Το «ΕΡΜΕΝΙΛΕΡ» είναι μια φιλοσοφική μελέτη πάνω στην αιώνια διαπάλη του ανθρώπου ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, ανάμεσα στην ύβρη και τη συγχώρεση.
Ο Δημήτρης Μπονόβας δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία διαλογίζεται πάνω στην ίδια την Ιστορία.
Το έργο ανοίγει μέσα από τη στάχτη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (2021) και μας μεταφέρει αιφνίδια στην Κωνσταντινούπολη του 1908. Αυτό το άλμα από το παρόν στο παρελθόν δεν είναι μια αφηγηματική τεχνική, αλλά φιλοσοφική δήλωση: ο πόνος του ανθρώπου είναι διαχρονικός· το κακό δεν
πεθαίνει — αλλάζει μόνο σημαίες και πρόσωπα.
Ο συγγραφέας μας δείχνει ότι η ιστορία δεν είναι μια γραμμική πορεία προόδου, αλλά κύκλος βίας και λήθης, όπου η ύβρις του ενός γίνεται το τραύμα του άλλου. Οι πόλεμοι, οι γενοκτονίες, οι εθνοκαθάρσεις είναι η διαρκής αποτυχία τουανθρώπου να αναγνωρίσει τον Άλλον ως καθρέφτη του εαυτού του.
Ο Τούρκος στρατιώτης που ανακαλύπτει το τετράδιο του Αρμένιου δεν κρατά απλώς ένα κειμήλιο — κρατά το βιβλίο της ίδιας του της συνείδησης.
Είναι ο πρώτος άνθρωπος που αναγκάζεται να δει μέσα στα μάτια του εχθρού του και να αναρωτηθεί:
«Μήπως αυτός είμαι εγώ;»
Στην καρδιά της αφήγησης συναντούμε τον απαγορευμένο έρωτα του Γιεράμ, ενός Αρμένιου, και της Σεϊντά, μιας Τουρκάλας.

Η σχέση τους δεν είναι ρομαντική παρένθεση· είναι μεταφυσική εξέγερση απέναντι στο σύστημα του μίσους.
Ενώ γύρω τους οι λαοί αλληλοσπαράσσονται, εκείνοι επιλέγουν να συναντηθούν πέρα από φυλές, σύνορα και θρησκείες.
Ο έρωτάς τους γίνεται μυστική ιεροτελεστία συμφιλίωσης — εκεί όπου ο πόλεμος διαλύει τα σώματα, ο έρωτας ενώνει τις ψυχές.
Κι όμως, αυτή η ένωση είναι καταδικασμένη, γιατί οι κοινωνίες δεν αντέχουν την υπέρβαση, γιατί απειλεί την ίδια την ιδέα της ταυτότητας, αυτό το αρχέγονο αξίωμα:
«Εγώ δεν είμαι ο Άλλος.»
Φιλοσοφικά, ο Μπονόβας χρησιμοποιεί τον έρωτα ως αλληγορία της ενότητας του ανθρώπινου όντος, μια μορφή Θείας Δίκης απέναντι στη διαίρεση του κόσμου.
Όπως θα έλεγε και ο Καμύ:
«Να αγαπάς τον εχθρό σου, σημαίνει να διαλύεις τα σύνορα του κόσμου.»
Το τετράδιο που βρίσκει ο στρατιώτης λειτουργεί ως κειμήλιο μνήμης.
Ο νεκρός Αρμένιος αφήνει «ευχή και κατάρα» να μη λησμονηθεί ποτέ η ιστορία του.
Εδώ ο Μπονόβας υψώνει το έργο του σε ηθικό μνημείο:
η μνήμη δεν είναι παρηγοριά· είναι η αβάσταχτη ευθύνη της συνείδησης.
Μόνο μέσα από την επίπονη ανάμνηση του κακού μπορεί να υπάρξει κάθαρση· αλλιώς, η ιστορία ξαναγράφεται με το ίδιο μελάνι — το αίμα.

Το «ΕΡΜΕΝΙΛΕΡ» είναι μια λογοτεχνική προσευχή στη μνήμη· όχι μόνο για τη γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά για κάθε λαό που υπέστη τη βαρβαρότητα της εξουσίας.
Και περισσότερο ακόμη — είναι μια προσευχή για τη μνήμη της ίδιας μας της ανθρωπιάς.
Πίσω από τα ιστορικά γεγονότα, ο συγγραφέας θέτει το μεταφυσικό ερώτημα:
«Ποιος Θεός ευλογεί τον πόλεμο;»
Η απάντηση δεν είναι άρνηση του Θεού, αλλά άρνηση της ανθρώπινης διαστροφής που τον επικαλείται για να σκοτώνει.
Ο Θεός του Μπονόβα είναι ο Θεός της συμπόνιας, όχι της εξουσίας — είναι η φωνή που ψιθυρίζει μέσα στο χάος:
«Μην απαντάς στη φωτιά με φωτιά· γίνε νερό για να τη σβήσεις.»
Έτσι, το έργο γίνεται πνευματική διακήρυξη ενάντια στον φανατισμό, στον εθνικισμό και στην ψευδαίσθηση της ισχύος.
Είναι κάλεσμα επανένωσης του ανθρώπου με την ουσία που τον καθιστά άνθρωπο: την ανθρωπιά.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ιστορία ξεκινά στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ του 2021.
Ο Μπονόβας υπαινίσσεται ότι τα εγκλήματα του παρελθόντος δεν τελείωσαν· απλώς άλλαξαν γεωγραφία.
Ο εθνικισμός, η προπαγάνδα, ο πολιτισμικός ρατσισμός παραμένουν ζωντανοί, ντυμένοι με νέα ρούχα.
Το βιβλίο λειτουργεί σαν καθρέφτης της εποχής μας, που επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη με διαφορετική σημαία κάθε φορά.
Ο τίτλος «ΕΡΜΕΝΙΛΕΡ» —οι Αρμένιοι— δεν δηλώνει απλώς ένα έθνος· είναι σύμβολο όλων των κατατρεγμένων της Γης.
Είναι κάθε μάνα που είδε το παιδί της να χάνεται στη φωτιά, κάθε ψυχή που ξεριζώθηκε από τον τόπο της, κάθε άνθρωπος που κουβαλάει μέσα του την ενοχή της επιβίωσης.
Στην ουσία του, το «ΕΡΜΕΝΙΛΕΡ» είναι μια πνευματική τραγωδία με ανθρωπιστική αποστολή.
Μας θυμίζει πως η σωτηρία του ανθρώπου δεν θα έρθει από την όποια πολιτική ή στρατιωτική δύναμη, αλλά από τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον εαυτό του — από τη στιγμή που δεν θα χρειάζεται πια εχθρούς για να αισθάνεται ζωντανός.
Είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται απλώς· εσωτερικεύεται, γιατί μιλάει στη συνείδηση.
Και κυρίως, είναι ένα κάλεσμα να θυμηθούμε πριν είναι αργά.
Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας, Διανοήτρια
15.11.2025






