Γιώργους Α. Παπανδρέου : 1974 – 2024: 50 χρόνια Ειρήνης και Δημοκρατίας, αλλά και χαμένων ευκαιριών

Άρθρο του πρώην πρωθυπουργού, Γιώργου Α. Παπανδρέου για τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Βουλής των Ελλήνων, “Επί του Περιστυλίου”: 

 

“Η συμπλήρωση μισού αιώνα από τη Μεταπολίτευση, έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιδιαίτερα ιδιόμορφη και από κάθε άποψη κρίσιμη κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται από πέντε σημαντικές παραμέτρους.

Η πρώτη, από τη λειτουργία ενός κολοβού πολιτικού και κοινοβουλευτικού συστήματος, που οφείλεται στην απουσία ενός ισχυρού αντιπολιτευτικού πόλου απέναντι σε μια συντηρητική κυβέρνηση που θέλει να λειτουργεί ανεξέλεγκτα, ασύδοτα και με απόλυτο έλεγχο της ροής του χρήματος από το πρωθυπουργικό γραφείο.

Η δεύτερη, από το γεγονός ότι, για πολλοστή φορά τα τελευταία 20 χρόνια επιχειρείται από την κυβέρνηση η δημιουργία μιας ψευδούς πραγματικότητας, με δράσεις αποπροσανατολισμού και μετάθεσης του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, με υπονόμευση και χειραγώγηση της ελευθερίας του Τύπου ακόμη και με επιδοματικού τύπου πρακτικές, καθώς και με την εξόφθαλμη εξυπηρέτηση συμφερόντων και κατεστημένων ώστε να έχει τη στήριξή τους.

Τρίτη, συνακόλουθη της δεύτερης, είναι η μεγάλη απόκλιση μεταξύ της εικονικής ανάπτυξης και της πραγματικής οικονομικής προόδου. Μια μικρή ομάδα επιχειρήσεων λυμαίνεται τις κρατικές χρηματοδοτήσεις, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και των άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Εδραιώνεται μια ολιγαρχική οικονομία, που ενισχύει συνεχώς την κερδοφορία των πλουσίων και ισχυρών, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού παραμένει αποκλεισμένη από αυτού του τύπου τα οφέλη, με την απουσία στοιχειώδους αναδιανομής εισοδήματος αλλά και την διαρκή υποβάθμιση των κοινωνικών υποδομών.
Παράλληλα, η έλλειψη επενδύσεων σε βιώσιμη και πράσινη ανάπτυξη καταδεικνύει την απροθυμία της κυβέρνησης να σχεδιάσει αναγκαίες και ζωτικές για τη χώρα μακροπρόθεσμες πολιτικές. Υπάρχει όμως, μια ακόμη διάσταση. Συνδέεται με την παραχώρηση εθνικού πλούτου σε εγχώρια ή ξένα συμφέροντα. Ονομάζεται ψευδεπίγραφα «ανάπτυξη», αλλά ουσιαστικά οδηγεί σε αφελληνισμό της οικονομίας, του εθνικού πλούτου. Μας οδηγεί σε αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα.

Η τέταρτη παράμετρος αφορά την παντελή απουσία ενός θεσμοθετημένου υγιούς δημόσιου διαλόγου, με συνεχή διαβούλευση, με σοβαρές συμμετοχικές διαδικασίες που θα δίνουν πραγματική φωνή στον πολίτη και θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων. Η υποβάθμιση της νομοθετικής διαδικασίας στη Βουλή ή της διαβούλευσης με κοινωνικούς εταίρους και την αυτοδιοίκηση, είναι παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την απουσία διαλόγου. Σε αυτά, προστίθεται και η ποινικοποίηση ή γελοιοποίηση κάθε προσπάθειας να τεθούν προς συζήτηση τα σημαντικά ζωτικά για την χώρα.

