ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ «ΖΩΗ ΚΑΙ ΝΑΜΑ» ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΛΕΝΑΣ ΔΙΣΑΚΙΑ

Η Μαριαλένα Δισακιά, στο έργο της «Ζωή και Νάμα» αναλύει την ανθρώπινη εμπειρία,
αποτυπώνοντας τη λεπτή αλληλεπίδραση μεταξύ αγάπης, απώλειας και υπαρξιακού
προβληματισμού. Η συλλογή διηγημάτων «Ζωή και Νάμα», αποκαλύπτει μια βαθιά
ευαισθησία απέναντι στη συναισθηματική πολυπλοκότητα της ζωής, ιδιαίτερα σε στιγμές
θλίψης, μνήμης και προσωπικής συμφιλίωσης. Μέσω ενός συνδυασμού συναισθηματικών
χαρακτήρων, πολιτισμικών καταβολών και ανθρώπινης βαρβαρότητας οι αφηγήσεις της
συγγραφέα ξεπερνούν την καθημερινότητα, φέρνοντας τους αναγνώστες σε έναν χώρο
στυγνής αλήθειας εμποτισμένο με βαθιά πνευματική σημασία.


Στο επίκεντρο των ιστοριών της εντοπίζουμε την εξερεύνηση της θνησιμότητας, με
χαρακτήρες που αντιμετωπίζουν συχνά το οριστικό του θανάτου και τις κλιμακωτές
συνέπειες της απώλειας. Η αντιμετώπιση του θανάτου από τη Δισακιά δεν είναι νοσηρή,
αλλά μάλλον φιλοσοφική και στοχαστική, προτρέποντας τόσο τους χαρακτήρες της όσο και
τους αναγνώστες της να ασχοληθούν με τη φευγαλέα φύση της ζωής. Μέσα από
τελετουργίες όπως το ελληνικό έθιμο «στατί-στατί» (τελετουργία εκταφής) και την πράξη
προετοιμασίας ενός γεύματος για ένα αγαπημένο πρόσωπο που έχει φύγει, γεφυρώνει το
χάσμα μεταξύ της προσωπικής θλίψης και των συλλογικών πολιτισμικών εκφράσεων της
θνητότητας. Αυτή η εστίαση ευθυγραμμίζεται με το υπαρξιακό όραμα της συγγραφέα,
όπου οι εσωτερικοί κόσμοι των χαρακτήρων αναδύουν μεγαλύτερα, αναπάντητα
ερωτήματα σχετικά με τη ζωή, το βασανισμό, τον θάνατο και το νόημα που αποδίδουμε στο
καθένα.


Η Δισακιά δείχνει έντονη ενσυναίσθηση προς τους χαρακτήρες της, οι περισσότεροι από
τους οποίους παλεύουν με διάφορες μορφές εσωτερικής ταλαιπωρίας—είτε είναι το
τραύμα ενός βιασμού, ο πόνος των διαρρηγμένων οικογενειακών δεσμών, η απώλεια ενός
αγαπημένου προσώπου ή το βάρος των ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Η γραφή της προκαλεί
ένα ισχυρό συναισθηματικό τοπίο, όπου κάθε χαρακτήρας διαμορφώνεται από τα βάρη
που κουβαλάει, ωστόσο συνεχίζει να αναζητά νόημα μπροστά στην απόγνωση. Αυτό το
βάθος συναισθήματος τοποθετεί τη συγγραφέα ως συμπονετική παρατηρήτρια της
ανθρώπινης κατάστασης και η ικανότητά της να μεταφέρει αυτή την ενσυναίσθηση στις
ιστορίες της επιτρέπει στους αναγνώστες να συνδέονται με τους χαρακτήρες και τους
ανείπωτους αγώνες τους.
Ένα από τα καθοριστικά γνωρίσματα της αφήγησης της συγγραφέα είναι η βαθιά σύνδεσή
της με τον ελληνικό πολιτισμό και τις παραδόσεις του, την οποία χρησιμοποιεί ως βάση για
την εξερεύνηση ευρύτερων υπαρξιακών θεμάτων. Ενσωματώνοντας εθιμικές πρακτικές,
όπως η ευλάβεια στα τελετουργικά του θανάτου ή λεπτομέρειες στην καθημερινότητα της
ελληνικής ζωής, εμποτίζει το έργο της με αυθεντικότητα και συμβολική απήχηση. Απλές
ενέργειες, όπως η προετοιμασία του φαγητού, το τηλεφώνημα ή η επίσκεψη σε ένα
νεκροταφείο, εμποτίζονται με νόημα, αντανακλώντας το πνευματικό και συναισθηματικό
βάρος που φέρουν οι χαρακτήρες της. Μέσω αυτής της προσέγγισης επιτυγχάνεται μια
λεπτή ισορροπία μεταξύ του προσωπικού και του συλλογικού, δείχνοντας πώς οι ατομικές
ζωές είναι συνυφασμένες με την πολιτιστική κληρονομιά και πώς οι παραδόσεις
επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τους βαθύτερους φόβους
και ελπίδες τους.
Στον πυρήνα της, η γραφή της συγγραφέα επιδιώκει να αντιμετωπίσει θεμελιώδη
φιλοσοφικά ερωτήματα, μετατρέποντας τις αφηγήσεις της από προσωπικές ιστορίες σε

