Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε σε συζήτηση με τον Daron Acemoglu, καθηγητή Οικονομικών στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (MIT), στο πλαίσιο της 29ης Ετήσιας Συζήτησης Στρογγυλής Τραπέζης του «Economist» με την Ελληνική Κυβέρνηση, στο Grand Resort Lagonissi. Τη συζήτηση συντόνισε ο Daniel Franklin, Executive και Senior Editor του «Economist».
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, αναφερόμενος στην κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και στις διεθνείς εξελίξεις, ο Πρωθυπουργός σημείωσε:
«Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση. Όσον αφορά στην κατάσταση της Ελλάδας, δεν θέλω να επεκταθώ πολύ, γιατί είμαι βέβαιος ότι θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε περισσότερο για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Θα ήθελα απλώς να σας ζητήσω να θυμηθείτε πού βρισκόμασταν ακριβώς πριν από δέκα χρόνια. Ήταν η εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα που προκήρυξε η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και είχε πολύ σοβαρές συνέπειες, σε μια στιγμή που η Ελλάδα βρισκόταν μπροστά στην άβυσσο, με πραγματική πιθανότητα να βγει από την ευρωζώνη. Το τελικό αποτέλεσμα αυτού του πειράματος, με αυτού του τύπου την επιθετική διπλωματία, ήταν το τρίτο μνημόνιο. Δυστυχώς, η Ελλάδα, ούσα ουραγός στην ανάπτυξη την περίοδο 2015-2019, είδε ακόμη μεγαλύτερη απόκλιση από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Σήμερα, έξι χρόνια αργότερα, τα δημόσια οικονομικά μας είναι σε τάξη. Το κόστος δανεισμού μας είναι πάνω-κάτω στο ίδιο επίπεδο με αυτό της Γαλλίας. Δανειζόμαστε φθηνότερα από την Ιταλία, σίγουρα φθηνότερα από το Ηνωμένο Βασίλειο και σίγουρα φθηνότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα. Την ίδια στιγμή, εφαρμόζουμε μια αναπτυξιακή πολιτική που εστιάζει στις επενδύσεις, στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι αντιμετωπίζουμε και τα θεμελιώδη, μακροπρόθεσμα ερωτήματα για το πώς θα έχουμε μια ανταγωνιστική οικονομία που θα μπορεί να αποδίδει καλά σε βάθος χρόνου.
Φυσικά, υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις μπροστά μας, σημαντικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν, και ως μεγάλος θαυμαστής του έργου σας, καθηγητά, πάντα με εντυπωσίαζε το βιβλίο σας “Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη”, ή γιατί πετυχαίνουν. Και είμαι ένθερμος υποστηρικτής της θεωρίας της συμπεριληπτικής ανάπτυξης, που σημαίνει πως, στο τέλος της ημέρας, στόχος μας είναι να διασφαλίσουμε τη δίκαιη κατανομή της οποιας ανάπτυξης πετυχαίνουμε.
Γι’ αυτό και προτεραιότητα της κυβέρνησής μου ήταν και είναι να διασφαλίσουμε ότι οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται, οι φόροι μειώνονται, και ότι εστιάζουμε πραγματικά στο διαθέσιμο εισόδημα των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων αλλά και της μεσαίας τάξης. Αυτή είναι, πιστεύω, η ατζέντα βάσει της οποίας θα κριθούμε.
Σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κόσμος μας, εν τάχει, πρόκειται για έναν διαφορετικό κόσμο σε σχέση με αυτόν που γνωρίζαμε, ακόμα και πριν από μερικά χρόνια. Πολλές θεμελιώδεις παράμετροι της παγκόσμιας τάξης που δημιουργήθηκε ουσιαστικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ή σίγουρα μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, πλέον δεν φαίνεται να ισχύουν.
Έχουμε την ευθύνη, ως Ευρωπαίοι ηγέτες, να διασφαλίσουμε ότι η ήπειρός μας και η ενωμένη Ευρώπη μας -που είναι μια πολύ μεγάλη αγορά αλλά δυστυχώς δεν αξιοποιούμε πλήρως τις δυνατότητές της, ο Enrico ίσως έχει να πει μερικά πράγματα για το πώς λειτουργεί ή δεν λειτουργεί η ενιαία αγορά-, σε έναν πολυπολικό κόσμο όπου οι περιφερειακοί σχηματισμοί αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, θα έλεγα ότι η νούμερο ένα προτεραιότητά μας είναι να διασφαλίσουμε ότι θα προωθήσουμε τις αλλαγές στην Ευρώπη που θα μας επιτρέψουν να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί και να έχουμε ουσιαστικό ρόλο, σε μια εποχή όπου οι παράμετροι της παγκόσμιας τάξης έχουν αλλάξει, και όχι πάντα προς όφελός μας.
