Ο ήλιος ανέτειλε πίσω από τα όμορφα βράχια του πολυτελέστατου ξενοδοχείου στον γαλάζιο ουρανό της Αμμοχώστου. Οι αχτίδες του ήλιου γλίστρησαν δειλά-δειλά μέσα από τις μισόκλειστες γρίλιες του παραθύρου και βρέθηκαν στο δωμάτιο της μικρής Πηνελόπης που κοιμόνταν ανέμελα στο κρεβάτι της ακουμπώντας την σαν χάδι απαλό στο όμορφο προσωπάκι της. Η Πηνελόπη, τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της κι άνοιξε τα όμορφα μάτια της χαμογελώντας, σαν να έλεγε την δική της καλημέρα.
Τότε, ανασηκώθηκε από το κρεβάτι της, τέντωσε τα χέρια της, παραμέρισε τα σκεπάσματα και πριν καλά-καλά ακουμπήσει τα πόδια της στο πάτωμα πέταξε σαν μικρό χελιδονάκι στο μπάνιο σιγοτραγουδώντας. Έπιασε αλογοουρά με το πολύχρωμο κοκαλάκι της τα μακριά καστανά μαλλιά της, ντύθηκε με το γαλάζιο φόρεμα που της έφτιαξε η νονά της και σαν σίφουνας έτρεξε στην κουζίνα. Έκανε μία μεγάλη αγκαλιά τη μητέρα της, την Μαρίνα, και καλημέρισε τα τέσσερα αδέλφια της και τη μεγαλύτερη αδελφή της, τη Ναυσικά.
Η Πηνελόπη κάθισε κι αυτή στο στρωμένο τραπέζι για να πάρει το πρωινό της. Ποιο πρωινό δηλαδή; αφού βιάζονταν να βρεθεί με τις αγαπημένες φίλες της για παιχνίδι! Σάββατο βλέπετε, μέρα ανεμελιάς και ψυχαγωγίας για την Πηνελόπη, την Αναστασία και την Ρεβέκκα.
«Να, ήρθαν, ήρθαν!» φώναξε η Πηνελόπη κι έτρεξε να τις αγκαλιάσει! Τις τράβηξε από τα χέρια και χαρούμενες τρύπωσαν στο μυρωδάτο περιβόλι της γιαγιάς και του παππού της, όπου λεμονανθοί και οι πορτοκαλανθοί σκόρπιζαν παντού τις ευωδιές τους!
Εκεί, σε αυτό το περιβόλι της Αμμοχώστου ήταν ο δικός της μικρός Παράδεισος, όπως τον αποκαλούσε η Πηνελόπη! Της άρεσε να σκαρφαλώνει συχνά στον νερόμυλο που υπήρχε και να αγναντεύει μακριά. Ανάμεσα από τα άσπρα σύννεφα έβλεπε να ξεπροβάλλει υπερήφανος ο ήλιος και να ρίχνει τις αχτίδες του στην γαλάζια θάλασσα και τη χρυσή αμμουδιά της, όπου της άρεσε να μαζεύει με τις ώρες κοχύλια.
Η Πηνελόπη, εκεί ψηλά, ένιωθε ελεύθερη και γέλαγε δυνατά με τις φίλες της! Οι φωνές τους χαρούμενες ακούγονταν παντού, τις άκουγε και ο νερόμυλος κι άρχιζε κι αυτός να γελά μαζί τους γυρίζοντας δυνατά τα φτερά του σαν να χόρευε. Το κελάρι στο νερό του κυλούσε γρήγορα στο αυλάκι και πότιζε βιαστικά τα δέντρα στο όμορφο περιβόλι, σχηματίζοντας κρυστάλλινες λιμνούλες.
Τότε, έβρισκαν την ευκαιρία η Πηνελόπη με τις φίλες της να πλατσουρίζουν μέσα στα νερά με τα γυμνά ποδαράκια τους και να κάνουν κάθε λογής παιχνίδια! Όλα ήταν μαγικά για την Πηνελόπη και τις φίλες της! Κανένας όμως, δεν ήξερε τι τους επιφυλάσσει το μέλλον!
