D.W: Η Ελλάδα πρωτοπόρος στη μείωση του χρέους

Καταγράφοντας μείωση του χρέους της κατά 23,3%, η Ελλάδα πέτυχε την καλύτερη σχετική επίδοση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Όπως εξηγεί η Handelsblatt, «η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη των δύο τελευταίων ετών, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 8,4% το 2021 και 5,9% το 2022. Ταυτοχρόνως, οι θετικές οικονομικές συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση και των εσόδων από τη φορολογία, σε μεγαλύτερο βαθμό από το αναμενόμενο».

Η HB τονίζει δε πως «η δημοσιονομική επιτυχία είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι η κυβέρνηση διένειμε πέρυσι ενεργειακές επιδοτήσεις ύψους περίπου δέκα δισεκατομμυρίων ευρώ […] Η κυβέρνηση του συντηρητικού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη πηγαίνει έτσι στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου με υγιή δημόσια οικονομικά και με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας κατά περίπου 5%.

[…] Ο Μητσοτάκης υπόσχεται στους ψηφοφόρους πως η εξυγιαντική και μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας θα συνεχιστεί. Στο πρόγραμμα σταθερότητας, το οποίο υπέβαλε στην Κομισιόν την περασμένη εβδομάδα, η ελληνική κυβέρνηση θέτει φιλόδοξους στόχους για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, προβλέποντας οικονομική ανάπτυξη της τάξεως του 2,3% για το 2023, ενώ το 2024 και το 2025 το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί ακόμη και κατά 3%».

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ, με τον σχετικό δείκτη αυτή τη στιγμή να ανέρχεται σε 171,3% του ΑΕΠ. Βέβαια «σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ελληνικό δημόσιο χρέος θεωρείται βιώσιμο, διότι περισσότερα από τα 2/3 του είναι προς δανειοδοτικούς οργανισμούς, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας […] Ωστόσο, η χώρα έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει για τη μείωση του χρέους της και η αποπληρωμή των διασωστικών δανείων της δεν προβλέπεται να ξεκινήσει πριν από το 2034, ενώ πρόκειται να διαρκέσει έως και το 2070», καταλήγει η οικονομική εφημερίδα.

Σε αναζήτηση λύσεων η ΕΕ στο μεταναστευτικό

Η ΕΕ πρόκειται να ανδιαμορφώσει το νομικό πλαίσιο για
τη διαδικασία χορήγησης ασύλου

Σε αναζήτηση νέων λύσεων στο μεταναστευτικό βρίσκεται η ΕΕ με τη Γερμανίδα υπουργό Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ, να προτείνει αφ’ ενός μεν την αυστηρότερη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων, αφ’ ετέρου δε την εξέταση των αιτήσεων ασύλου περισσότερο στα εξωτερικά σύνορα, παρά στο εσωτερικό της Ένωσης. Η Süddeutsche Zeitung αναφέρει πως «η Ευρώπη πρέπει να επιδιώξει τη σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες όπως η Τουρκία και η Τυνησία, ώστε να διευκολύνει τα κράτη που αποτελούν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, όπως είναι η Ιταλία ή η Ελλάδα.

[…] Το σχέδιο της Φέζερ ενδέχεται να αποτύχει απλώς και μόνο επειδή τα κράτη που θα διεκπεραιώνουν τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, δεν έχουν κανένα συμφέρον να το πράξουν. Τουλάχιστον όχι όσο τα υπόλοιπα κράτη-μέλη απορρίπτουν τις δεσμευτικές ποσοστώσεις εισδοχής. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να διεκπεραιώνει αιτήσεις ασύλου και το έχει ήδη πράξει. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι, εάν αναγνωριστεί ένας αιτών άσυλο ως πρόσφυγας, δεν υπάρχει ευρωπαϊκό κράτος που θα τον αναλάβει μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην Ελλάδα. Έτσι, εδώ και χρόνια, η ελληνική ακτοφυλακή έχει αναλάβει να οδηγεί τους πρόσφυγες πίσω στη θάλασσα με βάρκες. Εν τω μεταξύ, πολλά από τα νησιά εκφυλίζονται σε μόνιμους καταυλισμούς προσφύγων. Και αυτό το μείγμα βαρβαρότητας και παραμέλησης είναι τοξικό», σχολιάζει η SZ.

Πάντως, όσον αφορά στην τουρκική εξωτερική πολιτική, η tagesschau επισημαίνει πως αυτή ενδέχεται να διαφοροποιηθεί, σε συνάρτηση με την έκβαση των επερχόμενων εκλογών. Ο ηγέτης της τουρκικής αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, σκοπεύει να κάνει το παν για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, ενώ μάλιστα «έχει δηλώσει σε Ευρωπαίους πρεσβευτές ότι η Τουρκία υπό την κυβέρνησή του θα πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την είσοδο στην ΕΕ, ακόμη και αν η Τουρκία δεν γίνει δεκτή ως μέλος». Από την άλλη, όμως, η στάση του Κιλιτσντάρογλου αναμένεται να παραμείνει αναλλοίωτη στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με τον Τούρκο πολιτικό να δηλώνει ότι «η κυβέρνησή του θα ακολουθήσει μία σκληρή πολιτική, παρόμοια με του Ερντογάν, στη διαμάχη με την Ελλάδα για τα αποθέματα φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο».

πηγή :D.W.

7.5.2023