Θα σταματήσω εδώ, γιατί δεν θέλετε έναν μακροσκελή μονόλογο πάνω σε ένα ανοιχτό θέμα· γιατί αν δώσεις σε έναν πολιτικό ένα μικρόφωνο και μια ανοιχτή ερώτηση, συνήθως δεν σταματά».
Σε ερώτηση για το πώς η πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας Angela Merkel, που βρίσκεται στην Αθήνα, θα σχολίαζε τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε:
«Θα συναντηθούμε αύριο. Έχει ενδιαφέρον να ακούσω τι σκέφτεται σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Ήταν παρούσα στις πολύ δύσκολες, σχεδόν μοιραίες διαπραγματεύσεις. Πιστεύω ότι συνέβαλε ουσιαστικά στο να μην υλοποιηθούν ποτέ κάποια από τα πιο επιθετικά σχέδια για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Και, φυσικά, ήμασταν μαζί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όταν ελήφθησαν πολύ σημαντικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ήταν εκείνη που τελικά συμφώνησε στη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Θυμάμαι να λέει “όχι, όχι, όχι” μέχρι που τελικά είπε “ναι”. Ευτυχώς, γιατί κατάλαβε ότι η Ευρώπη έπρεπε να κάνει κάτι δραστικό και ουσιαστικό για να αντιμετωπίσει την οικονομική ύφεση μετά τον Covid. Ήταν μια απόφαση που μπορεί να λειτουργήσει και ως πρότυπο για όσα χρειάζεται να γίνουν στο μέλλον. Ελπίζω, λοιπόν, να αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει σημειωθεί.
Να επισημάνω ότι σε ορισμένα θέματα, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός και ο τρόπος που χρησιμοποιούμε την τεχνολογία -ένα θέμα που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και για το οποίο έχετε γράψει πολλά-, θα τολμούσα να πω ότι η Ελλάδα είναι τώρα μπροστά από πολλές ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά στο ψηφιακό κράτος και στον τρόπο με τον οποίο γκρεμίζουμε γραφειοκρατικά στεγανά και πελατειακές νοοτροπίες.
Στο τέλος της ημέρας, χρειάζεσαι μια καλά λειτουργούσα, αμερόληπτη δημόσια διοίκηση που δεν κάνει χατίρια και δεν αντιμετωπίζει τους πολίτες διαφορετικά ανάλογα με το πώς ψηφίζουν. Η τεχνολογία είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια λύση σε αυτό που ήταν -και σε κάποιο βαθμό εξακολουθεί να είναι- ένα συστημικό πρόβλημα όσον αφορά στη δημόσια διοίκηση».
Ερωτηθείς για τις μεγάλες προκλήσεις του σήμερα και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν, ο Πρωθυπουργός επισήμανε:
«Συμφωνώ με την παραδοχή του καθηγητή ότι η διακυβέρνηση σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία γίνεται όλο και πιο δύσκολη, για διάφορους λόγους. Τα σύνθετα προβλήματα απαιτούν σύνθετες λύσεις. Οι δημοκρατίες, από τη φύση τους, έχουν σύστημα θεσμικών αντίβαρων: δικαστήρια, ελεγκτές, κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις, θεσμούς που μερικές φορές επιβραδύνουν τον ρυθμό με τον οποίο συντελούνται αλλαγές.
Εμείς, στην Ελλάδα, έχουμε το πλεονέκτημα της αυτοδυναμίας, κάτι που πιστεύω ότι αποτελεί μεγάλη πολυτέλεια στην Ευρώπη στις μέρες μας. Τουλάχιστον δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης συνασπισμού και να διαπραγματευόμαστε με πιθανούς εταίρους. Αλλά, βέβαια, κρινόμαστε με βάση το αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένας ανταγωνισμός από άλλα μοντέλα διακυβέρνησης, τα οποία στο τέλος της ημέρας παρουσιάζονται ως πιο αποτελεσματικά, με την ικανότητα να παρέχουν δημόσια αγαθά με ταχύτερο ρυθμό.
