Το Παλαιστινιακό ζήτημα παραμένει, για δεκαετίες, μια από τις πιο φορτισμένες και πολυσύνθετες συγκρούσεις του σύγχρονου κόσμου. Η συνεχιζόμενη κατοχή, οι εκτεταμένοι εποικισμοί, η καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο αποκλεισμός συγκεκριμένων περιοχών όπως η Λωρίδα της Γάζας, αποτελούν εγκληματικές πρακτικές που έχουν προκαλέσει παγκόσμιο αντίκτυπο και πληθώρα αντιδράσεων. Την ίδια στιγμή, εγείρονται κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τους λόγους που η εκάστοτε κυβέρνηση του Ισραήλ δεν υποχωρεί, καθώς και για το κατά πόσο οι σημερινές πρακτικές μπορούν – ηθικά ή ιστορικά – να συγκριθούν με ακραίες διώξεις του παρελθόντος, όπως αυτές που υπέστησαν οι ίδιοι Εβραίοι υπό το ναζιστικό καθεστώς.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η περιοχή της ιστορικής Παλαιστίνης τέθηκε υπό βρετανική διοίκηση, με βάση την Εντολή (Mandate) που εκχώρησε η Κοινωνία των Εθνών (προπομπός του ΟΗΕ) το 1922. Ορόσημο για την επόμενη περίοδο ήταν το Σχέδιο Διχοτόμησης του ΟΗΕ (UN Partition Plan) το 1947 (Ψήφισμα 181), το οποίο προέβλεπε την ίδρυση δύο ανεξάρτητων κρατών: ενός εβραϊκού και ενός αραβικού.
Παρά την έγκριση του Σχεδίου από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, η υλοποίησή του απέτυχε. Οι αλλεπάλληλες συρράξεις και η ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ το 1948 οδήγησαν στον εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων. Παράλληλα, ο Πόλεμος των Έξι Ημερών (1967) έθεσε υπό ισραηλινή κατοχή τη Λωρίδα της Γάζας, τη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και άλλα εδάφη, διαμορφώνοντας ριζικά τη σημερινή πραγματικότητα.
Η ισραηλινή κατοχή έχει επιφέρει σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσω της επέκτασης παράνομων εποικισμών, των περιορισμών στη μετακίνηση από τα σημεία ελέγχου (checkpoints), του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας, της καταστροφής περιουσιών, καθώς και των στρατιωτικών επιχειρήσεων που έχουν κοστίσει τη ζωή σε αμάχους.
Πληθώρα διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, Διεθνής Αμνηστία, Human Rights Watch κ.ά.) έχουν χαρακτηρίσει αυτές τις πρακτικές ως παραβίαση των βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου και έχουν ζητήσει επανειλημμένα τον τερματισμό τους.
Παρά την πληθώρα, όμως, των ψηφισμάτων του ΟΗΕ που καλούν το Ισραήλ να σεβαστεί το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, η διεθνής κοινότητα δεν έχει καταφέρει να επιβάλει ουσιαστικές κυρώσεις ή να εξασφαλίσει πραγματικές δεσμεύσεις. Οι περισσότερες εκκλήσεις και αποφάσεις, αν και ηθικά φορτισμένες, δεν συνοδεύτηκαν από αρκετή αποτελεσματική πίεση, εν μέρει λόγω των στρατηγικών συμμαχιών του Ισραήλ (ιδίως με τις ΗΠΑ).
Το κίνημα BDS (Boycott, Divestment, Sanctions) καλεί σε μποϊκοτάζ του Ισραήλ σε οικονομικό, πολιτιστικό και ακαδημαϊκό επίπεδο, μέχρι να αρθούν οι παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Παράλληλα, ΜΚΟ όπως η Διεθνής Αμνηστία και το Human Rights Watch συνεχίζουν να δημοσιοποιούν εκθέσεις για παραβιάσεις, ασκώντας κριτική και απαιτώντας τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Παρά την στήριξη που απολαμβάνουν οι κυβερνήσεις του Ισραήλ στο εσωτερικό, εβραικές οργανώσεις και εβραίοι ακτιβιστές (π.χ. η «B’Tselem» ή η «Breaking the Silence») εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους στις πολιτικές καταπίεσης. Επιπλέον, εβραϊκές οργανώσεις του εξωτερικού (λ.χ. «Jewish Voice for Peace» στις ΗΠΑ) ζητούν αναγνώριση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, τονίζοντας ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ειρήνη υπερβαίνουν τα όρια κάθε εθνικισμού.
Παρά την κλιμακούμενη διεθνή κριτική, η ισραηλινή ηγεσία δείχνει εξαιρετικά απρόθυμη να προχωρήσει σε ουσιώδεις υποχωρήσεις.
Ποιες είναι, όμως, οι βαθύτερες αιτίες που οδηγούν σε αυτή την αδιαλλαξία:
-Η εργαλειοποίηση του Ολοκαυτώματος που στόχο έχει να ενισχύσει την αντίληψη ότι το Ισραήλ πρέπει να είναι «απόλυτα ασφαλές» και στρατιωτικά κυρίαρχο.
-Η ιδεολογία του “Μεγάλου Ισραήλ” (Eretz Israel), που άπτεται θρησκευτικών και ιστορικών διεκδικήσεων, παρακινεί μερίδα των ισραηλινών πολιτικών σε διάφορες μορφές εποικισμού/επεκτατισμού και άρνησης επιστροφής εδαφών.
-Διάφορα εθνικιστικά και θρησκευτικά κόμματα συμβάλλουν καθοριστικά στους κυβερνητικούς συνασπισμούς, πιέζοντας για διατήρηση ή ακόμη και επέκταση των εποικισμών.
-Ο φόβος της «απώλειας πολιτικής ισχύος» ωθεί τους πρωθυπουργούς και τα κυρίαρχα κόμματα να διατηρούν μια σκληρή, «ακλόνητη» γραμμή για την ασφάλεια.
-Το Ισραήλ επικαλείται συχνά την εθνική ασφάλεια από τον «περιβάλλοντα εχθρικό κόσμο», για να δικαιολογήσει τη διαρκή κατοχή, καλλιεργεί δηλαδή την αντίληψη «εμείς εναντίον αυτών».
-Οι ισχυρές συμμαχίες, ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ, προσφέρουν πολιτική, οικονομική, και στρατιωτική στήριξη, για λόγους ιδίου συμφέροντος και αποτρέπουν τις διεθνείς κυρώσεις.
-Οι ανεπαρκείς πιέσεις του ΟΗΕ και της ΕΕ, λόγω πολιτικών, οικονομικών και αμυντικών παραμέτρων εδραιώνουν την κυρίαρχη κατάσταση, με συνέπεια να καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο να ανατραπεί.
-Οι εποικισμοί αποτελούν κοινότητες με χιλιάδες οικογένειες, επιχειρήσεις και θρησκευτικά κέντρα, που έχουν δημιουργήσει ένα δίκτυο συμφερόντων. Συνεπώς, η εκκένωση ή η εγκατάλειψη εποικισμένων περιοχών συνεπάγεται σοβαρές κοινωνικές αναταραχές και πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
-Η αμυντική βιομηχανία και οι γεωστρατηγικές επιλογές προσφέρουν στο Ισραήλ σημαντικά πλεονεκτήματα, δημιουργώντας εκτεταμένα δίκτυα συμφερόντων που στηρίζουν τη συνέχεια της εγκληματικής επεκτατικής πολιτικής.
Εύλογα, προκύπτει, λοιπόν, ηθική και ρητορική σύγκριση ανάμεσα σε όσα εφαρμόζει το Ισραήλ στους Παλαιστινίους και στις διώξεις των Εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία, καθώς ο βαθμός της απάνθρωπης καταπίεσης που βιώνουν οι Παλαιστίνιοι «θυμίζει» πρακτικές ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Και οι δύο ιδέες (Μεγάλο Ισραήλ, Μεγάλη Γερμανία) εμπεριέχουν διεκδίκηση εδαφών πέραν όσων αρχικά κατείχε το κράτος, θεμελιωμένη σε ιδεολογικά επιχειρήματα (θρησκευτικά, ιστορικά, φυλετικά), εκφράζουν, δηλαδή, έναν επεκτατικό εθνικισμό που επιδιώκει την ολοένα και μεγαλύτερη εδαφική κυριαρχία σε περιοχές που θεωρούνται «φυσικό δικαίωμα» του έθνους.
Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό μεταφράζεται σε πολιτικές κατοχής ή προσάρτησης. Η κοινή συνισταμένη είναι η επεκτατική νοοτροπία: όπως η «Μεγάλη Γερμανία» επιδίωκε να προσαρτήσει γειτονικές περιοχές, έτσι και οι σκληροπυρηνικοί σιωνιστές θεωρούν αδιαπραγμάτευτη την προσάρτηση ή παραμονή όλης της Δυτικής Όχθης (και ίσως και άλλων περιοχών) στον έλεγχο του Ισραήλ.
Οι σκληρές κατασταλτικές πρακτικές του Ισραήλ εις βάρος των Παλαιστινίων (αποκλεισμός της Γάζας, εποικισμοί, θάνατοι αμάχων, διάκριση σε βάρος Αράβων πολιτών) που ενστερνίζονται τη λογική «εμείς έχουμε δικαίωμα σε αυτά τα εδάφη» θυμίζουν, επίσης την αλαζονεία και την επιθετικότητα καθεστώτων όπως το ναζιστικό.
Το ισραηλινό καθεστώς λειτουργεί στα κατεχόμενα ως «απαρτχάιντ», επιβάλλοντας «εθνοκάθαρση σε αργή κίνηση», χωρίς αυτό να ταυτίζεται αναγκαστικά σε επίπεδο κλίμακας εγκλημάτων με το ναζιστικό παράδειγμα.
Ουσιαστικά η θεωρητική διαφορά τους έγκειται στη βιομηχανοποίηση της γενοκτονίας του ναζιστικού καθεστώτος. Και αναφέρω θεωρητική, γιατί το αποτέλεσμα είναι σχεδόν το ίδιο: ολοκληρωτική εκμηδένιση ή αλλιώς φυσική εξόντωση των Παλαιστινίων.
Το «οξύμωρο»: Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε ακριβώς για να προφυλάξει τον εβραϊκό λαό από μελλοντικές γενοκτονίες, έχοντας ως σημείο εκκίνησης την τραγωδία του Ολοκαυτώματος. Η ιδέα ότι αυτός ο ίδιος λαός εφαρμόζει σήμερα μια πολιτική συστημικής βίας και αποκλεισμού σε έναν άλλο λαό δημιουργεί βαθύ ηθικό προβληματισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς ηθική υποχρέωση ενός λαού, που ο ίδιος βρέθηκε κάποτε στο στόχαστρο μιας από τις χειρότερες γενοκτονίες της Ιστορίας, είναι να μην επαναλάβει κανενός είδους απαρτχάιντ.
Η πραγματική ειρήνη δεν επιτυγχάνεται μόνο με διακρατικές υπογραφές, αλλά και με συμφιλίωση «από τα κάτω». Ένας μακροπρόθεσμος μετασχηματισμός των αντιλήψεων, μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων και κοινών ειρηνιστικών πρωτοβουλιών, είναι απαραίτητος.
Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι εγείρουν το ερώτημα της συλλογικής ευθύνης της διεθνούς κοινότητας. Οι διεθνείς οργανισμοί, τα κράτη και οι παγκόσμιοι θεσμοί οφείλουν να προάγουν την ειρήνη, να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και να διασφαλίζουν τη λογοδοσία για τις παραβιάσεις τους. Καθώς η ισραηλινή κατοχή της Δυτικής Όχθης και ο αποκλεισμός της Λωρίδας της Γάζας συνεχίζονται επί δεκαετίες, με βαρύ τίμημα την εξόντωση του παλαιστινιακού λαού, εγείρεται διαρκώς το ερώτημα για τις ευθύνες όλων των διεθνών δρώντων, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών, των μεγάλων δυνάμεων, των περιφερειακών οργανισμών και, σε ευρύτερο επίπεδο, των κοινωνιών πολιτών.
Η συλλογική ευθύνη του ΟΗΕ έγκειται στη διασφάλιση ότι οι αποφάσεις του δεν θα μένουν μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων αλλά θα πλαισιώνονται από την αναγκαία πολιτική, διπλωματική ή και οικονομική πίεση.