προσκλήσεις για τον αναγνώστη να αναλογιστεί τη φύση της ίδιας της ύπαρξης. Οι
χαρακτήρες της παγιδεύονται συχνά σε στιγμές ενδοσκόπησης, παλεύοντας με το «γιατί»
του πόνου τους ή το «πώς» των σχέσεών τους. Συχνά, αυτά τα ερωτήματα μένουν άλυτα,
αφήνοντας τόσο τους χαρακτήρες όσο και τους αναγνώστες να αντιμετωπίζουν την
ταλαιπωρία της αβεβαιότητας, η οποία αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφική ένταση που είναι
εγγενής στην ανθρώπινη ζωή. Η Δισακιά δεν δίνει εύκολες απαντήσεις, αλλά αντ ‘αυτού
καλλιεργεί μια στοχαστική ατμόσφαιρα, όπου η πράξη της ενδοσκόπησης είναι από μόνη
της ζωτικό μέρος του ανθρώπινου ταξιδιού.
Το έργο της Δισακιά ρίχνει φως σε χαρακτήρες που συχνά περιθωριοποιούνται ή
ξεχνιούνται από την κοινωνία —χήρες, ηλικιωμένους, εγκαταλελειμμένα, βασανισμένα
παιδιά, θλιμμένους, ψυχικά άρρωστους και άλλους. Η συμπονετική απεικόνιση αυτών των
ατόμων αντανακλά την επιθυμία να δώσει φωνή σε όσους υποφέρουν σιωπηλά,
αναδεικνύοντας τους εσωτερικούς τους αγώνες με αξιοπρέπεια. Είτε πρόκειται για μια
μητέρα που αντιμετωπίζει το θάνατο ενός παιδιού είτε για μια κόρη που λαχταρά μια
χαμένη σχέση με τη μητέρα της, οι ιστορίες της υπογραμμίζουν τις ήρεμες μάχες που
δόθηκαν μέσα στην ανθρώπινη καρδιά. Με αυτόν τον τρόπο, ενθαρρύνει τους αναγνώστες
να αναγνωρίσουν την καθολικότητα αυτών των εμπειριών, καλλιεργώντας την
ενσυναίσθηση για όσους ζουν στη σκιά του δικού τους πόνου.
Υπάρχει μια ξεχωριστή θεραπευτική ποιότητα στη γραφή της συγγραφέα. Οι χαρακτήρες
της συχνά υφίστανται συναισθηματική ή πνευματική κάθαρση, ακόμα κι αν δεν υπάρχει
επίλυση ή είναι γλυκόπικρη. Η πράξη της ανάμνησης, του να λέει δυνατά ανείπωτες
αλήθειες ή η επανεξέταση επώδυνων αναμνήσεων, χρησιμεύει ως μια μορφή θεραπείας
στις αφηγήσεις της. Αυτό αντανακλά την πίστη της συγγραφέα στη δύναμη της αφήγησης
να επεξεργάζεται το τραύμα και να προσφέρει μια αίσθηση απελευθέρωσης, ακόμη και
απέναντι στα άλυτα προβλήματα της ζωής. Το έργο της υποδηλώνει ότι ενώ το βάσανο
μπορεί να μην εξαφανιστεί ποτέ πλήρως, η πράξη της αντιμετώπισής του, μέσω αφήγησης,
ή θεραπευτικής τελετουργίας, δημιουργεί ένα μονοπάτι προς τη συναισθηματική
συμφιλίωση.
Στα χέρια της, η αφήγηση δεν γίνεται απλώς ένα λογοτεχνικό εγχείρημα, αλλά μια
πνευματική άσκηση – μια άσκηση που προκαλεί τόσο τον στοχασμό όσο και την κάθαρση,
φέρνοντάς μας πιο κοντά στις αλήθειες της απανθρωποποίησης που συχνά διστάζουμε να
αντιμετωπίσουμε.

Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/Διανοήτρια

11.9.2024