Σκεφτόμουν, όσο μιλούσε ο καθηγητής, μια ενδιαφέρουσα σύγκριση που διάβασα μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Καλιφόρνια είναι μία από τις πλουσιότερες πολιτείες στον κόσμο, η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία. Εδώ και 30 χρόνια δεν μπορούν να κατασκευάσουν μια σιδηροδρομική σύνδεση υψηλής ταχύτητας μεταξύ του Λος Άντζελες και του Σαν Φρανσίσκο. Την ίδια στιγμή, η Κίνα έχει κατασκευάσει 25.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών υψηλής ταχύτητας. Απλώς για να θέσουμε τα πράγματα σε ένα πλαίσιο σχετικά με το πόσο δύσκολες είναι ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις, αυτά τα έργα.
Ταυτόχρονα, αν προσθέσετε στο μείγμα την ακραία πόλωση, τις ψευδείς ειδήσεις και την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης στον κόσμο της πολιτικής· μπορώ να σας πω ότι στον επόμενο εκλογικό κύκλο θα δυσκολευτείτε να διακρίνετε τι είναι πραγματικό, τι δεν είναι, τι είναι ψεύτικο, τι αποτελεί προϊόν τεχνητής νοημοσύνης. Βλέπουμε ήδη την εμφάνιση αυτών των τάσεων.
Όλα αυτά είναι δύσκολες προκλήσεις, αν και στο τέλος της ημέρας μπορούμε να κριθούμε μόνο από την ικανότητα να φέρουμε αποτελέσματα, τη συνέπεια μεταξύ αυτών που λέμε στους πολίτες όταν εκλεγόμαστε και αυτών που τελικά φέρνουμε εις πέρας, και την ειλικρίνεια της αλληλεπίδρασής μας με τους πολίτες, η οποία θεωρώ ότι απαιτεί ένα νέο, θα έλεγα πιο αυθόρμητο στυλ πολιτικής σε σύγκριση με το παρελθόν.
Επομένως, όσον αφορά στη διακυβέρνηση, οι καιροί είναι δύσκολοι. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι η επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να διασφαλίσει πως η κυβέρνηση θα είναι πιο αποτελεσματική. Θα το ξαναπώ: η τεχνητή νοημοσύνη, ως εξελιγμένο εργαλείο αυτοματοποίησης, μπορεί να βοηθήσει τους δημόσιους υπαλλήλους μας να γίνουν πιο παραγωγικοί. Συγκροτήσαμε μια ομάδα για την Τεχνητή Νοημοσύνη στο Γραφείο του Πρωθυπουργού για να εξετάσουμε τέτοιου είδους σχέδια. Έχουμε ασφαλώς το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, το οποίο μετονομάζουμε τώρα σε Υπουργείο Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, για να δείξουμε τη σημασία που αποδίδουμε σε αυτή την αναδυόμενη τεχνολογία.
Αλλά για να απαντήσω σε αυτό που είπατε, δεν πρόκειται να σχολιάσω όλες τις προκλήσεις, αλλά θέλω να σχολιάσω αυτή που θεωρώ ότι είναι η πιο πιεστική και ενδεχομένως η πιο επικίνδυνη: η αντικατάσταση εργαζόμενων σε θέσεις γραφείου από την τεχνητή νοημοσύνη, στο πλαίσιο της προσπάθειας εταιρειών να αυξήσουν την παραγωγικότητα και, βέβαια, την απόδοση των κεφαλαίων.
Όπως έχω πει, δεν πιστεύω ότι το έχουμε σκεφτεί στον βαθμό που θα έπρεπε, ούτε γνωρίζουμε την ταχύτητα με την οποία θα αντικατασταθούν ορισμένες από αυτές τις θέσεις εργασίας, τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό στην αγορά εργασίας. Τι σημαίνει, για παράδειγμα, η επανεκπαίδευση. Η απασχόληση ένα τηλεφωνικό κέντρο είναι, θα έλεγα, μια αξιοπρεπώς αμειβόμενη θέση. Ενδέχεται να εξαφανιστεί μέσα σε τρία χρόνια, επειδή απλώς η δουλειά μπορεί να γίνει φθηνότερα, σίγουρα, από ένα chatbot τεχνητής νοημοσύνης. Σας δίνω μόνο ένα παράδειγμα.
