Απεφάσισα να γράψω ένα μη πολιτικό κείμενο για την Θεσσαλονίκη που επισκέφθηκα εκών άκων προ εβδομάδος επειδή η εν λόγω πόλη την οποία γνώρισα το 1976 για πρώτη φορά, ως φοιτητής, με σαγήνευσε και πάλι ως άθικτο, ανέγγιχτο από τον χρόνο, όμορφο, θελκτικό, θηλυκό.
Αν και η Αθήνα έχει θάλασσα, το παλαιό Φάληρο που αφυπνίζει μνήμες της νιότης μου όταν πηγαίναμε, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στον Μπάτη με τη μητέρα μου και τον μοναδικό μικρό μου αδελφό για μπάνιο στη θάλασσα. Πιο μακριά τη Γλυφάδα με τις καμπάνες του Αστέρος, και την ανεξερεύνητη τότε Βουλιαγμένη, που κατέστη γνωστή και κοσμική χάρις στο πολυτελές ξενοδοχείο Astir Palace. Τέλος όσοι διαθέταμε μοτοσικλέτες χαιρόμασταν τα έρημα λιμανάκια της Βάρκιζας όπου άλλωστε το μαγιό αποδεικνυόταν περιττό. Ίσως γράφω αυτόν το μικρό πρόλογο για την Αθήνα από ενοχές που μου αρέσει περισσότερο η Θεσσαλονίκη. Ίσως πάλι να έχω βαρεθεί πλέον την Αθήνα εξ ου και η σύντομη αυτή διαμονή στη Θεσσαλονίκη να με έκανε να την ερωτευθώ, όπως μια ερωμένη ξεγελά, για λίγο ευτυχώς, το σύζυγο, και τον πείθει ότι διαθέτει χάρες που δεν διαθέτει η επί ετών σύζυγος η σύντροφος. Επειδή τυγχάνω, μετά από δύο συζυγικές περιόδους, άνευ συζύγου, κατ’ αυτήν την περίοδο, δεν πιστεύω ότι με έθελξε η όμορφη Θεσσαλονίκη λόγω των θέλγητρων της. Άλλωστε στα 18 μου χρόνια την πρωτογνώρισα, στα 18 με πλάνεψε, ακόμα και ο πρώτος μου έρωτας Θεσσαλονικιά ήταν, φέρω ακόμα το στίγμα τους μέσα μου.
Θυμάμαι τότε πως αγαπούσα αυτήν την πόλη κι ας μην πέρναγα πάντα καλά και υπέροχα, όμως ανέκαθεν ασκούσε πάνω μου μια περίεργη γοητεία που αφυπνίζεται ακόμα στο αντίκρισμά της, καθώς γεμίζει το βλέμμα μου από την έκτασή της καθώς οδεύω με το αυτοκίνητό μου προς την πόλη. Ποτέ δεν βαρέθηκα αυτή τη διαδρομή, από το σπίτι μου στο κέντρο της Αθήνας, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης καθώς σχεδόν πάντα κατέλυα στο κέντρο της πόλης. Συνήθως σε ξενοδοχεία, Tourist, Ολύμπια, ABC, Mediteranee, Μακεδονία Palace, City, Holiday Inn, Capitol, Καψής, Αμαλία κ.ά. Όμως πρώτη μεγάλη μου αγάπη, παραμένει το Ολύμπια, κάτω από το Διοικητήριο, νυν Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, που από τα μπαλκόνια του απολαμβάνει ο ένοικος το ρωμαϊκό θέατρο. Απέναντι από το ξενοδοχείο ένα από τα πιο παλιότερα φημισμένα πατσατζίδικα της πόλης, του Τσαρούχα. Σήμερα η Ολύμπου και οι λοιποί δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από μπαράκια και εστιατόρια, ακόμα και μέσα στις στοές που κρύβονται πίσω από τα παλαιοπωλεία, του συρμού η της μόδας που λέμε. Λίγο πιο κάτω στη Βενιζέλου ο Χατζής και τα γλυκά του, σε μεγαλύτερο κατάστημα σήμερα. Αυτός και ο παρασκευαστής κουλουριών πίσω από την Καμάρα γλύκαιναν τους στεγνούς από το ξενύχτι ουρανίσκους μας γύρω στις 5 το πρωί που αποσυρόμασταν στα δωμάτιά μας να αναπαυθούμε η και όχι, αλλά αυτά δεν γράφονται ακόμα στη συντηρητική Ελλάδα, μόνον γίνονται.