Τέλος, η πέμπτη παράμετρος συνδέεται βαθιά με την κυριαρχία ενός κοινωνικοπολιτικού και πολιτιστικού παραδείγματος, που όχι απλώς προάγει, αλλά εδραιώνει αυταρχικές αντιλήψεις και πρακτικές. Το υφιστάμενο πελατειακό οικονομικό και κομματικό σύστημα, δημιουργεί ένα διαρκές αίσθημα ανημπόριας στους πολίτες, που βρίσκονται παγιδευμένοι σε πελατειακές εξαρτήσεις. Καθιστά τους πολίτες εξαρτώμενους και υποτελείς, αντί να απελευθερώνει τη δημιουργικότητας τους. Αυτό συμβάλλει στην καλλιέργεια φαινομένων βίας στην κοινωνία, ενώ υπονομεύει θεμελιώδεις αξίες, όπως η ελευθερία, το κράτος δικαίου και η αλληλεγγύη που είναι απαραίτητες για την εμπέδωση κοινωνικής συνοχής.

Υπάρχει μια αντίφαση, μια παραδοξότητα, που χαρακτηρίζει τη Μεταπολιτευτική περίοδο.
Ενώ διανύσαμε την πιο μακρά ειρηνική, δημιουργική και καρποφόρα περίοδο από συστάσεως Ελληνικού κράτους, μια περίοδο πολύ μεγάλων κατακτήσεων, εντούτοις δεν κατέστη δυνατόν να απαλλαγούμε από τις παθογένειες εκείνες που ευθύνονται για τις συνεχείς κρίσεις, όπως και για την επικρατούσα ακόμη και σήμερα κατάσταση.

Άλλαξε η Ελληνική κοινωνία, οι μη προνομιούχοι, βρέθηκαν στη φωτεινή πλευρά της ιστορίας, άλλαξε η χώρα, η οποία βρέθηκε στη χορεία των 25 σημαντικότερων χωρών του κόσμου, αποκτήσαμε ρόλο και λόγο στις εξελίξεις στην περιοχή μας και στην ΕΕ, η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ ενώ οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις αναβαθμίστηκαν σε Ευρωτουρκικές και επικράτησε μια μακρά περίοδος ηρεμίας και συνεργασίας στην περιοχή μας.

Η συμβολή των προοδευτικών κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ σε αυτές τις κατακτήσεις ήταν χωρίς αμφιβολία καταλυτική.

Παράλληλα, οι νέοι θεσμοί που δημιουργήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ με στόχο να εμπεδώσουν κλίμα εμπιστοσύνης, αξιοκρατίας, διαφάνειας και κράτους δικαίου, όπως το ΕΣΥ, το ΑΣΕΠ, η Διαύγεια, το OpenGov, η Ηλεκτρονική Συνταγογράφηση, οι Ηλεκτρονικές Προμήθειες, το Πράσινο Ταμείο, υπονομευθήκαν και αποδυναμώθηκαν.

Το συμπέρασμα είναι ότι η εξέλιξη μιας κοινωνίας, όπως και της Ελλάδας και η πρόοδος δεν είναι γραμμική. Δεν είναι δεδομένη, δεν είναι αυτονόητη. Είναι αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων, και πολιτικών δυνάμεων που συγκρούονται. Και η σύγκρουση αυτή δεν αφορά μόνο τις διαφορετικές πολιτικές σε επιμέρους ζητήματα, αλλά τον πυρήνα της λειτουργίας ενός δημοκρατικού κράτους.

Οι Δημοκρατικοί θεσμοί και η κοινωνική συνοχή παρότι αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για την ασφαλή μετάβαση μιας χώρας σε ένα βιώσιμο μέλλον, δεν μπορούν να θεωρηθούν ποτέ δεδομένες, αλλά πρέπει να προστατεύονται και να αναπτύσσονται διαρκώς.

Δεν πρόκειται μόνο για την άποψη έγκριτων διανοουμένων, αποτελεί και την προσωπική μου εμπειρία, έχοντας χειριστεί την πιο μεγάλη μεταπολιτευτικά κρίση της χώρας.

Η μεγάλη δημοκρατική πρόκληση της εποχής μας θα κριθεί από τις απαντήσεις μας σε μια σειρά ερωτήματα: θα εδραιώσουμε θεσμούς και έναν πολιτισμό δημοκρατίας έτσι ώστε να απελευθερώσουμε τις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του λαού μας αντιμετωπίζοντας πολιτικές και οικονομικές ανισότητες, θα συμβάλλουμε στην εμπέδωση σιγουριάς και ασφάλειας για τους πολίτες, διασφαλίζοντας τους ότι έχουν ουσιαστική και αποφασιστική φωνή για τη μετάβαση σε μια δημιουργική και παραγωγική ζωή, σε μια κοινωνία έτοιμη και ικανή να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις της εποχή μας ή θα επιτρέψουμε σε αυταρχικούς πολιτικούς να χειραγωγούν τον πολίτη και την κοινωνία, υπονομεύοντας ελευθερίες, δικαιώματα και θεσμούς, καλλιεργώντας μια κουλτούρα ραγιαδισμού, εξάρτησης, και μοιρολατρίας, που μοιραία θα οδηγήσει στην αποτυχία κάθε προσπάθεια να απαντήσουμε σοβαρά στα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας;

