Όσα συμβαίνουν στη γειτονική μας Μέση Ανατολή αποκαλύπτουν και στον πλέον φανατικό αρνητή σε Κύπρο, Ελλάδα και ΕΕ το αδίστακτο προσωπείο του καθεστώτος Ερντογάν. Δεν σημαίνει ότι στην ΕΕ θα αλλάξουν άρδην τις πολιτικές τους, αλλά εκείνο που επιβάλλεται αφορά πρώτα εμάς, καθώς η Ευρω-μεσόγειος έχει πάρει φωτιά. Κι είναι Λευκωσία και Αθήνα που πρέπει να αναλάβουν τις πρωτοβουλίες για επαναπροσδιορισμό των Ευρωτουρκικών σχέσεων.
Σε μια εποχή που δεν υπάρχει κράτος το οποίο να ασπάζεται δημόσια θηριωδίες κι εγκληματικές τρομοκρατικές οργανώσεις, η Τουρκία αναδεικνύεται ως ο «προστάτης» τους με πρωταγωνιστικό ρόλο συνεργασίας για χρόνια με τζιχαντιστικές-ισλαμιστικές οργανώσεις και καθεστώτα, από Λιβύη, Ιράκ, Συρία, Κουρδιστάν, Γάζα-Παλαιστίνη, Καύκασο, μέχρι την Αν. Μεσόγειο σε Αιγαίο, Κύπρο κ.ά. Το τουρκικό καθεστώς, αναζητώντας επικυρίαρχο ρόλο στον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό του, συνεργάστηκε στενά με τις πλέον εγκληματικές οργανώσεις, από το «Ισλαμικό Κράτος» μέχρι τη «Χαμάς», της οποίας οι ηγέτες κυκλοφορούν με τουρκικά διαβατήρια, χρηματοδότηση και άλλη τεχνική στήριξη στα φανερά για χρόνια.
Χαρακτηριστικά, τις προάλλες ο Ερντογάν σε ομιλία του ανέφερε ότι η «Χαμάς» δεν αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση, αλλά «απελευθερωτές Μουτζαχετίν που προστατεύουν τη γη τους», ενώ οι βουλευτές του κραύγαζαν «Αλλάχ Ακμπάρ!», την κραυγή των ισλαμιστών φονταμενταλιστών. Όμως, δεν είναι μόνο η ρητορική του Ερντογάν που φανερώνει τον αδίσταχτο θρησκευτικό φανατισμό στις πολιτικές του, αλλά και οι σχεδιασμοί του, που καταδεικνύονται ιδιαίτερα από ένα γεγονός, που ελάχιστα σχολιάστηκε. Η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει πλέον την σφραγίδα του Υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, πρώην επικεφαλής των Τουρκικών Μυστικών Υπηρεσιών (2010-2023), γνωστού εγκληματία, με τα χέρια του βουτηγμένα στο αίμα Τούρκων αντιφρονούντων, Κούρδων κι άλλων, εντός κι εκτός Τουρκίας. Είναι με την υποστήριξή του που το «Ισλαμικό Κράτος» αποκεφάλιζε χιλιάδες Γεζίτις και χριστιανικούς πληθυσμούς στο Ιράκ και Συρία κι ήταν δική του η εντολή να κάψουν ζωντανούς σε ένα υπόγειο στην Τζίζρε, επαρχία Σινράκ της ν/α Τουρκίας, μια ομάδα 250 νεαρών Κούρδων, τον Δεκέμβριο του 2015.
Απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό δεκαετιών και στη βάρβαρη νεο-οθωμανική εκδοχή του, Αθήνα και Λευκωσία έμειναν προσκολλημένες στο δίλημμα «διάλογος ή πόλεμος», με εγχώριους πολιτικούς που νομίζουν ότι τα «επιχειρήματά» τους θα αλλάξουν την πορεία της Τουρκίας, ώστε να «απομακρύνει τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο» και να ακυρώσει το «Τουρκολυβικό Μνημόνιο» στην Αν. Μεσόγειο, χωρίς κόστος και χωρίς αποτρεπτική ισχύ. Με επικράτηση τέτοιων εγχώριων θεωριών άρχισε ο διμερής διάλογος Ελλάδας-Τουρκίας για τις «διαφορές τους», όπως για χρόνια επιδίωκε η Τουρκία, αφήνοντας στο περιθώριο την κατοχή της Κύπρου. Άραγε, στην Αθήνα προσδοκούν ακόμη σε ευόδωση του διαλόγου και στην Λευκωσία θεωρούν τον κατοχικό εγκάθετο ως αξιόπιστο Τουρκοκύπριο ηγέτη;
Τα εγχώρια «ορφανά» της πολιτικής του κατευνασμού έχουν χρεοκοπήσει ηθικά και στρατηγικά, καθώς ο ορθολογισμός της αποτρεπτικής ισχύος, με συνδυασμό αμυντικής και πολιτικο-διπλωματικής θωράκισης αποτελούν επιτακτική ανάγκη σε μια Ευρωμεσογειακή άμυνα κι ασφάλεια.
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο