Το ΑΣΑΝΣΕΡ – και ο «δικός μου ηλιοστάτης», Δημήτρης Ιατρόπουλος Γράφει ο Σταμάτης Γαλάνης

Η πρώτη μου γνωριμία με τον Δημήτρη Ιατρόπουλο δεν ήταν, όπως ίσως αρκετοί θα φανταστούν, τηλεοπτική. Δεν πάνε βέβαια και τόσα χρόνια από τότε που ο ίδιος, η πλούσια – γκρίζα τότε – κόμη του και οι πυκνές φαβορίτες του πέρασαν μπροστά από την οθόνη του μυαλού μου, στις εκπομπές του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Αν και η εμφάνισή του μαγνήτιζε το ενδιαφέρον μου, οι θέσεις του πάνω σε διάφορα κοινωνικά, πολιτικά και θεολογικά ζητήματα ήταν ακόμη πιο επιβλητικές από την παρουσία του. Σκεφτόμουν τότε, βλέποντας κάτω από το όνομά του, την ελκυστική λεξούλα «ποιητής»: τι τύπος να είναι άραγε αυτός; Ένας τύπος που για κάποιους ενδεχομένως να φάνταζε επιφορτικός ή αποκρουστικός, αλλά σε εμένα – λόγω της βιβλικής rock μουσικής γαλούχισης – φαινόταν σαν ογκόλιθος της σύγχρονης νεο-ελληνικής τέχνης. Ένας μοντέρνος, αντίστοιχος έστω, Ian Anderson με εκρηκτική ματιά· ένας Jim Morrison που κατάφερε να κερδίσει χρόνο και καταχρήσεις · ένας αδάμαστος, ασυμβίβαστος στοχαστής. Άλλωστε, σε μια από εκείνες τις εκπομπές είχε τολμήσει να εκφράσει το αμίμητο – προσέχτε δήλωση:

«Πάλι πέφτουμε στις αυθεντίες και στα δεδηλωμένα. Σας πληροφορώ, λοιπόν, κύριοι, ότι διεκδικώ απέναντί σας πολύ μεγαλύτερο μερίδιο σχέσης με αυτό που λέμε Θεό… γιατί είμαι ποιητής. Δεν μου λέτε τίποτα, λοιπόν, ούτε ως λόγιοι, ούτε ως επιστήμονες… Είμαι καλλιτέχνης! Ποιος μπορεί να μιλήσει με τα σύννεφα, έτσι όπως εγώ;»

Άντε γεια, δηλαδή – σας γλέντησα και έφυγα! Δεν είχα πέσει έξω γι’ αυτόν. Μεγάλωσα σε ένα μουσικόφιλο σπίτι, που εκτός από Beatles και Rolling Stones, το ρεπερτόριο άγγιζε και εναγκάλιαζε όλα τα είδη. Η ποικιλία είχε μπόλικα «φρούτα»: από τη Μοσχολιού, τον Μπιθικώτση και τον Πάριο, μέχρι τους Bee Gees και τη Λέανδρος. Από πιτσιρίκι ωστόσο, είχα ένα καπρίτσιο: όταν άκουγα μουσική, δεν έμενα μόνο στην ακρόαση (ειδικά όταν ήταν «ξένη»), αλλά διάβαζα – ή μάλλον καλύτερα, «ένιωθα» – τους στίχους για να κατανοήσω βαθύτερα τα νοήματα. Βλέπετε, το rock είναι γεμάτο από αυτά – και τι γεμάτο! Μιλάμε ίσως για τη μόνη μουσική (αν εξαιρέσεις το ρεμπέτικο – και το παλιό καλό λαικό) που εκπέμπει τόσα πολλά, κοινωνικά, πολιτικά, ερωτικά, υπαρξιακά – the works! Αυτό το καπρίτσιο μεταφέρθηκε φυσικά και στα ελληνικά τραγούδια. Και όπως ήταν φυσικό, «έριχνα» πάντα και μια κλεφτή ματιά στον δημιουργό, τον στιχουργό, τον συνθέτη – τον «εφευρέτη» του κλονισμού του εσώτερου συναισθήματος μας. Έμαθα από νωρίς πως αυτοί συχνά μένουν στο σκοτάδι, «παρκαρισμένοι», ενώ ο τραγουδιστής μαζεύει την λάμψη και το χρήμα από όλο το «σουξέ» (όπως τα αποκαλούσαν τότε). Ήταν έτσι άραγε και στην περίπτωση του «τύπου» που ονομάζεται Ιατρόπουλος; Πιθανώς και να ήταν. Ανάφερα προ ολίγου τον σπουδαίο τροβαδούρο μας, Γιάννη Πάριο. Ο καλλιτέχνης αυτός, παρότι δεν είχε καμία σχέση με το rock ‘n’ roll, μιλούσε πάντα στην ψυχή μου με λόγο ακέραιο, μελωδικό, ερωτικό, λαϊκό. Το «Για πάντα μαζί» είχε μέσα του την ελπίδα που έψαχνα εκείνα τα χρόνια – «σε αυτό το ανηφόρι που λέμε ζωή». Μου άπλωσε το χέρι, γιατί έψαχνα κάποιον να «με αγαπά για να μην νιώθω μονάχος». Η δισκοθήκη του «πατρικού» μου, όπως είπα, ήταν πλούσια. Ανάμεσά της, η νεραϊδα του παραμυθιού της δεκαετίας του 1970, Βίκυ Λέανδρος. Και μέσα στην καρδιά της Βίκυς, πάλι ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, με το «Η ζωή είναι ωραία». Εδώ χρειάζεται να υπογραμμίσουμε: Όχι, δεν γράφονται τέτοια τραγούδια πλέον. Γράφτηκαν, ωστόσο, προς μεγάλη τέρψη και ανακούφιση, μέσα σε εκείνη την χρυσαφένια, λησμονημένη εποχή. Και τούτο το γλυκύτατο αηδόνι μας μετέφερε ολάκερη την ομορφιά και το σφυγμό της εποχής, μέσα απο τους στίχους του Ιατρόπουλου:

«Μην νοιάζεσαι λοιπόν, γιατί η ζωή είναι ωραία.
Το δάκρυ αυτό, τώρα το στερνό, θα το στεγνώσει ο καιρός.
Μη νοιάζεσαι λοιπόν, γιατί η ζωή είναι ωραία…
Κυλάει ξανά η ρόδα της ζωής, τι κι αν χωρίσαμε εμείς

Και έτσι, επειδή η ζωή γεμάτη φίλους – στίχους, δημιουργία και μουσική είναι όντως ωραία, ο ένας δίσκος έφερνε τον άλλον – και διαρκώς έπεφτα πάνω στο όνομα: Δημήτρης Ιατρόπουλος. Είτε στα «Δεν μετανιώνω» και «Αν με αγαπάς» της Δήμητρας Γαλάνη, είτε στο υπέροχο νεανικό άσμα «Αυτός που περιμένω» της Άννας Βίσση, είτε στο «Γύρω γύρω όλοι» του έτερου Καππαδόκη του έρωτα Τόλη Βοσκόπουλου – η λίστα μεγαλώνει και συνεχίζει, και συνεχίζει. Φτάνει να την ψάξεις λίγο στο διαδίκτυο, είναι εκεί για σένα. Είτε είσαι συνθέτης ή στιχουργός, είτε απλός ακροατής, θα καταλάβεις ότι η στιχουργική του Ιατρόπουλου χαράσσεται πάνω στην καρδιά, όπως ακριβώς χαράσσονται τα σύννεφα πάνω στον ουρανό. Οι στίχοι έρχονται, φεύγουν και επανέρχονται δριμύτεροι – όπως η άγια βροχή που καταβρέχει το ταλαιπωρημένο σώμα που είναι από χώμα. Και όπως το χώμα έχει ανάγκη τη βροχή για να μυρίσει όμορφα, έτσι και η ψυχή που κατοικεί μέσα στο σωμα έχει ανάγκη τη μελωδία για να ανθίσει μέσα στο γήινο, παράλογο παιχνίδι του χρόνου.

 

Στο Preston, λοιπόν, της Μεγάλης Βρετανίας – την εποχή που η ποίηση, η μουσική και η τέχνη με χτύπησαν σαν οδοστρωτήρας, με στρώσανε, με τσαλάκωσαν και ταυτόχρονα χρωμάτισαν με πεταλούδες το καμβά μου – γνώρισα για πρώτη φορά την ποίηση του Δημήτρη. Οι πρώτες μου σκέψεις τότε ήταν αν αυτός ο άνθρωπος ζει, ή αν βρίσκεται πλέον δίπλα στα υπόλοιπα ιερά τέρατα που γνώρισα εκείνη την εποχή: τον Αναγνωστάκη, τον Ελύτη, τον Τάσο Λειβαδίτη. Αργότερα, η αναζήτησή μου στο τότε εμβρυακό διαδίκτυο και στην τηλεόραση μου έλυσε την απορία. «Ρε συ, αυτός έχει γράψει στίχο στο Για Πάντα Μαζί!» είπα μέσα μου. Κέντρισε την προσοχή μου. Την ποιητική συλλογή που διάβασα στο Preston, δυστυχώς, δεν την έχω πια. Πιθανώς ξέμεινε πίσω, κρυμμένη σε κάποιο συρτάρι εκείνου του φοιτητικού «αχουριού» που αποκαλούσα σπίτι, στο νούμερο 12 της Avenham Lane. Έμεινε πίσω, όπως και οι υπέροχες αναμνήσεις της πρώτης μου νιότης. Εκείνης της μελωδικής και πραγματικής μου σπουδής: της αναζήτησης νοήματος, εμπειριών και αλήθειας. Ο Ιατρόπουλος, ωστόσο, είχε μπει στην τσέπη μου. Ένα σημείο αναφοράς στον έναστρο νεανικό ουρανό μου.

Χρόνια αργότερα, τον γνώρισα από κοντά. Δεν θα αναλύσω τώρα όσα ένιωσα – ή μάλλον βίωσα – στην πρώτη μας δια ζώσης γνωριμία. Θα αρκεστώ στον συνδυασμό καφέ και κονιάκ που ήπιαμε. Στο ευχετήριο μήνυμα-βίντεο που στείλαμε στην Ευδοκία. Στο ότι αργήσαμε και μας έψαξε στο τηλέφωνο η Κατερίνα του – η Κατερίνα μας. Και στο ότι μου είπε πως χαίρεται που «αγκαλιάζω τον άλλο σαν πραγματικός Έλληνας». Τέλος, ανταλλάξαμε βιβλία. Εγώ του έδωσα τους «Σχιζοφρενείς» μου – μόλις είχαν εκδοθεί. Εκείνος μού χάρισε έναν ολόκληρο θησαυρό από το έργο του: κάποια χειρόγραφά του, και τα βιβλία «Μια ζωή ποίηση (1957–1992)» και το «Ασανσέρ». Κατάλαβα από τα συμφραζόμενα ότι το τελευταίο είχε κάτι πολύ βαθύτερο να μου πει. Σαν να μου έκλεινε εκείνος, το γεμάτο μυστήριο και δραστηριότητα μάτι του, και να μου έλεγε: «Παιχταρά μου, αν θέλεις να μάθεις 1-2 πράγματα για μένα και τη ζωή – αυτό να διαβάσεις.» Πέρασε καιρός. Την ποιητική του συλλογή την «κατάπια» αμέσως, το ίδιο καλοκαίρι στη Σύμη. Είχα πάει να βρω τον Αρχάγγελο και να κάνουν τα παιδιά μου μπάνια στο λιμανάκι του Εμπορειού – έναν επίγειο Παράδεισο όπου απέναντι δεν ατένιζες τίποτα άλλο πέρα από το απέραντο γαλάζιο χρώμα των παιδιών, και το υποθαλάσσιο, παράδοξο νόημα της ύπαρξης. Και στα χέρια μου, η ποίηση του Ιατρόπουλου. Ένα παράδοξο, μεταφυσικό σμίξιμο! Ύστερα ακολούθησαν πολλά. Ο Δημήτρης έγινε φίλος. Το λέω και μουδιάζει το μυαλό μου: στενός φίλος. Αρωγός στο έργο μου, ενεργός συμμετέχων στο δικό μου, πρόσφατο «Ποτάμι». Μόνιμα, ένα τηλέφωνο μακριά και μια φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής να λέει: «Έλα Στάμο μου»…

Και έτσι, αγαπητοί αναγνώστες, έχοντας ελαφρώσει το στήθος μου από αυτά, ας πάμε μια βόλτα στο Ασανσέρ του. Και αργήσαμε κιόλας. Ανοίγεις το βιβλίο. Στα «αυτάκια» του διαβάζεις τι είπε η Μελίνα Μερκούρη για τον Δημήτρη: «Σε αγαπώ γιατί είσαι όμορφος, γράφεις με ωραίο τρόπο σπουδαία πράγματα.» Ποια; Η Μελίνα. Δίχως επίθετο, γιατί μία ήταν η Μελίνα. Μία και η ιδέα της. Και αυτή η ιδέα μιλάει για την ιδέα του Ιατρόπουλου. Ακολουθεί η αφιέρωση του σε εμένα – υπογράφει «ο Δημήτρης, 2023». Δίχως επίθετο, και δικαίως. Μια μεγάλη ανάσα μπαινοβγαίνει στο στήθος. Η λογοτεχνία μ’ έφερε στο κατώφλι του. Από εδώ και πέρα, η τύχη μου σταματά και αρχίζει η ευθύνη. Ξεκινώ να διαβάζω το «Προλέκτιο Κάλεσμα» στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Ανατριχιάζω – κάτι που δεν μου συμβαίνει συχνά.

«Θα μου μάθεις την έκπληξη, θα σου μάθω την πλήξη.
Θα μου μεταγγίσεις την καθημερινή ελπίδα, θα σου δώσω να μεταλάβεις την περήφανη απελπισία…
Έλα, αγαπημένη, αγαπημένε, αγαπημένο… έλα…»

Ο συγγραφέας ξεκινά από τον εγκλωβισμό σε ένα ασανσέρ. Δεν είναι το μέρος, αλλά ο ίδιος ο εγκλωβισμός που έχει σημασία – η στενότητα που ζούμε – και βιώνουμε με την συναίνεση μας. Μέσα σε μια δουλειά, μια σχέση, ένα γάμο, ένα υπόγειο, μια πίστη, μια ιδεολογία – μια ελεγχόμενη κοινωνία. Ο ποιητής ανάβει αμέσως το φως, από τον ίδιο τον τίτλο, όπως ακριβώς και τον αναπτήρα μέσα στο ασανσέρ. Και κάπου εκεί ξεκινά το κάπνισμα και η διήγηση. Πιστός φύλακας το μαγνητοφωνάκι και, φυσικά, ο καπνός για το τσιγάρο. Πρώτη στιγμή: «Κατάληψη!» Ο Δήτρης, ο Κούλης, η Γιαννούκα – και ο μυστήριος ευεργέτης-σκηνοθέτης. Μια ιστορία ανάγκης, επιβίωσης και απλότητας, μαεστρικά διηγημένη. Με ένα υπέροχο δίδαγμα: η γειτονιά σε ανεβάζει, η γειτονιά σε κατεβάζει – σε οποιοδήποτε μέρος – οποιαδήποτε χώρα, όχι μόνο στη δική μας. Το χαμόγελο έρχεται στα χείλη, καθώς τα συναισθήματα του αναγνώστη εναλλάσσονται αστραπιαίως. Γίνεσαι οι ξαφνικές γροθιές του Δήτρη και η απελπισία της Γιαννούκας – και παραλληλά ατενίζεις την αισιοδοξία για μια νέα αρχή. Happy end; Φυσικά και όχι – μιλάμε για τον Ιατρόπουλο! Τίποτα δεν μπορεί να είναι σκηνοθετημένο. Κατάληψη, είπαμε, όχι επανάληψη! 

Πριν τη «Λουτρόπολη», ο συγγραφέας μας παραδίδει ηθελημένα ένα αναγκαίο μάθημα συγγραφής. Σημειώνει: «Να μην μου ξεφύγει ούτε μια θέση, μια άποψη, μια οπτική γωνία στις περιγραφές. Να μείνει παγωμένος ο λόγος, ίσα-ίσα να μπάζει στα γεγονότα. Και να φεύγει γρήγορα, χωρίς ενδιάμεσα και λυρικά… Να μην πάρω θέση πουθενά, να μείνει ο ήρωας έξω από τον λόγο.» Εντάξει, δάσκαλε, θα το έχουμε υπόψη – φύγαμε τώρα, ακόμη πιο έτοιμοι για την πόλη του φωτός και της ζέστης. Τη Λουτρόπολη. Ποιος είναι άραγε ο ξένος; Μήπως τάχα εσύ, παράξενε διαβάτη της ζωής; Ο ποιητής έξω από τον λόγο; Αλλά και μέσα στο νόημα του ασήμαντου που ξάφνου γίνεται σημαντικό; Διότι, όπως ο ίδιος παρατηρεί εύστοχα: «Η πείρα μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, στα σημεία αλλαγής μας. Όπου αλλάζουμε, η πείρα μας προσθέτει ή μας αφαιρεί. Χτίζει, το νέο κάθε φορά, εαυτό μας». Ψήγματα σοφίας από έναν σκεπτικιστή της εποχής που εξαφανίζεται στη θάλασσα μέσα στη νύχτα, αφήνοντας όλα τα ρούχα του πίσω ως απόδειξη ύπαρξης. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τους ποιητές που αφήνουν τα βιβλία τους πίσω στα παράλια της ζωής, σαν τα ρούχα που κάποτε φόρεσαν. Παρακαταθήκη η μυρωδιά τους, τα σχέδια, η εποχή τους. Και εκείνοι χάνονται – και βρίσκονται – όπως τα αστέρια στην Άβυσσο.

