ΤΟ ΘΑΥΜΑ ( Εγώ έχω ένα δικό μου, κατάδικο μου, Άι-Βασίλη)

Εγώ έχω ένα δικό μου, κατάδικο μου, Άι-Βασίλη. Και δεν είναι άντρας, αλλά γυναίκα. Μπορεί να μην έχει άσπρα μαλλιά, επειδή τα βάφει, αλλά είναι στρουμπουλή, όπως εκείνος, γελάει συνέχεια, όπως εκείνος, και το κυριότερο, τα χέρια της είναι γεμάτα δώρα. Κι όχι μόνο κάθε Πρωτοχρονιά ή όταν έχω τη γιορτή ή τα γενέθλια μου, αλλά όλο το χρόνο.

«Μην φέρνεις δώρα έτσι, χωρίς λόγο» της λέει η μαμά. «Την κακομαθαίνεις!»

«Μα υπάρχει λόγος» απαντά εκείνη, «αγάπη λέγεται κι είναι ποτάμι δυνατό, πώς να το σταματήσω;»

«Και που είναι αυτό το ποτάμι κι εγώ δεν το βλέπω;» ρωτάω εγώ.

«Αχ, ομορφιά μου, τα πιο σπουδαία πράγματα για να τα δούμε πρέπει πρώτα να κλείσουμε τα μάτια»

Γελάω.

«Πώς γίνεται αυτό, αφού με τα μάτια βλέπουμε!»

«Βλέπουμε και με την ψυχή, αστέρι μου, μόνο που αυτό δεν μας το μαθαίνουν. Άμα όμως εσύ θέλεις, εγώ μπορώ να στο μάθω»

Φυσικά και ήθελα. Με πήρε τότε στη ζεστή αγκαλιά της που μοσχοβολά γιασεμί και μου είπε να κλείσω τα μάτια και να σκεφτώ ένα πρόσωπο που αγαπάω πολύ. Η σκέψη μου έτρεξε κατευθείαν στον μπαμπά που δεν έχω γνωρίσει. Θα ‘θελα πολύ να ξέρω αν με βλέπει από ‘κει που βρίσκεται κι αν μ’ αγαπάει. Κι ο μπαμπάς μου εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κι ήταν πολύ πολύ λυπημένος, σαν έτοιμος να κλάψει.

«Να μην φοβάσαι να μπαίνεις στο ποτάμι της αγάπης» μου είπε. «Γιατί αυτό το ποτάμι δεν έχει σχηματιστεί από νερό, αλλά από τα δάκρυα όλων όσων σε αγαπούν και δεν μπορούν να είναι δίπλα σου. Και δεν είναι δάκρυα λύπης, αλλά χαράς που σε βλέπουν να μεγαλώνεις τόσο όμορφα και να είσαι τόσο ξεχωριστή! Εκεί θα με συναντάς όποτε θέλεις, και να ξέρεις πως εγώ σε

παρακολουθώ κι όταν χαίρεσαι, χαίρομαι κι εγώ μαζί σου. Κι όταν εσύ λυπάσαι…»

«Μόνο θα χαίρομαι μπαμπά!» φώναξα και γέλασε. Ήταν τόσο όμορφος!

Ξαφνικά όμως μια γαργαλιστική μυρωδιά έφτασε στη μύτη μου και τινάχτηκα.

«Τι μυρίζει έτσι;» ζήτησα να μάθω.

«Η μαμά σου φτιάχνει το αγαπημένο σου κέικ, εκείνο με τις σταφίδες»

Απάντησε η Αγιο-Βασιλίτσα μου πριν με ρωτήσει, «πώς πήγε το ταξίδι;»

«Τέλεια!» είπα ενθουσιασμένη και τη φίλησα στο μάγουλο.

«Να ξέρεις, αγάπη μου, πως όπως υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος τριγύρω μας, έτσι ακριβώς υπάρχει κι ένας άλλος μέσα μας»

«Και πώς χωράει ένας ολόκληρος κόσμος μέσα μας;»

«Χωράει από θαύμα!»

«Θαύμα; Τι είναι θαύμα;»

«Θαύμα είναι όταν πραγματοποιείται κάτι που θεωρούμε αδύνατο να γίνει, όπως ο άγιος Βασίλης που φέρνει τα δώρα στα παιδιά. Κατάλαβες;»

Αν κατάλαβα λέει… Και βέβαια κατάλαβα, το θαύμα είναι η γιαγιά μου!

Γράφει η συγγραφέας Νούλη Τσαγκαράκη

Από το βιβλίο “ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ” Μονόλογοι