Οι ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώνουν διαφορετικές (ενίοτε συγκρουόμενες) προσεγγίσεις, που μερικές φορές υποσκάπτουν την ενότητα της διεθνούς κοινότητας.
Ο Αραβικός Σύνδεσμος και ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας έχουν προβεί σε πολυάριθμες δηλώσεις υποστήριξης των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Ωστόσο, οι διμερείς συμφωνίες εξομάλυνσης σχέσεων με το Ισραήλ (συμπεριλαμβανομένων των Abraham Accords) δείχνουν ότι η γεωπολιτική πραγματικότητα στην περιοχή είναι πολύπλοκη. Η συλλογική ευθύνη συνίσταται στο να μην παραμένουν αυτές οι υποστηρικτικές διακηρύξεις σε επίπεδο ρητορικής, αλλά να συνοδεύονται από κοινές πρωτοβουλίες ειρήνευσης και βιώσιμης συνεργασίας στην περιοχή.
Η ΕΕ αποτελεί σημαντικό εμπορικό εταίρο του Ισραήλ και ταυτόχρονα είναι από τους μεγαλύτερους χορηγούς ανθρωπιστικής βοήθειας στους Παλαιστινίους. Η απόσταση μεταξύ των δηλώσεων περί «παράνομης κατοχής» και της απουσίας κυρώσεων εναντίον των εποικιστικών δραστηριοτήτων φέρνει στην επιφάνεια τη «συλλογική ευθύνη» των ευρωπαϊκών θεσμών. Η συνέχιση των εμπορικών συμφωνιών δίχως όρους ή έλεγχο συμμόρφωσης εγείρει ερωτήματα περί ουσιαστικής συμμετοχής στην ειρηνική επίλυση.
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (συμπεριλαμβανομένης της Τέταρτης Συνθήκης της Γενεύης) αναγνωρίζει υποχρεώσεις για τις κατοχικές δυνάμεις, ιδίως στην προστασία αμάχων. Η αδυναμία επιβολής κυρώσεων σε μια παρατεταμένη κατοχή, που παραβιάζει τις διεθνείς συμβάσεις, αντικατοπτρίζει έλλειμμα συλλογικής ευθύνης.
Ο Διεθνής Ποινικός Δικαστής (ICC) εξέτασε καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου στην περιοχή, αλλά οι μεγάλες δυνάμεις συχνά δεν συνεργάζονται επαρκώς, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζεται πλήρως η απόδοση δικαιοσύνης.
Πέρα από τα δικαστήρια του ΟΗΕ, ορισμένες χώρες έχουν υιοθετήσει την αρχή της «καθολικής δικαιοδοσίας», επιτρέποντας δίωξη εγκλημάτων πολέμου ανεξαρτήτως του τόπου τέλεσης. Η συλλογική ευθύνη έγκειται στην ενεργό στήριξη τέτοιων πρωτοβουλιών και στη μη παρεμπόδισή τους για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Όσο οι διωκτικές διαδικασίες περιορίζονται και δεν συνδυάζονται με διεθνή συνεργασία, η παραβίαση δικαιωμάτων στους παλαιστινιακούς πληθυσμούς διαιωνίζεται.
Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο τοπικές (B’Tselem, Al-Haq κ.λπ.) όσο και διεθνείς (Human Rights Watch, Διεθνής Αμνηστία), καταγράφουν συστηματικά τις παραβιάσεις και ασκούν πίεση για τερματισμό της κατοχής. Η διεθνής κοινότητα έχει ευθύνη να στηρίξει οικονομικά και πολιτικά αυτές τις προσπάθειες, αντί να τις υπονομεύει ή να τις αντιμετωπίζει ως «εξτρεμιστικές φωνές».
Κινήματα βάσης, όπως το BDS (Boycott, Divestment, Sanctions), ζητούν να επιβληθεί «κόστος» στο Ισραήλ ώσπου να παύσει η καταπάτηση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Παρά τις διαφορές στις θέσεις και τις στρατηγικές αυτών των κινημάτων, υπογραμμίζουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι οικουμενική ευθύνη. Οι κοινωνίες ανά τον κόσμο καλούνται να ενημερώνονται για την κατάσταση και να ασκούν πίεση στις κυβερνήσεις τους, ώστε να μην κλείνουν τα μάτια σε εγκλήματα πολέμου ή παραβιάσεις.