Συνεχίζω την ανάγνωση με πάθος. Δεν με ενοχλούν οι συχνές εναλλαγές στη γραμματοσειρά. Το αντίθετο μάλιστα! Επιτέλους, σκέφτομαι – στον Ιατρόπουλο δεν υπάρχουν νόρμες. Ωστόσο, καθετί μέσα στο έργο του φαίνεται να είναι μαεστρικά τοποθετημένο στην κατάλληλη αράδα, την κατάλληλη στιγμή. Κάθε λέξη, κάθε στιγμή, κάθε εικόνα σου ψιθυρίζει φλεγματικά: «σήκωσέ με όρθια, θα βρεις κάτι διαφορετικό από κάτω»! Η «Νύχτα» που ακολούθησε, μου προκάλεσε δέος και έστειλε ανατριχίλες στον αυχένα μου. Με ταξίδεψε στους The Doors και το περιβόητο άσμα «Whiskey and Mystics and Men». Da da da . . . Da da da . . . Μια μαγική, γοτθική ατμόσφαιρα απλώθηκε στο μυαλό μου και, μέσα σε αυτή τη γοητευτική μέθεξη, συνεχίζει η φιλοστοχαστική διαδρομή του συγγραφέα με τον αναγνώστη, όπως ένα χελιδόνι που περνά σε άλλη εποχή. Είναι η εποχή μας – ενδιαφέρουσα, αντιφατική, γεμάτη φως και σκοτάδι μαζί. Δεξίωση και ρωμαϊκό όργιο. Πλήρης, και παράλληλα κενή. Η νύχτα τελειώνει και χάνονται οι φιγούρες στην αιθάλη του μαγεμένου δάσους. Παίρνω ανάσα μια στιγμή, κλείνω το βιβλίο και ρίχνω μια ματιά στην πίσω σελίδα του, στο οπισθόφυλλο. Βλέπω την εικόνα του ποιητή μας να απλώνει τα χέρια όπως ένας μαέστρος. Το πέτυχε, ήθελε δεν ήθελε, όποιος και να το σκέφτηκε. Μπορεί και ο ίδιος. Μετά μου ήρθαν τα ακόλουθα λόγια του στο μυαλό: «Ελαφραίνω! Σχεδόν έγινα όλος μια ιδέα… αισθάνομαι πως είμαι ολόκληρος ένας νευρώνας του εγκεφάλου μου». Έγινα όλος μια ιδέα. Σήμερα, αύριο. Για κάποιες μέρες ακόμη θα αλληλεπιδρώ νοερά με αυτόν τον υπέροχο στίχο.

Δεν θα κουράσω άλλο με τα κείμενα. Ακολουθεί ο «Ηλιοστάτης» – και πραγματικά – όποιος το αντέξει. Και τονίζω το ρήμα «αντέξει». Πρόκειται για τη δεύτερη ενότητα του έργου, και αυτή με τη σειρά της αποτελεί ένα νέο βιβλίο μέσα στο βιβλίο – και τι ενότητα: ένας παγκόσμιος χάρτης ψυχανάλυσης – ορατότητας – και φιλοσοφικής διέγερσης. Ολάκερο άλλωστε το Ασανσέρ βρίθει από εννοιολογικά αποστάγματα και αποτελεί μια πλουσιοπάροχη φιλοσοφική περιπέτεια με ένα ολοκάθαρο διανοητικό μανιφέστο – ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΡΗΜΑΔΑ ΣΤΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΣΗΣ. Και ο ποιητής κρεμάει το ευλογημένο και ταυτόχρονα καταραμένο κεφάλι του έξω από το τρένο και το όνειρο, ατενίζοντας τη διαδρομή. Και στον βαθύ φροϋδικό του ύπνο γίνεται ένας «γιος της φύσης – κάτι ανάμεσα στο πλάσμα και το φάσμα». Ξυπνά ιδρωμένος μέσα στον οδυνηρό ανθρώπινο προβληματισμό και εκεί δραστηριοποιείται με όλη του τη λογοτεχνική δύναμη. Η ποίηση δραπετεύει από κάθε φράση, και κάθε στιγμή μετατρέπεται σε ένα λεξιπλαστικό φευγιό. Και εκεί, που ο αναγνώστης δέχεται τα πολλαπλά χτυπήματα της Ιατροπουλικής μοίρας και πένας – εκεί – ο ποιητής τον καλεί πίσω στην «τάξη» – που δεν είναι τίποτε άλλο από μια μόνιμη τάξη, πάνω σε μια μόνιμα κατασκευασμένη αταξία. Και επιμένει: «Να σκεφτούμε πάνω στη σκέψη» ή, όπως το θέτει πιο κάτω, στο σύστημα αναφοράς του. Και πάνω σε αυτό, εξαπολύει τους ατσαλένιους μύδρους του· ας δούμε μερικούς:

«Οι τοίχοι έχουν τα δικά τους μυστικά. Παράξενα.»
«Είμαι ο θάνατος και η ζωή μαζί, αγκαλιά, ξαπλωμένοι πάνω στα φτερά μιας πεταλούδας.»
«…Ζωγραφίζοντας τον κόσμο του αλλιώτικου μέσα στην απέραντη γαλαξιακή μήτρα του απείρου.»
«Η κριτική είναι η φασιστικότερη επινόηση της ανθρώπινης σκέψης.»
«Η ατμόσφαιρα ήταν ασημένια, κρεμασμένη πάνω σε μια νοητή γραμμή.»
«Η δροσιά γουργούριζε σαν περιστέρι πάνω στο δέρμα της νύχτας.»

Πρόσφατα, έτυχε να του πω στο τηλέφωνο ότι το Ασανσέρ δεν είναι ούτε νεότερο ούτε παλαιότερο έργο. Εκδόθηκε το 2014, από τις εκδόσεις Αγγελάκη, αλλά στην ουσία, για εμένα είναι και θα παραμείνει «άχρονο». Όπως, για λόγου χάρη, (δίχως τις κλισέ, τετριμμένες υπερβολές των φίλων μεταξύ τους) το «Υπόγειο», η «Ασκητική», η «Ηλιόπετρα», το «Εγκώμιο της Σκιάς» και τα υπόλοιπα διαμάντια της στοχαστικής λογοτεχνίας. Θα επιστρέφεις σε αυτό, όπως ακριβώς επιστρέφεις στα αστέρια του βραδινού ουρανού, τα οποία όχι μόνο δεν έχουν χρόνο, αλλά δεν σε ενδιαφέρει να έχουν χρόνο. Είναι απλά εκεί, κάνουν το ταπεινό καθήκον τους, άλλοτε σιωπηρά, δίχως διαμαρτυρία, και άλλοτε με στεντόρεια φωνή εκτοξεύουν την ελεγεία τους με σκοπό να συντροφεύσουν και να διδάξουν: για τη ζωή, τον πόνο και τον άχρονο χρόνο, την ύπαρξη – την οδύνη και την ηδονή – όπως ακριβώς όλα αυτά τα σπουδαία και βαθυστόχαστα, τα μικρά και τα λιλιπούτεια (μαζί με ένα ζευγάρι όμορφα μπούτια, πάντα) τα απογειώνει και τα αποθεώνει αυτό το υπέρλαμπρο, φωτοδοτικό Βέγκα – αυτός ο παράξενος διαβάτης της ζωής – ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας – και παράλληλα ο ξένος μέσα μας και ανάμεσά μας, γύρω μας, πλάι μας. Ο ποιητής της αμφισβήτησης: Δημήτρης Ιατρόπουλος.

Χαίρε λοιπόν – πολυαγαπημένε, τραγουδισμένε και χιλιοδιαβασμένε συνθέτη, στιχουργέ και ποιητή, Ιατρόπουλε. Η Νιτσεϊκή άβυσσος «σε κοίταξε πίσω». Η αιωνιότητα σου χαμογέλασε με γενναιοδωρία και έχει κρατήσει μια περίοπτη θέση για εσένα. 

Χαίρε δικέ μου – και της Ευδοκίας μου – επιστήθιε φίλε Δημήτρη, θα έχεις πάντα μια ξεχωριστή θέση στην ζωή, την ποίηση και στον (ακόμη) νεανικό έναστρο ουρανό μου. 

Για πάντα, αν υπάρχει πάντα τελικά, θα είμαστε μαζί. 

 

Σταμάτης Γαλάνης 

συγγραφέας / συνθέτης

Νοέμβριος 2025