Ξαφνικά, ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε τον ουρανό της πόλης και ο φιλόξενος παράδεισος της Πηνελόπης γέμισε φόβο από την απειλή του πολέμου. Οι σειρήνες άρχισαν να ηχούν παντού και εχθρικά αεροπλάνα τριγύριζαν σαν τρελά στον ουρανό σκορπώντας τον τρόμο και τον πανικό παντού!
Η Πηνελόπη με τους δικούς της και όλοι οι κάτοικοι έπρεπε να εγκαταλείψουν την πόλη που γεννήθηκαν και να αναζητήσουν νέα πατρίδα για να ξεκινήσουν μία καινούργια ζωή. Αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες, είχαν όμως μέσα τους την πίστη και την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν ξανά όταν η πόλη τους όταν θα είχε ελευθερωθεί.
Η Πηνελόπη με την οικογένειά της και με βουρκωμένα μάτια βρέθηκαν στο κατάστρωμα του πλοίου “Κνωσός” στο λιμάνι της Λεμεσού και από εκεί ταξίδευαν με άλλους πρόσφυγες μαζί για την Ελλάδα. Η Πηνελόπη χαμογελούσε, έπαιρνε βαθιές ανάσες και κρατούσε σφιχτά το χέρι της γιαγιάς της που με τη απαλή φωνή της, της έλεγε ότι οι άνθρωποι στον Πειραιά ήταν φιλόξενοι και θα έκανε ένα νέο ξεκίνημα στο σχολείο που θα πήγαινε, αφήνοντας πίσω της όλα τα άσχημα του πολέμου.
Η Πηνελόπη αγαπούσε πάρα πολύ το σχολείο και δεν ήθελε να χάνει μέρες χωρίς να πηγαίνει, βέβαια είχε μέσα της την ανησυχία και προβληματιζόταν για το πώς θα τη δεχτούν οι συμμαθητές της και τι εντύπωση θα τους κάνει …
Ώσπου έφτασε η μέρα που η Πηνελόπη πέρασε την καγκελόπορτα του νέου της σχολείου.
Τα παιδιά την κοίταζαν περίεργα, η Πηνελόπη τους χαμογελούσε γλυκά, αυτά όμως, ένιωθαν δύσπιστα με το χαμόγελο μιας άγνωστης.
Μόλις χτύπησε το κουδούνι και τα παιδιά μπήκαν στην τάξη, η δασκάλα τους, η κυρία Ανθή, την υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά!
Της χαμογέλασε πλατιά, την πήρε από το χέρι, την σήκωσε στον πίνακα και την σύστησε στους μαθητές της. Τους ότι είναι πρόσφυγας από την Αμμόχωστο και γι’ αυτό βρίσκεται στην Ελλάδα, επειδή ξέσπασε πόλεμος στη χώρα της και οι Τούρκοι κατέλαβαν την όμορφη πόλη της.
Τα περισσότερα παιδιά γέλαγαν κοροϊδευτικά, χωρίς να την καλωσορίσουν. Έλεγαν μεταξύ τους ότι δεν τους άρεσε η προφορά της γιατί δεν ήταν σαν τη δική τους και ήταν μια ξένη γι’ αυτούς. Η Πηνελόπη, παρόλο που στεναχωρήθηκε δεν μίλησε καθόλου, πίστευε ότι τα παιδιά τα λένε αυτά γιατί δεν τη γνώρισαν ακόμα.
Κάθισε στο θρανίο που της υπέδειξε η δασκάλα τους και δίπλα της καθόταν ήδη η Λιάνα, ένα κορίτσι που ανήκε στην ομάδα των παιδιών που γέλαγαν μαζί της και τα ονόματά τους ήταν Λούκας και Αντώνης.
Η Λιάνα διαμαρτυρήθηκε στην δασκάλα τους που έβαλε την Πηνελόπη δίπλα της, κοκκίνισε από θυμό και σηκώθηκε από την καρέκλα της, όμως η δασκάλα τής είπε να παραμείνει στη θέση της. Ενώ συνέβαιναν αυτά, ένα μικρό δάκρυ κυλούσε στα κατακόκκινα μάγουλα της μικρής προσφυγοπούλας…
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι για να βγουν διάλειμμα. Η Πηνελόπη, σκέφτηκε με ανακούφιση ότι θα έμενε μόνη της. Έβγαλε από την τσάντα της ένα λεύκωμα με φωτογραφίες κι ένα κοχύλι της θάλασσας που της θύμιζε την όμορφη πατρίδα της.