Η διεθνής κοινότητα οφείλει να αναβιώσει μια ρεαλιστική ειρηνευτική διαδικασία, ασκώντας πολιτική και διπλωματική πίεση σε όλες τις πλευρές (συμπεριλαμβανομένων των παλαιστινιακών ηγεσιών) για να τηρήσουν τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου.
Εάν μια πλευρά (ή και οι δύο) αθετεί συστηματικά τις υποχρεώσεις της, η συλλογική ευθύνη απαιτεί συγκεκριμένες συνέπειες (π.χ. κυρώσεις, περιορισμοί, διεθνείς έρευνες).
Η Λωρίδα της Γάζας βιώνει συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης λόγω του αποκλεισμού. Ο επίμονος αυτός αποκλεισμός έχει σοβαρό αντίκτυπο σε θέματα υγείας, διατροφής και βασικών υποδομών. Η διεθνής κοινότητα μπορεί να ενισχύσει υπηρεσίες του ΟΗΕ και άλλων φορέων για να παρέχουν νερό, ρεύμα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη· αυτό δεν είναι απλώς ανθρωπιστικό καθήκον αλλά και μέρος της ευθύνης για προστασία των αμάχων.
Μέτρα όπως η απαγόρευση εξαγωγής όπλων που χρησιμοποιούνται εναντίον αμάχων ή η διακοπή εμπορικών συμφωνιών που στηρίζουν έμπρακτα την επεκτατική πολιτική των εποικισμών, μπορούν να πιέσουν έμπρακτα τους υπεύθυνους.
Η διεθνής κοινότητα οφείλει να ξεπεράσει τις γεωστρατηγικές σκοπιμότητες που της επιβάλλουν σιωπή ή μεροληπτική στάση.
Η «συλλογική ευθύνη» της διεθνούς κοινότητας στο Παλαιστινιακό ζήτημα δεν είναι ένα αφηρημένο ηθικό κατασκεύασμα, αλλά απορρέει από συγκεκριμένους θεσμούς, κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου και της διπλωματίας.
Η συλλογική ευθύνη, όμως, δεν εξαντλείται σε θεσμικό επίπεδο, αλλά επεκτείνεται και στην ηθική δέσμευση όλων μας να μην επιτρέπουμε τη διαιώνιση καταστάσεων όπου ένας λαός (ο παλαιστινιακός) ζει σε καθεστώς παραβίασης δικαιωμάτων και ελευθεριών. Χωρίς την ανάληψη αυτής της ευθύνης στην πράξη – σε πολιτικό, νομικό και κοινωνικό επίπεδο – οι εκκλήσεις για ειρήνη στην περιοχή κινδυνεύουν να παραμείνουν κενά γράμματα, αφήνοντας ανοιχτή την πληγή της αδικίας και της ανθρωπιστικής κρίσης.
Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/Διανοήτρια
ΜΙΝΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η συγγραφέας-διανοήτρια Παναγιώτα Μπλέτα γεννήθηκε στην Λακωνία, ενώ
μεγάλωσε στο Χαλάνδρι. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη: ΜΒΑ – New York
Institute of Technology , BSc Marketing/Management – City University of New
York. Δραστηριοποιήθηκε στο χώρο της Τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου και
διακρίθηκε ως Αντιδήμαρχος Χαλανδρίου και ως Υποψήφια Νομάρχης στο
Nομό Λακωνίας. Συνεργάστηκε επαγγελματικά, με ελληνικούς και διεθνείς
επιχειρηματικούς οργανισμούς, αναλαμβάνοντας υψηλές διοικητικές θέσεις.
Έχει γράψει συνολικά 20 βιβλία, καθώς και περισσότερα από 250 άρθρα και
αρκετές ερευνητικές μελέτες, ενώ έχει δώσει πάνω από 100 συνεντεύξεις σε
ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης.
27.3.2025