάτω απ το τραπέζι ,τι να δω!!
Μια λίρα ,στου τραπεζιού το πόδι….
Τη παίρνω και αμέσως στη κυρά Φωτώ… τη πήγα..
“Εκεί που σκούπιζα θειά ,την βρήκα, είπα…”
Την βλέπω σκύβει μια ,και μετά με κοιτάει και με λέει…”θα μ’ έπεσε ….”
Μετά απο καιρό αρκετό, πάλι στο ξεσκόνισμα , σηκώνω ένα καρέ΄στον μπουφέ της κι από κάτω ,ένα πεντόλιρο…
Μπά!!είπα!! τ’ είν’ αυτό παλι!!
Το παίρνω , της το πάω…και γυρίζει και με λέει..
¨”Ανάστω , σε δοκίμασα… Με είχαν πει ,ότι η οικογένεια του Αντωνιάδη είναι νοικοκυραίοι ,αλλά ήθελα και να ξέρω !!”
Αντε, κάνε τη δουλειά σου !! “
“Ακούς ; ακούω να λές,,”…..είπε σε μένα η μαμά μου κι εγώ δεν είχα να πω …απορημένη απ όσα άκουσα…
Η τιμή ,τιμή δεν ‘εχει και χαρά, στον ,που την έχει” λέει η παροιμία ,συνέχισε και πια το ζυμάρι είχε γίνει και το σκέπασε με άλλο σεντόνι ,το κουκούλωσε με μια μικρή κουβερτούλα και τοβαλε κοντα στη σόμπα ,να φουσκώσει.
Ολο το βράδυ ‘εμεινε ‘ετσι και το πρωί το ξαναζύμωσε, το πλασε βασιλόπιττα , το βαλε σε ταψί,αλειμένο με κρόκο αυγού , πασπαλισμένο σουσάμι και με δυό πηρούνια , έκανε ενα κεφαλαίο Χ κι ένα Π.. δηλαδή “Χρόνια πολλά” και το ‘ετος το νέο ,με αριθμούς και ύστερα , ψήσιμο στη μασίνα.
Μοσχοβολούσε ,τι ‘ομορφα ,όσο ψηνόταν ,αλλά ‘επρεπε να περιμένω , το βράδυ που θ’αλλαζε η χρονιά, να τη κόψει ο μπαμπάς ,αφού θα την σταύρωνε η μαμά πρώτα ,θα γύριζαν κι ένα γύρο το ταψί και μετά τα κομμάτια ένα ένα κι από κάτω να βλέπουμε σε ποιόν θα τύχει το φλουρί ,που δεν ήταν λίρα, αλλά μια δραχμούλα.
Αν την τύχαινα εγω ,θα παιρνα απ το περιπτεράκι δέκα καραμέλλες.
Ηταν μεγάλη υπόθεση να έχω , τότε μια δραχμή και προυπόθεση χαράς, οι δέκα καραμέλλες.
* τιτίζα= σχολαστική με τη καθαριότητα και το νοικοκυριό
Από το βιβλίο μου “Τα Καβαλιώτικα ,μικρά μου χρόνια”
3.1.2023