Πήγε κι έκατσε σε ένα παγκάκι, στο προαύλιο του σχολείου, βλέποντας τα άλλα παιδιά να παίζουν ανέμελα.
Κανένας δεν της έδινε σημασία, την αγνοούσαν εντελώς. Τρία αγόρια την πλησίασαν και με έντονο ύφος της είπαν:
«Να σηκωθείς να πας πίσω στην πατρίδα σου, για μας είσαι μία ξένη”.
Η Πηνελόπη βούρκωσε και πριν προλάβει να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάτια της, ένα κορίτσι που την φώναζαν Χριστιάνα, πήγε προς το μέρος τους και είπε με τόλμη:
«Τι γνωρίζετε εσείς από πόλεμο, πού ξέρετε τι έζησε η Πηνελόπη εκείνες τις μέρες, αν έχασε κάποιους ανθρώπους που αγαπούσε, ή το σπίτι που γεννήθηκε, αν είχε νερό να πιει, φαγητό να φάει και ρούχα να φορέσει; Ο πατέρας μου πολέμησε στην Κύπρο και εξιστόρησε στη μητέρα μου κι εμένα τη φρίκη του πολέμου στο νησί της Κύπρου. Η Κύπρος είναι Ελλάδα, δεν πρέπει να το ξεχνάτε ποτέ αυτό!».
Τα αγόρια ντράπηκαν για τη συμπεριφορά τους, κατέβασαν τα μάτια και ζήτησαν αμέσως συγνώμη από την Πηνελόπη.
Η Πηνελόπη ένιωθε χαρούμενη και συγκινημένη για τα υποστηρικτικά λόγια της συμμαθήτριάς της που είχε γίνει και φίλη της και δέχτηκε τη συγγνώμη από τους συμμαθητές της που της είχαν μιλήσει άσχημα.
Τότε, έδωσε το αγαπημένο της κοχύλι σε κάθε ένα παιδί για να ακούσει τους ήχους των κυμάτων της γαλαζοπράσινης θάλασσας της χώρας της, όπου μέχρι πριν από τον πόλεμο κολυμπούσε αμέριμνη κι ελεύθερη κι άρχισε να τους μιλά για τις ομορφιές της!
Στη συνέχεια, τα παιδιά έδωσαν την υπόσχεση να γίνουν οι καλύτεροι φίλοι και να είναι αγαπημένοι και ενωμένοι μεταξύ τους, όλοι μαζί σαν μια γροθιά!
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Μαρία Ιωάννου-Φίλη, συγγραφέας και ποιήτρια γεννήθηκε στην όμορφη πόλη της Κύπρου, την κατεχόμενη Αμμόχωστο. Έφτασε στην Ελλάδα στα τέλη Νοεμβρίου του 1974.
Είναι Τεχνολόγος Μηχανικός και εργάστηκε ως προϊσταμένη Μελετών και Σχεδιαστηρίου Τεχνικού Τομέα στη ΔΕΗ. Έχει διδάξει στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης της ΔΕΗ, αλλά και σε άλλες υπηρεσίες.
Έχει δώσει συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά στην Κύπρο, την Ελλάδα, στο Peakupnews και στο Ράδιο Σκάι 92,6 Κατερίνης.
Πολλά ποιήματά της φιλοξενούνται σε συλλογικά λευκώματα, ποιητικές ανθολογίες, σε γνωστά blogs στο fb, στο youtube και αρκετά από αυτά μελοποιήθηκαν με μεγάλη επιτυχία!
Επιπλέον, έχει στο ενεργητικό της πολλές συνεντεύξεις σε ραδιόφωνα, παρουσιάσεις βιβλίων της σε κεντρικά δελτία ειδήσεων, χαιρετισμούς σε παγκόσμια ραδιόφωνα και σε εκπομπές έγκριτων δημοσιογράφων.
29.10.2024