Και σε ότι αφορά τους εκλεγμένους πολιτικούς και εκπροσώπους του λαού, θα υπηρετήσουμε χωρίς εξαρτήσεις, χωρίς ιδιοτέλεια, τα ευρύτερα συμφέροντα του λαού, το δημόσιο συμφέρον ή θα είμαστε έρμαια, αιχμάλωτοι ή και μέτοχοι στο πάρτυ των μεγάλων συμφερόντων;

Οι απαντήσεις μας σε αυτά τα ζητήματα, είναι καταλυτικές για τη ζωή μας, για το μέλλον μας.

Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε τις απαντήσεις μας και σε άλλα κρίσιμα ζητήματα. Θα διασφαλίσουμε συλλογικά τη σωστή αξιοποίηση όλων των πόρων, των γνώσεων και των τεχνολογιών για το κοινό καλό, για το συμφέρον των πολιτών, στον τομέα της υγείας, των επικοινωνιών, των συγκοινωνιών, των κατασκευών, της γεωργίας, της ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση και εντέλει, σε κάθε τομέα που αφορά την ποιότητα ζωής και οδηγεί σε αυτό που οι προγονοί μας ονόμαζαν ευζωία;

Καθοριστικός παράγοντας ωστόσο, για την πράσινη και ψηφιακή μετάβασή μας σε ένα βιώσιμο μέλλον, είναι η συμμετοχή του πολίτη και η δυνατότητα του να συνδιαμορφώσει οργανωμένα και συλλογικά την πορεία της χώρας και τις απαραίτητες αλλαγές παντού, στην παραγωγή στο χωράφι, μέχρι τις συγκοινωνίες, την ενέργεια, την κατανάλωση.

Ο πολίτης θα είναι συμμέτοχος ή θα μείνει στο περιθώριο της ιστορίας ως αντικείμενο εκμετάλλευσης;
Ο πλούτος, η γνώση και η εξουσία, θα αξιοποιηθούν για την απελευθέρωση του ανθρώπου ή θα συγκεντρώνονται ολοένα και περισσότερο σε χέρια λίγων, σε παλιά ή νέα κατεστημένα;
Η τεχνολογία θα τεθεί στην υπηρεσία του ανθρώπου ή θα γίνει εργαλείο αυταρχικού ελέγχου και εκμετάλλευσης;

Όλα αυτά τα ερωτήματα αποτελούν τη μεγάλη δημοκρατική πρόκληση, που παρά τις μεγάλες αλλαγές της Μεταπολίτευσης, δεν έχει ακόμη απαντηθεί.

Γράφω αυτές τις γραμμές, όχι ως παρατηρητής των εξελίξεων, αλλά γιατί έχοντας την προσωπική πολιτική εμπειρία από την πορεία συνολικά της Μεταπολιτευτικής περιόδου, αισθάνομαι βαριά ευθύνη για το σήμερα και το αύριο του Ελληνισμού. Μην ξεχνάμε ότι η Μεταπολίτευση δεν προήλθε από μια δημοκρατική επανάσταση αλλά από την κατάρρευση μιας χούντας μετά την Κυπριακή Τραγωδία. Και αυτή η δημοκρατική πρόκληση, παρά τις μεγάλες αλλαγές της Μεταπολίτευσης, παραμένει στοίχημα ιστορικό.

Το βίωσα την περιόδο 2009-11, που από τη μια δίναμε τη μάχη της σωτηρίας της χώρας και από την άλλη συγκρουόμαστε καθημερινά για να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα πετυχαίνοντας το αδιανόητο για πολλούς, ιδιαίτερα υπό εκείνες τις δραματικές συνθήκες, τη διαρκή υπονόμευση, τις ακρότητες και τους προπηλακισμούς, υποχώρησε η μεγάλη προσπάθεια δημοκρατικού και προοδευτικού μετασχηματισμού, μπροστά στις ισχυρές ρίζες του πελατειασμού, και της συντήρησης, που έδρασε ακόμα και με αθέμιτα μέσα.

