«Δημογραφικό» και υπογεννητικότητα στην Ελλάδα σήμερα: δημογραφικές αδράνειες και κοινωνικές προκλήσεις της Ιφιγένειας Κοκκάλη
Aνάλυσης του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων – Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην Ελλάδα σήμερα. Σύμφωνα με τα
στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών, ο πληθυσμός της χώρας βαίνει μειούμενος και γηράσκων, ενώ η γονιμότητα
συρρικνώνεται. Η συζήτηση επικεντρώνεται στην γονιμότητα-«υπογεννητικότητα» και στην κατάρρευσή των
γεννήσεων, που το 2023 έφτασαν τις 72,3 χιλ., δηλαδή ήταν περίπου οι μισές από αυτές που καταγράφηκαν ετησίως
κατά μέσο όρο την εικοσαετία 1951-1970. Οι λόγοι που ευθύνονται για αυτήν την κατάρρευσή δεν εντοπίζονται μόνο
εντός του πεδίου της Δημογραφίας, αλλά αφορούν συνολικότερα τις κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η
Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.
Η εικόνα σήμερα, οι δημογραφικές αδράνειες στο εγγύς μέλλον, και η συνιστώσα «Μετανάστευση»
Είναι γνωστό ότι, ανάμεσα στο 2011 και το 2024, καταγράφονται σταθερά αρνητικά φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις
μείον θάνατοι), τα οποία – μαζί με τα επίσης αρνητικά μεταναστευτικά ισοζύγια της περιόδου – προκάλεσαν την
μείωση του πληθυσμού κατά σχεδόν 500 χιλ. άτομα. Ταυτόχρονα, σήμερα η Ελλάδα – εκτός από μια σχετικά
γερασμένη χώρα ( σχεδόν το 23% των κατοίκων της είναι άνω των 65 ετών, ενώ, το 2023, οι 65+ ήταν σχεδόν 1
εκατομμύριο περισσότεροι από τους νέους 0-14 ετών) – καταγράφει από τους χαμηλότερους ετήσιους δείκτες
γονιμότητας στην Ευρωπαϊκή ΄Ένωση, με τη διαγενεακή γονιμότητα να κινείται στα 1,3-1,4 παιδιά/γυναίκα (στις
γενεές που γεννήθηκαν γύρω από το 1980), δηλαδή, υπολείπεται σημαντικά του ορίου αναπαραγωγής (2,07
παιδιά/γυναίκα). Παρατηρείται, επίσης, η προοδευτική αύξηση των ποσοστών ατεκνίας, τα οποία, για τις γενεές
γύρω από το 1980, αφορούν πλέον περίπου 1 στα 5 άτομα. Καθώς, όμως, το σύστημα «πληθυσμός»
χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδράνειες, η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας τις επόμενες τρείς δεκαετίες θα
συνεχιστεί, η δημογραφική του γήρανση επίσης, και το πρόσημο του ισοζυγίου γεννήσεων –θανάτων θα
παραμείνει αρνητικό μέχρι το 2050. Επομένως, αυτή που θα προσδιορίσει καθοριστικά το εύρος της μείωσης του
πληθυσμού της Ελλάδας είναι η καθαρή μετανάστευση (Κοτζαμάνης, 2023: 24-27, 29, 33-35).
Συνεπώς, δεδομένων των αδρανειών στη φυσική κίνηση του πληθυσμού, η βελτίωση των μεταναστευτικών
ισοζυγίων αναδεικνύεται σε μείζον διακύβευμα για τη χώρα. Για να περιοριστεί η ένταση και το εύρος της –
αναπόφευκτης – μείωσης του πληθυσμού στις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να μειωθούν οι μεταναστευτικές
εκροές και να αυξηθούν οι μεταναστευτικές εισροές, ώστε να βελτιωθούν τα ισοζύγια σε βαθμό που να καταστούν
θετικά.
Ας υπενθυμίσουμε συνοπτικά ότι η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας ξεκίνησε από το 2011, και όχι νωρίτερα,
λόγω ακριβώς της μαζικής εισόδου αλλοδαπών μεταξύ 1991 και 2010, που είχε ως αποτέλεσμα ένα θετικό
μεταναστευτικό ισοζύγιο κατά 795 χιλ. άτομα. Η μαζική είσοδος νέων κυρίως ατόμων σε αναζήτηση εργασίας
συνέτεινε, εκτός των άλλων, στην επιβράδυνση της γήρανσης του πληθυσμού της Ελλάδας, στην αύξηση της
γεννητικότητάς2 του και στην τόνωση της δημογραφικής δυναμικότητάς του, δεδομένου ότι η αύξηση του
πληθυσμού της χώρας μεταξύ 1991 και 2011 αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση του αριθμού των
αλλοδαπών (διαΝΕΟσις, 2016: 249).
Η χρηματοπιστωτική κρίση άλλαξε τη φορά των ροών και το ισοζύγιο εισόδων-εξόδων έγινε και πάλι αρνητικό,
όπως στην προ- του 1990 εποχή. Κατά τη δεκαετία 2011-2021, οι έξοδοι συνεχίστηκαν, και αφορούν, αφενός, τους
οικονομικούς μετανάστες που, έχοντας εγκατασταθεί στη χώρα κατά τις δυο προηγούμενες δεκαετίες, τώρα
επιστρέφουν στις χώρες τους∙ αφετέρου, αφορούν τους νέους Έλληνες και νέες Ελληνίδες (25-34 ετών αλλά και 35
45 ετών), οι οποίοι αποδημούν. Πρόκειται κυρίως για πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και για άτομα
με κάποια άμεση ή έμμεση μεταναστευτική εμπειρία (π.χ. δεύτερη ή τρίτη γενεά μελών νοικοκυριών που είχαν
μεταναστεύσει στο παρελθόν σε κάποια ευρωπαϊκή -συνήθως- χώρα, αλλά, τις προηγούμενες δεκαετίες, είχαν
επιστρέψει στην Ελλάδα. Πρόκειται, δηλαδή, για την επαν-ενεργοποίηση υπαρχόντων – διαγενεακών –
μεταναστευτικών δικτύων).
Μετά το 2014, με τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή, η Ελλάδα – που μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία,
και τη Μάλτα αποτελούν τις κύριες πύλες εισόδου προσφύγων και οικονομικών μεταναστών στην Ε.Ε. – γίνεται το πέρασμα προς Βορρά ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων και αιτούντων άσυλο. Πολλοί απ’ αυτούς παραμένουν
«μπλοκαρισμένοι» στην Ελλάδα για μήνες ή/και χρόνια. Οι πληθυσμοί αυτοί, που χαρακτηρίζονται από το νεαρό
της ηλικιακής τους δομής και τα πολύ υψηλά ποσοστά ανήλικων παιδιών (ασυνόδευτων ή συνοδευόμενων από
την οικογένειά τους), θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη βελτίωση των δημογραφικών δεικτών, εάν μέρος εξ
αυτών είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα, τροποποιώντας, έτσι, το αρχικό μεταναστευτικό σχέδιο φυγής προς
τη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη. Η καταγραφή αρνητικών μεταναστευτικών ισοζυγίων καταδεικνύει, επομένως, ότι – μεταξύ άλλων – η Ελλάδα δεν κατόρθωσε (ή δεν θέλησε) να συγκρατήσει κάποιους απ’ αυτούς τους διερχόμενους
πληθυσμούς.
Συνεχίστε την ανάγνωση
https://www.amna.gr/files/202508/23-91347DemoNews-49_2025-FINAL.pdf
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δημογραφικό: Μείωση του πληθυσμού κατά σχεδόν 500 χιλ. άτομα- Κατάρρευση των γεννήσεων – ΑΠΕ-ΜΠΕ