Γράφω ελεύθερα, οιστρηλατώντας, καθώς οι αναμνήσεις αφυπνίζονται στο νου από μια θορυβώδη, βρίθουσα εικόνων, μνήμη. Ο καιρός στη διαδρομή υπέροχος, ένας ήλιος ζωοποιός να ανοίγει για εμένα, τον μοναχικό καβαλάρη, μονοπάτι πάνω στη γη. Τριγύρω εξημερωμένη φύση, καταπράσινη, ευλογημένη οκτωβριανή εποχή που η γη αρχίζει να
ανασαίνει απαλλαγμένη από τον κάματο του θέρους και στολίζεται με λουλούδια και φυλλώματα, προτού την προλάβει ο χειμώνας και την απογυμνώσει από τις ομορφιές της. Και κάπου εκεί, ξεχασμένος σε κάποιο μικρό επαρχιακό δρόμο, στέκει ολόρθος ατενίζοντας αγέρωχα τον αδάμαστο χρόνο, ο θρυλικός βασιλιάς της Σπάρτης με το Μολών λαβέ χαραγμένο στο μαρμάρινο βάθρο. Ο Λεωνίδας δια χειρός του γλύπτη Φαληρέα. Εκεί στο στενό των Θερμοπυλών που πλέον οι επιχώσεις αιώνων έχουν μετατρέψει σε πεδιάδα. Λίγο μακρύτερα δίπλα στον Σπερχειό ποταμό, πάνω στο γεφύρι της Αλαμάνας μια άλλη ηρωική μορφή, ο Αθανάσιος Διάκος, στέκει αποτυπωμένος σε ψηφιδωτό ενώ στο βάθος διακρίνουμε τις στοιχισμένες αιωνόβιες λεύκες που προδίδουν την άλλοτε περίφημη ευθεία Παπαευθυμίου που κάποτε μας οδηγούσε στη Λαμία, στους μπεζέδες και κουραμπιέδες, τις χυλοπίτες της και φυσικά τα κοκορέτσια της.
Στη Ραψάνη, όπου φύεται η άμπελος που μας δίδει τον υπέροχο ερυθρό οίνο, είχαμε θαυμάσει έναν από τους τελευταίους γυπαετούς που ζούσαν στην Ελλάδα, και στον Πλαταμώνα, το ξενοδοχείο Μαξίμ, εξωραϊσμένο μας έφερε στο νου τον θανατηφόρο εκείνο σεισμό της συμπρωτεύουσας που μας πανικόβαλε πριν από 35 περίπου χρόνια. Εκεί καταλύσαμε όταν αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την πόλη που στην Ιπποδρομίου θρηνούσε τους περισσότερους νεκρούς της. Λιτόχωρο και Δίον, στο αριστερό μας χέρι υπό τη σκιά του τόπου των Αθανάτων, του υψηλότερου όρους μας του Ολύμπου και ύστερα η τελική ευθεία μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
Ένας γοργός περίπατος στην παραλία, ένας βιαστικός καφές περιτριγυρισμένοι από πλήθη κόσμου, κυρίως φοιτητόκοσμο, τα μαγαζιά γεμάτα από κόσμο, η θάλασσα γαλήνια, ήρεμη και ο ήλιος να δύει γλυκά μέσα της. Ένα κερί στην μητρόπολη, τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, έναντι του κτιρίου που φιλοξενούσε την Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή όπου δεν διέπρεψα. Σήμερα εκεί στεγάζονται γραφεία της μητρόπολης και το ΑΒ. Λίγα μπισκότα από τον Μουρούζη, μια βόλτα στη Τσιμισκή εκεί που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος επί ώρες τραβούσε πλάνα για το Μια αιωνιότητα και μια μέρα -εκεί τον γνώρισα-, το περίφημο πράσινο με τις μακαρονάδες του όπου δειπνούσαμε εξαντλημένοι από τις προβολές του φεστιβάλ αργά το βράδυ, ένα γρήγορο πέρασμα μέσα από την αγορά του Μοδιάνο, όπου πιάσαμε ψιλή κουβεντούλα στο πόδι με κάποιους Πόντιους για τη σειρά της ΕΤ3 «Μνήμη μου σε λένε Πόντο», – με σύμβουλο τον καθηγητή Κώστα Φωτιάδη, και σκηνοθέτες τους Κ. Χαραλάμπους και Ν. Αναγνωστόπουλο – που αν και ποτέ δεν πληρωθήκαμε, χάρηκα, ειλικρινά, που έγραψα!
Ως γνωστόν στη Θεσσαλονίκη το φαγητό είναι απόλαυση, όπως και τα γλυκίσματα, και φτηνότερο από την Αθήνα. Απήλαυσα τα μύδια στο «Κρασοδικείο» και στο «(Χωρίς) Σκαλάκια», το μπουγιουρντί και την πικάντικη που στην Αθήνα επιμένουν κακώς να της προσθέτουν, αλί μας, σκόρδο, προσκύνημα στον πολιούχο της πόλεως Άγιο Δημήτριο, και τέλος έναν ήσυχο ύπνο στο 411 δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Αλέξανδρος Κακαβάς Σεναριογράφος/Παραγωγός/Σκηνοθέτης