Το μείζον διακύβευμα της Μεταπολίτευσης, παρά τις μεγάλες κατακτήσεις του λαού μας, παραμένει αναπάντητο, και αποτελεί το διαρκές ζητούμενο.

Ο πελατειασμός παραμένει ισχυρός.
Και αποτελεί ιστορική πρόκληση γιατί έρχεται από την ίδρυση του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Αλλά για να μην πάω τόσο πίσω χρονικά, ας δούμε τι έλεγε ο Πωλ Ρόμπερτς Πόρτερ, όταν ήρθε στην Ελλάδα για το Σχέδιο Μάρσαλ:

«Δεν υπάρχει πραγματικό Κράτος εδώ. Αντίθετα, έχουμε μια χαλαρή ιεραρχία ατομικιστών πολιτικών, κάποιοι χειρότεροι από άλλους, οι οποίοι είναι τόσο απασχολημένοι με τον δικό τους αγώνα για εξουσία που δεν έχουν χρόνο, ακόμη και αν είχαν την ικανότητα, να αναπτύξουν οικονομική πολιτική. Ενώ δεν έχω πραγματικές αποδείξεις διαφθοράς σε υψηλά επίπεδα, οι συζητήσεις σε δημοσιογραφικούς και εμπορικούς κύκλους υποστηρίζουν ότι υπάρχει υψηλός βαθμός διαφθοράς. Η δημόσια υπηρεσία είναι μια καταθλιπτική φάρσα. Υπάρχει μια θλιβερή εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες.»

Αυτή η εξάρτηση που περιγράφει ο Πόρτερ, είναι αποτέλεσμα μιας αντίληψης που επιδιώκει την οικειοποίηση της εξουσίας, την πελατειακή νομή της εξουσίας και του πλούτου του Ελληνικού λαού από τους εκάστοτε «νικητές» που ακόμα και σήμερα παραμένει βαθιά ριζωμένη, συντηρητική και θα έλεγα, μη-πατριωτική αντίληψη.

Πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, το πρόσημο για τους Έλληνες και τη χώρα είναι μεν θετικό, αλλά για όλους εμάς τους δημοκράτες, τους σοσιαλιστές, ο αγώνας για να απαντήσουμε με κοινωνικό, δημοκρατικό, προοδευτικό και συμμετοχικό πρόσημο στο μεγάλο διακύβευμα της ριζικής αλλαγής, συνεχίζεται.

Απαιτείται να αλλάξουν δομές. Μοντέλο ανάπτυξης. Να αντιμετωπιστούν οι πραγματικές αιτίες των χρόνιων παθογενειών. Να δημιουργηθούν και εδραιωθούν νέοι, αναγκαίοι, δημοκρατικά λειτουργούντες θεσμοί. Που εμπεδώνουν τη δημοκρατία, αναπτύσσουν την έννοια του συμμέτοχου πολίτη με κοινά δικαιώματα και υποχρεώσεις, περιφρουρούν αξίες, την αξιοπρέπεια μέσα από την ισονομία, την αξιοκρατία, την ισηγορία, την διαφάνεια, τη συμμετοχή, την λογοδοσία, που συμβάλλουν στην οικοδόμηση της αναγκαίας κοινωνικής συνοχής. Και αυτά θεωρώ ότι αποτελούν προϋπόθεση για να απαντήσουμε στις μεγάλες και απρόσμενες εξελίξεις της εποχής μας, όπως της κλιματικής κρίσης.

Η Μεταπολίτευση ταυτίστηκε με την επάνοδο της δημοκρατικής λειτουργίας.
Όμως η δημοκρατία απαιτεί διαρκή αγώνα.
Και η έννοια της δημοκρατίας σήμερα χτυπιέται από λογικές αυταρχικών σωτήρων. Προσφέρουν ψευδεπίγραφες λύσεις που βαθαίνουν αδιέξοδα όπως της ανισότητας, της συγκέντρωσης εξουσίας, καλλιεργώντας ξενοφοβία και κρίση αυτοπεποίθησης των λαών.
Η απάντηση δεν είναι λιγότερη δημοκρτία αλλά η εμβάθυνση της δημοκρατίας. Απαιτείται να ανοίξουμε προοπτικές πραγματικών αλλαγών, δημοκρατικών και προοδευτικών αλλαγών, που θα ξαναδώσουν ελπίδα και αυτοπεποίθηση στον Ελληνικό λαό που λόγω κρίσεων χτυπήθηκε και αισθάνεται ότι ηττήθηκε.

Απαιτείται να καλλιεργηθεί ένας νέος πατριωτισμός. Δημοκρατικός πατριωτισμός που θα απαντά στο ερώτημα: ή θα αλλάξουμε ή θα βουλιάξουμε στο τέλμα που θα βαθαίνει;

Αυτό το μείζον διακύβευμα της Μεταπολίτευσης, σπάνια ετέθη προς συζήτηση στον δημόσιο διάλογο. Για την ακρίβεια, η συντήρηση και ισχυρά συμφέροντα δεν άφησαν να τεθεί για να μην αποκαλυφθούν τα πραγματικά αίτια της συνεχιζόμενης κρίσης, που το 2009 έδειξε τα δόντια της. Ο διάλογος θα αναδείκνυε και τις ευθύνες εκείνων που υπηρετούν συνειδητά αυτό το νοσηρό σύστημα, αλλά μαζί και την αδήριτη ανάγκη αυτονόητων ανατροπών.

Ας ανοίξει ένας μεγάλος διάλογος. Ο διάλογος είναι δύναμη. Ιδιαίτερα απέναντι στη συντήρηση. Όποιο χρώμα και αν έχει. Γιατί με τον διάλογο, αναδεικνύονται οι πραγματικές θέσεις του καθενός, άρα και οι πραγματικές διαφορές.

Ίσως γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια, που κάποιοι πίστεψαν ότι ξεμπέρδεψαν με την Προοδευτική Παράταξη, άρχισαν ξαφνικά να μιλάνε για μεταρρυθμίσεις.
Πιστεύω ακράδαντα ότι, οι αξίες μας και τα ιδανικά μας, είναι περισσότερο επίκαιρα και αναγκαία για τους Έλληνες από ποτέ.

Μεταρρυθμίσεις, λοιπόν. Ναι, αλλά τι είδους; Απλές διαχειριστικού τύπου αλλαγές που τροποποιούν το υφιστάμενο πελατειακό σύστημα, ενισχύουν ένα άδικο καπιταλιστικό πρότυπο εκμετάλλευσης και υποβαθμίζουν κοινωνικές δομές και περιβάλλον ή βαθιές αλλαγές που το αλλάζουν εκ βάθρων και αποσκοπούν στη σύσταση ενός σύγχρονου κράτους με λειτουργούντες δημοκρατικά θεσμούς, που εμπεδώνουν κοινωνική δικαιοσύνη, κράτος δικαίου και εγγυώνται την πράσινη μετάβαση σε ένα βιώσιμο μέλλον, δημοκρατικά, δίκαια και συμμετοχικά; Κοντολογίς, βαθιές αλλαγές, γιατί, για ποιον, με ποιους και πώς;

Μόνον η υιοθέτηση ενός νέου, πράσινου κοινωνικού και δίκαιου συμβολαίου, που θα ρυθμίζει με δημοκρατική αντίληψη τις νέες σχέσεις κράτους, εργασίας και κεφάλαιου, θα ανατρέπει αυταρχικές δομές εξουσίας και θα έρθει ως αποτέλεσμα ενός ανοιχτού εθνικού διαλόγου, δημοκρατικά και συμμετοχικά, μπορεί να διαμορφώσει τους αναγκαίους όρους και τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ασφαλή μετάβαση σε ένα βιώσιμο μέλλον ελπίδας και προοπτικής.

Μέλλον δημοκρατικό και συμμετοχικό, ένα εργαστήρι παιδείας και δημιουργίας, για και με τον πολίτη, που θα διασφαλίζει τον μετασχηματιστικό χαρακτήρα μιας Πολιτείας, αποφασισμένης και αφοσιωμένης στη διαρκή προσπάθεια να προσαρμοστεί στις προκλήσεις του μέλλοντος, με πρόσημο ανθρώπινο, κοινωνικό και αλληλέγγυο.”

24.7.2024