Ο διπλός συνδυασμός της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής, τον οποίο βλέπετε ήδη στην Κίνα, έχει τη δυνατότητα μαζικής εκτόπισης θέσεων εργασίας και στη μεταποίηση. Για πρώτη φορά στην ιστορία των τεχνολογικών επαναστάσεων, θαρρώ, μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια τεχνολογία που δεν θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες καταργεί. Αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί.
Ξέρω ότι υπήρχε σκεπτικισμός με κάθε τεχνολογική επανάσταση στο παρελθόν, όταν εμφανίστηκε το αυτοκίνητο οι άνθρωποι ανησυχούσαν για τις άμαξες και τα άλογά τους. Έχω, όμως, την ισχυρή πεποίθηση ότι αυτή τη φορά θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, και τουλάχιστον πρέπει να προετοιμαστούμε γι’ αυτό το ενδεχόμενο, το οποίο θα έχει επίσης δραματικές συνέπειες για το τι σημαίνει να εργάζεσαι, για το πόσο καιρό θα εργάζεσαι, τι σημαίνει για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τι σημαίνει για τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και πόσο ακριβά θα γίνουν και ποιος θα πληρώσει γι’ αυτά.
Για παράδειγμα, έθεσα στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μια ρητορική ερώτηση, αλλά θα αναγκαστούμε να δώσουμε αυτές τις απαντήσεις: θα πληρώνουν τα ρομπότ ασφαλιστικές εισφορές και φόρους; Διότι, στο τέλος της ημέρας, αν μια θέση εργασίας αντικατασταθεί από την τεχνολογία, αυτές οι εισφορές θα λείψουν, ειδικά στη δική μας περίπτωση, που έχουμε διανεμητικά συστήματα, όπου οι σημερινές συντάξεις πληρώνονται από τις σημερινές εισφορές.
Σας δίνω απλώς μερικά ακραία παραδείγματα για να αναδείξω πόσο δύσκολα είναι αυτά τα προβλήματα και πώς πρέπει να προετοιμάσουμε την αγορά εργασίας μας, το εκπαιδευτικό μας σύστημα, για μια τεράστια αλλαγή».
Σχετικά με το πώς μπορεί να προετοιμαστεί η Ελλάδα, αλλά και η Ευρώπη, για τις προκλήσεις αυτές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε:
«Καταρχάς, γνωρίζω ότι υπάρχει μεγάλος σκεπτικισμός, ιδιαίτερα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όσον αφορά στη ρύθμιση αυτής της τεχνολογίας. Αισθάνομαι ότι αυτός ο σκεπτικισμός μάλλον δεν δικαιολογείται, ως έναν βαθμό. Έχουμε σχέδιο για να διασφαλίσουμε ότι οι τεχνολογίες αυτές θα εφαρμόζονται με τρόπο που θα σέβεται τις κοινωνικές αξίες της Ευρώπης. Θεωρώ ότι μπορούμε να καταρρίψουμε ορισμένα γραφειοκρατικά εμπόδια, να αποκτήσουμε ένα περισσότερο επιχειρηματικό πνεύμα και να επιτρέψουμε σε αυτές τις εταιρείες να αναπτυχθούν στην Ευρώπη, χωρίς να πωληθούν στους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς.
Υπάρχει, όμως, ο πραγματικός κίνδυνος να συγκεντρωθεί όλη η δύναμη στα χέρια πέντε, δέκα μεγάλων εταιρειών που θα αποφέρουν ιδιαίτερα μεγάλα οφέλη στους μετόχους τους, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουν τεράστια δύναμη, μεγαλύτερη από αυτή των κυβερνήσεων, και οι οποίες θα αντιδράσουν σε κάθε είδους ρύθμιση, ακόμη και σε τομείς που κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι.
Έχω μιλήσει σε πολλές περιπτώσεις για την ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων και την έκθεσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις τεχνολογίες. Είναι πολύ απογοητευτικό να βλέπουμε ότι αυτές οι εταιρείες σταθερά επιμένουν να βγάζουν χρήματα από τα παιδιά μας, κάτι που σαφώς έχει επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία, με τρόπο που δεν δείχνει οποιονδήποτε σεβασμό στην παιδική ηλικία και το πώς προστατεύουμε τα παιδιά μας στις κοινωνίες μας.
Επομένως, ως προς την προετοιμασία, θα έλεγα ότι, καταρχάς, πρέπει να εξετάσετε τις τεχνολογίες στις οποίες η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί πραγματικά να αλλάξει τα δεδομένα: υγειονομική περίθαλψη, πολιτική προστασία, για παράδειγμα. Έχουμε πυρκαγιές, ήδη χρησιμοποιούμε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, αυτή την ώρα που μιλάμε, για να προβλέψουμε πώς θα κινηθεί μια πυρκαγιά στο πεδίο. Δεν είμαι λουδίτης, δεν είμαι κάποιος που εγγενώς φοβάται την τεχνολογία.
Στο πεδίο της υγείας, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να επιφέρει μεγάλες αλλαγές, όχι μόνο στα φάρμακα αλλά και στην εξυπηρέτηση, στη βελτίωση της εμπειρίας μέσα σε ένα νοσοκομείο. Στην εκπαίδευση, η εξατομικευμένη εκπαίδευση μέσω καθηγητών υψηλού επιπέδου θα γίνει πραγματικότητα. Μπορείς να διασφαλίσεις ότι θα προσφέρεις στα παιδιά, ειδικά σε απομακρυσμένα μέρη στην Ελλάδα, που δεν έχουν πρόσβαση στην παραδοσιακή μορφή διδασκαλίας, αυτού του είδους τις υπηρεσίες.
Ας εντοπίσουμε τους τομείς στους οποίους η τεχνητή νοημοσύνη έχει ξεκάθαρα θετική επίδραση και ας δώσουμε έμφαση σε αυτούς. Ας διαλέξουμε με σύνεση τις ρυθμιστικές μας μάχες. Ποιοι είναι οι τομείς που πρέπει σαφώς να ρυθμίσουμε; Έχω δύο προτεραιότητες κατά νου. Η πρώτη είναι η ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων. Η δεύτερη είναι ο τρόπος με τον οποίο η τεχνητή νοημοσύνη θα επηρεάσει τον δημοκρατικό διάλογο και τι σημαίνει αυτό για την ποιότητα της δημοκρατίας μας και ενδεχομένως πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη για δημόσιες διαβουλεύσεις, για να διασφαλίσουμε ότι η φωνή των πολιτών ακούγεται.
Διότι, ας είμαστε ξεκάθαροι και ειλικρινείς, υπάρχει ένα χάσμα εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και της ελίτ, σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες. Ας διασφαλίσουμε ότι η κατανομή του πλούτου δεν θα καταλήξει να ωφελεί πολύ λίγους, διότι αυτό φαίνεται να συμβαίνει αυτή τη στιγμή».
Σε ερώτηση σχετικά με τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ για τη δασμολογική πολιτική και τη θέση της Ελλάδας, ο Πρωθυπουργός ανέφερε:
«Είμαστε μια μεσαίου μεγέθους χώρα με μια ανοικτή οικονομία. Είμαστε παγκόσμιος ηγέτης στη ναυτιλία, η οποία φυσικά ωφελείται σε τεράστιο βαθμό από το διεθνές εμπόριο. Έχουμε, λοιπόν, κάθε λόγο να υποστηρίζουμε ένα διεθνές σύστημα που βασίζεται σε κανόνες, ενθαρρύνει το ελεύθερο εμπόριο και διασφαλίζει ότι οι εμπορικές συμφωνίες συνομολογούνται με αμοιβαιότητα και δικαιοσύνη, κάτι που δεν συνέβαινε πάντα στο παρελθόν, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα εντάχθηκε στο σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στις αρχές του 21ου αιώνα.
Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, ελπίζω πραγματικά ότι τα βασικά σημεία μιας συμφωνίας μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι την καθορισμένη προθεσμία της 9ης Ιουλίου. Θα ήταν, υποθέτω, οι βασικές αρχές, οι βάσεις, γι’ αυτό που τελικά θα εξελιχθεί σε μια πιο λεπτομερή συμφωνία. Θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο να ελπίζουμε σε ρυθμίσεις τύπου “μηδενικοί δασμοί για μηδενικούς δασμούς”, τουλάχιστον σε ορισμένους κρίσιμους τομείς. Αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι ένας εμπορικός πόλεμος θα ήταν ξεκάθαρα αρνητικός, τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για την Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, η Ευρώπη είναι μια πολύ μεγάλη αγορά. Και σε επίπεδο αντιλήψεων πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα πετύχουμε μια καλή συμφωνία. Δεν μπορούμε να δώσουμε την εντύπωση ότι πρόκειται για μια συνθηκολόγηση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε πιστεύω ότι υπάρχει τέτοια πρόθεση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να διαπραγματεύεται εκ μέρους μας.
Μιας και μιλάμε για δασμούς, όμως, θα ήθελα να επιστρέψω σε κάτι που έθιξα προηγουμένως. Συζητούμε πολύ για την ενιαία αγορά, αλλά αν δούμε τα εμπόδια που εξακολουθούν να υπάρχουν εντός της Ευρώπης, ουσιαστικά ισοδυναμούν με έναν εσωτερικό δασμό ως προς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η επιχειρηματικότητα. Έχουμε, λοιπόν, μια τεράστια ευκαιρία να εξετάσουμε την έκθεση Letta και τις συστάσεις της σχετικά με το πώς θα πρέπει να λειτουργεί η εσωτερική αγορά.
Σίγουρα για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προς την Ευρώπη, αυτό θα ήταν εξαιρετικά επωφελές. Ταυτόχρονα, θεωρώ ότι είναι μια σπουδαία ευκαιρία για την Ευρώπη, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, να διαπραγματευτεί νέες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με άλλες χώρες ή περιοχές που θα είναι κρίσιμης σημασίας στο νέο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, με την Ινδία να είναι η πιο σημαντική απ’ όλες. Πιστεύω ότι πρέπει πραγματικά να επικεντρωθούμε σε αυτή τη συμφωνία. Έχοντας αυτό υπόψη, η συμφωνία με τη Mercosur βρίσκεται σε διαδικασία οριστικοποίησης εδώ και πολλά χρόνια».
Ερωτηθείς αν η πίεση που ασκείται από τις ΗΠΑ λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη για την Ευρώπη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε:
«Καταρχάς, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ένας απολύτως αξιόπιστος εταίρος για την Ευρώπη έχει σαφώς οδηγήσει στο να αναλάβουμε μεγαλύτερη ευθύνη για τις ευρωπαϊκές μας υποθέσεις. Φυσικά, πιστεύω ότι αυτό θα έπρεπε να είχε συμβεί ακόμη και πριν αναλάβει την εξουσία ο Πρόεδρος Trump. Τα ζητήματα που θίγει η έκθεση Draghi σχετικά με την υποχώρηση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας έχουν μακρά ιστορία.
Πιστεύω ότι είναι μια ευκαιρία η Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης για τις δικές της υποθέσεις, ειδικά όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα και την άμυνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ξοδέψουμε περισσότερα για την άμυνα στην Ευρώπη. Γνωρίζουμε ότι πρέπει να το κάνουμε, όχι μόνο για να διασφαλίσουμε ότι το ΝΑΤΟ θα συνεχίσει να λειτουργεί στο πλαίσιο της διατλαντικής συμμαχίας, αλλά και γιατί κατανοούμε ότι η ασφάλεια των πολιτών μας είναι, στο τέλος της ημέρας, η πρωταρχική μας ευθύνη.
Ωστόσο, αυτό συνεπάγεται και δύσκολες επιλογές. Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλή θέση γιατί τα δημόσια οικονομικά μας επιτρέπουν να δαπανάμε γύρω στο 3% του ΑΕΠ χωρίς περικοπές σε άλλες δαπάνες, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι όλες οι χώρες βρίσκονται σε αυτή τη θέση».
Σχετικά με τα ζητήματα ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει η ΕΕ και τα μέτρα που λαμβάνει η Ένωση, ο Πρωθυπουργός ανέφερε:
«Τα ζητήματα ανταγωνιστικότητας είναι, ασφαλώς, απολύτως κρίσιμα. Μιλάω πολύ για την ενέργεια. Δεν μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί στην Ευρώπη με τις τιμές της ενέργειας που έχουμε σήμερα. Φυσικά, υπάρχουν και τεράστιες διαφορές στις τιμές της ενέργειας εντός της Ευρώπης. Και πάλι, είναι ένα παράδειγμα μιας ενιαίας αγοράς που υπάρχει μόνο θεωρητικά, αλλά όχι στην πράξη.
Η έμφαση σε φθηνότερη ενέργεια, είτε πρόκειται για επενδύσεις στα δίκτυα, είτε περισσότερες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές, είτε επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες όπως οι μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες, όλα αυτά, πιστεύω, είναι κρίσιμα για να διατηρήσει ή να οικοδομήσει η Ευρώπη τη στρατηγική της αυτονομία. Αλλά και για να γίνει πρωτοπόρος σε ορισμένους, τουλάχιστον, τεχνολογικούς τομείς όπου μπορεί ακόμα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.
Πιστεύω ότι, από τη μια πλευρά, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη επίγνωση ότι πρέπει να κινηθούμε ταχύτερα. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στη νέα γερμανική κυβέρνηση. Πιστεύω ότι έκανε μια πολύ καλή αρχή. Η απόφαση να δαπανήσει περισσότερα και στο εσωτερικό της χώρας είναι σημαντική για την Ευρώπη, γιατί η γερμανική οικονομία είναι πολύ σημαντική για την Ευρώπη. Η γαλλο-γερμανική συνεργασία παραμένει επίσης πολύ σημαντική.
Αλλά, φυσικά, πρέπει να έχουμε υπόψη μας -επιστρέφοντας σε αυτά που συζητούσαμε προηγουμένως- ότι καθώς η πολιτική γίνεται όλο και πιο σύνθετη στις δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες μας είναι αρκετά πιθανό ηγέτες να φέρνουν τα εσωτερικά τους προβλήματα στις Βρυξέλλες και στο τραπέζι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτό κάνει τα πράγματα πιο περίπλοκα.
Από τη μία πλευρά είναι μεγαλύτερη η αίσθηση του επείγοντος, πρέπει να κάνουμε περισσότερα, πιέζοντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εφαρμόσει πολλές από τις συστάσεις της έκθεσης Draghi. Aπό την άλλη, όμως, όταν οι κυβερνήσεις βρίσκονται υπό πίεση μπορεί να κοιτούν μόνο προς το εσωτερικό τους ακροατήριο και να μην σκέφτονται με όρους του τι είναι πραγματικά καλό για όλους μας.
Εάν πρέπει να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις, ποιο “καπέλο” φοράμε; Το εθνικό μας “καπέλο” ή το ευρωπαϊκό “καπέλο”; Προσπαθούμε να φορέσουμε και τα δύο; Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε ευρωπαϊκές εταιρείες μεγαλύτερης κλίμακας, που σημαίνει ότι πρέπει να μεταρρυθμίσουμε τους κανόνες ανταγωνισμού μας. Είμαι απολύτως ξεκάθαρος. Αυτό θα δημιουργήσει νικητές και χαμένους. Κάποιες εταιρείες μπορεί να μεγαλώσουν, ενώ κάποιες άλλες να μην τα καταφέρουν τόσο καλά. Αν έχεις έναν εθνικό πρωταθλητή, για παράδειγμα, που δεν τα καταφέρνει στο νέο τοπίο, είσαι έτοιμος να αποδεχτείς ότι αυτό είναι καλό για την Ευρώπη αλλά όχι για τη δική σου χώρα; Αυτές είναι δύσκολες και σκληρές επιλογές.
Αλλά, επιστρέφοντας στις αποφάσεις που πήραμε πριν από πέντε χρόνια, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ήταν μια μεγάλη απόφαση, 750 δισεκατομμύρια ευρώ, κοινό ευρωπαϊκό χρέος. Πρέπει να αποδειχθεί επιτυχημένο. Πιστεύω ότι στην Ελλάδα έχουμε πολύ μεγάλη επιτυχία στη χρήση αυτών των πόρων για τεχνολογικά έργα, έργα υγείας και υποδομές.
Αν θέλουμε να είμαστε φιλόδοξοι μάλλον θα χρειαστούμε περισσότερα χρηματοδοτικά εργαλεία. Ο τρέχων προϋπολογισμός δεν είναι κατάλληλος για τον σκοπό αυτό. Θα έχουμε μια πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση σχετικά με τον επόμενο προϋπολογισμό, για την περίοδο που αρχίζει το 2028. Η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει έναν πολύ, πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς θα έχουμε την προεδρία του Συμβουλίου το δεύτερο εξάμηνο του 2027. Αυτή θα είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση για την κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις επόμενες εκλογές. Ελπίζουμε να είμαστε εμείς, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα μιας εκλογικής αναμέτρησης.
Επομένως, αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα, ειδικά όταν πρόκειται για το πώς θα βρούμε τα χρήματα για να κάνουμε όλα όσα θέλουμε. Τα ιδιωτικά κεφάλαια είναι σημαντικά. Χρειαζόμαστε κεφαλαιαγορές που να λειτουργούν καλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ίσως χρειαζόμαστε και περισσότερη συγκέντρωση στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αλλά, και πάλι, αν η τράπεζα Χ θέλει να αγοράσει την τράπεζα Ψ σε μια χώρα, πώς θα αντιδρούσαμε αν αυτό συνέβαινε;
Μερικές φορές, όταν φοράμε το ευρωπαϊκό “καπέλο”, λέμε ότι θέλουμε όλα αυτά τα καλά να συμβούν. Αλλά όταν οι αποφάσεις μάς επηρεάζουν σε εθνικό επίπεδο, λέμε ότι “ίσως θέλουμε να βάλουμε φρένο”. Αυτή είναι διαχρονικά η ιστορία της Ευρώπης. Αλλά ναι, ακριβώς, αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι πλέον είναι πιο επείγον παρά ποτέ».
Ερωτηθείς για τις προτεραιότητες που έχει θέσει στο δεύτερο μισό της θητείας του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε:
«Σε ένα πολύ αβέβαιο και απρόβλεπτο γεωπολιτικό περιβάλλον, θα έλεγα ότι η πρώτη προτεραιότητα κάθε κυβέρνησης είναι να διατηρήσει τη χώρα και τους πολίτες της ασφαλείς. Στη συνέχεια, βέβαια, στα μισά της δεύτερης θητείας μας, η προτεραιότητά μου είναι να διασφαλίσω ότι θα τιμήσω την εμπιστοσύνη που μας έδειξαν οι πολίτες στις διπλές εκλογές το 2023.
Το ερώτημα που έθεσα στον εαυτό μου, αλλά και στο επιτελείο μου, είναι το εξής: αν το 2027 έχουμε υλοποιήσει το πρόγραμμά μας και έχουμε κάνει σε γενικές γραμμές αυτά για τα οποία δεσμευτήκαμε, αναγνωρίζοντας ότι η διακυβέρνηση είναι δύσκολη, ότι βέβαια θα υπάρξουν πισωγυρίσματα και λάθη, θα είμαστε μια επιτυχημένη κυβέρνηση; Έχοντας τουλάχιστον διασφαλίσει ότι δεν κάναμε το αντίθετο από αυτό που είπαμε στους πολίτες;
Διότι το πραγματικό πρόβλημα σήμερα -και δεν έχουμε μιλήσει πολύ γι’ αυτό- στις δημοκρατίες είναι η έννοια της εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη διαβρώνεται σε όλους τους τομείς, διαβρώνεται σε όλες τις γενιές. Οι νεότεροι αισθάνονται -και δικαίως, όταν ακούν τον καθηγητή να παραθέτει όλες αυτές τις απειλές και αυτά τα προβλήματα- ότι υπάρχει λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να αισθάνεται κανείς ιδιαίτερα αισιόδοξος. Οπότε, πρόκειται και πάλι για την οικοδόμηση αυτών των σχέσεων εμπιστοσύνης.
Στο τέλος της ημέρας, μπορεί να ακούγεται τετριμμένο, αλλά έχω έναν μακρύ κατάλογο πραγμάτων που θέλω να υλοποιήσω. Και θέλω να υλοποιήσω όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτά, επειδή αυτό είπα στους πολίτες το 2023 ότι θα κάνω. Αυτή είναι, τελικά, η έννοια της υπευθυνότητας. Τι σημαίνει αυτή η λογοδοσία; Σημαίνει να είσαι συνεπής και να μπορείς πραγματικά να κάνεις πράξη όσα είπες ότι θα κάνεις.
Κλείνοντας όμως, για να καταλήξω εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, θα αφορά την οικονομία, θα αφορά την πραγματική σύγκλιση, θα αφορά τους μισθούς και το διαθέσιμο εισόδημα, θα αφορά το να προσφέρουμε στους πολίτες “πυρομαχικά” ώστε να αντιμετωπίσουν το αυξημένο επίπεδο τιμών, που ήταν αποτέλεσμα της πανδημίας και αποτελεί πρόβλημα παντού αλλά και στην Ελλάδα.
Στο τέλος της ημέρας, θα αισθάνονται οι πολίτες ότι είναι σε καλύτερη θέση μετά από τέσσερα χρόνια; Και θα είσαι σε θέση να τους προσφέρεις μια ξεκάθαρη πορεία για το μέλλον; Γιατί κανείς δεν πρόκειται να σε ψηφίσει χάρη σε αυτά που έκανες. Θα σε ψηφίσουν, όμως, αν πιστέψουν ότι μπορείς να κάνεις περισσότερα. Και το παρελθόν είναι σημαντικό μόνο στον βαθμό που χρησιμεύει ως ένδειξη των προθέσεων και των δυνατοτήτων σου».
3.7.2025