ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΙ

Μοιράζομαι, είναι το μαγικό ξόρκι που σπάζει τις αλυσίδες της μοναξιάς, της απομόνωσης, της υπεροχής, του εγωισμού. Που μας φέρνει πιο κοντά στον όποιον άλλον. Που μας βοηθά να αξιολογήσουμε και ν’ αξιολογηθούμε, όχι για να νοιώσουμε καλύτεροι, αλλά για να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και να αναμετρηθούμε μαζί του. Ποτέ δεν είναι οι άλλοι το μέτρο, μόνο οι καθρέφτες μας είναι. Μας βοηθούν στον εσωτερικό μας διάλογο, στη διευκρίνιση των στόχων, στην αυτογνωσία μας.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς σήμερα, θα γιορτάσουμε με την οικογένεια, τους φίλους, τους γνωστούς… Θ’ ανταλλάξουμε δώρα, μετά από ώρες ωρών που αναλώσαμε στα μαγαζιά. Θα φάμε, σαν να ‘ναι η τελευταία μας φορά, θα κόψουμε τη βασιλόπιτα ευχόμενοι να μας ευνοήσει η τύχη και να πέσει σε μας το μικρό «τυχερό» νόμισμα, απτή απόδειξη μιας ελπιδοφόρας χρονιάς… Για τη διασφάλιση των ποθούμενων, πιθανόν κάποιοι ν’ αγοράσουν και λαχεία… Λες και η ζωή κυλάει ερήμην μας. Λες κι είμαστε απλά πιόνια που κάποιος τοποθετεί κατά τη βούληση του, ανεξάρτητα από τη δική μας θέληση.

Πριν βιαστείτε να διαφωνήσετε, σκεφτείτε. Σκεφτείτε πόσο άλλαξε η ζωή τα τελευταία σαράντα χρόνια. Από εκεί που μετρούσαμε τη δραχμή, σαν από θαύμα βρεθήκαμε εύποροι, και πράγματα που ούτε τολμούσαμε άλλοτε να ονειρευτούμε, είχαμε πια την αγοραστική δύναμη να τ’ αποκτήσουμε. Κι έτσι επιδοθήκαμε μετά μανίας στην ικανοποίηση αναγκών που δεν ήταν αναμφίβολα δικές μας, αλλά προϊόν μιμητισμού. Να όμως που από εκεί που ευημερούσαμε, ξυπνήσαμε ένα πρωί φτωχοί, με πλούσιες όμως συνήθειες. Και τότε φάνηκαν οι ολέθριες επιπτώσεις που ο ξαφνικός κι εύκολος πλουτισμός είχε επιφέρει, γιατί αν ο πλούτος δεν συνοδεύεται από πνευματική καλλιέργεια δεν είναι σωτηρία αλλά κατάρα.

Ο καθένας από μας δεν είναι μόνο παιδί των γονιών του, αλλά και της εποχής του. Κι όσο είναι παιδί η κριτική του σκέψη δεν έχει αρκούντως αναπτυχθεί, αλλά όταν μεγαλώσει; Όταν ενηλικιωθεί; Όταν αποκτήσει μια -μικρή έστω- εμπειρία ζωής; Τότε, πως είναι δυνατόν να μην παρατηρεί και να μην κρίνει τη ζωή που τον περιβάλλει; Πώς είναι δυνατόν να χάφτει και να μιμείται την επίπλαστη ευημερία που του

πλασάρουν με κάθε τρόπο και η οποία απευθύνεται σε άλλα εισοδήματα, όχι στα δικά του.

Ικανοποιώντας πλασματικές ανάγκες μπορεί για κάποιες στιγμές να νιώσεις μια αύρα ανωτερότητας, αλλά η διάρκεια της είναι αυτές οι λίγες στιγμές μόνο, μετά; Είναι δυνατόν να ταυτίζεις την αξία σου με τι μάρκες ρούχα φοράς, τι αυτοκίνητο οδηγείς ή σε τι σπίτι διαμένεις; Καμία επωνυμία δεν μας κάνει καλύτερους, ευφυέστερους ή πλουσιότερους. Καμία επωνυμία δεν μας ανεβάζει σε αξιώματα. Κι επειδή όσο και να εξωραΐζουμε την εμφάνιση κατά βάθος ξέρουμε ποιοι είμαστε, αν έχουμε ξεπουλήσει την ψυχή μας στο διάολο -όπως ο Φάουστ- ποτέ μα ποτέ δεν θα νιώσουμε την ανύψωση που προσδοκούμε. Αντίθετα, θα κατρακυλάμε στην κοινωνική μιζέρια, στο μηδενισμό, στη στείρα αντιπαλότητα, σε πνευματική και ψυχική στειρότητα, αφού προδώσαμε την ψυχή μας.

Η δυστυχία του σημερινού ανθρώπου από εκεί ξεκινά κι εκεί τελειώνει. Στην άυλη συμφωνία που συνήψε με το διάολο, υποτιμώντας ολοκληρωτικά το πραγματικό δώρο του Θεού, την ψυχή που μας έδωσε.

Αύριο ξεκινά ένας καινούργιος χρόνος, ας τον δούμε σαν μια ευκαιρία ενδοσκόπησης. Τι ακριβώς είναι ζωή; Τι είναι αυτό που λείπει από τις ζωές μας; Τα χρήματα, σας διαβεβαιώνω, θα ήταν το λιγότερο, αν υπήρχε συντροφικότητα, αδελφοσύνη, μοίρασμα, σεβασμός στον εαυτό μας, στο συνάνθρωπο, στη φύση… Τότε, με τα ίδια χρήματα θα αισθανόμασταν πάμπλουτοι, όπως αισθανόμαστε κάποτε που η ψυχή ξεχείλιζε χαρά, αισιοδοξία, αγωνιστικότητα, ηθικές -όχι υλικές αξίες- και σεβασμό!

Προς επίρρωση των σκέψεων μου θα επικαλεσθώ τα λόγια του Καζαντζάκη. «Ε, κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις –το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά…»

Γράφει η συγγραφέας Νούλη Τσαγκαράκη

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