Κορώνα απο κόλλα γλασέ….

Αποκριές ήταν και στη χρόνια της πέμπτης Δημοτικού και της πρώτης προκατακτικής ,στα Αγγλικά.
Μεσημέρι και πάνω στο τραπέζι, λέω..
“Μας είπαν , στα αγγλικά,ότι τη Κυριακή ,θα μας κάνουν ” μπαλνταφάν ” στο Ν.Ο.Κ ….. και θα πάμε όλα τα παιδιά ,καρναβάλια”..
“Α, Δημοσθένη ,πετάχτηκε κι είπε η μαμά ,” Αποκριές είναι , φέρε κανα κιλό καραμέλες,μη μας έρθουν καρναβάλια και δεν έχω να τα κεράσω”….
“Θα πάρουμε στολή ,να φορέσεις” ,είπε ο μπαμπάς…
“Στολή ; δηλαδή ; ” ρώτησα εγώ ,που μέχρι τότε ,με το φουρό της θείας μου και τη μπέρτα της γιαγιάς ,μασκαρευόμουν, ή . …τάχα .γκέισα ,με της νονάς μου την βυσσινί μεταξωτή ρόμπα , να κρέμεται μακριά ,να τη μαζεύω ,μη την πατήσω και πέσω στο δρόμο και στη μέση μου δεμένο ,το τραπεζομάντηλο ,με τα κρόσσια, στο δε κεφάλι ,για τον φουσκωτό κότσο ,της ασιάτισσας ,ενα σάλι τυλιγμένο ,σαν σαρίκι… και άλλη χρονιά , του χιονιού βασίλισσα ,με άσπρο τούλι, που ποιός ξέρει ,απο πότε ήταν μέσα στο μπαούλο και το κουκουλώθηκα ., …..
“Σπανιόλας στολή, θα σε πάρω , απάντησε ο μπαμπάς..
Το φόρεμα ,που φορούσαν στην Ισπανία ,οι τσιγγάνες και χόρευαν με καστανιέτες ,με τους καβαλλιέρους .
Το καλοκαίρι , τις είδαμε ,στο τσίρκο, που σας πήγα , θυμάσαι ;
Θα πάω στον Χαρισιάδη ,στο “Μπονέρ” και θα νοικιάσω,μια,να πας στο Ν.Ο.Κ.. ..
Το Ν.Ο.Κ ,που,”Ναυτικός όμιλος Καβάλας “θα πει, είναι ωραίο κέντρο ,θα δεις, μεγάλο .
Γίνονταν χοροί ,κείνο το καιρό και είχε στο ταβάνι ,απο σατέν, καλύμματα ,πλούσια και φώτα πολλά κι έρχονταν ορχήστρες και γλεντούσε ο κόσμος .”
Πήρα ,πολύ χαρούμενη ανάσα και άρχισα νάχω, στ΄αυτιά , τη μουσική , την τόσο ενθουσιαστική ,που θυμόμουν απο το τσίρκο ,το Ισπανικό.
Το απόγευμα ,όσο ,εγώ έγραφα τα μαθήματα , στης κουζίνας το τραπέζι πάντα, η μαμά μου πλέκοντας , άρχισε να λέει ,δικά της ,παλιά αποκριάτικα αναμνηστικά ,του καιρού ,που ήταν νέα ..
“Ντυνόμασταν ” κι εμείς,όταν ήμασταν κορίτσια,στο χωριό .
Και, … πού στολές και πολυτέλειες τότε…
Κάνα αντρικό κουστούμι φορούσαμε, ή ..κάναμε βράκες τα ντιβανοσκεπάσματα ,ένα φακιόλι στο κεφάλι ,χαλκάδες στ΄αυτιά και γινόμασταν κατσιβέλες!!
Αλλά και τι γέλιο ,Θεέ μου.Κατουριόμασταν ,απ τ΄αστεία..
‘Αλλη ψυχή είχε ο κόσμος ,τότε,, πιο ανοιχτή και με τη καρδιά μας γελούσαμε ,μετα τη κατοχή , και τις πείνες..
Στο σπίτι ,όμως ,όταν έρχονταν καρναβάλια,πρώτα η μάνα ,άνοιγε τη πόρτα ,γιατί εμείς ήμασταν κορίτσια και φοβόμασταν ,ποιός νάναι μασκαρεμένος και μη μας κάνει τίποτε…..
Η γιαγιά σου ,η Κρυσταλλία ,όσο κι αν, σαν κοπέλλα, τον φοβόταν τον παππού , … άντρας,μαθές και μεγαλύτερος, … όταν είχαν εμάς ,μεγάλα , έκανε κείνη κουμάντα κι ο παππούς σου ο Κοσμάς , καμάρωνε ..
Ντυνόταν η γιαγιά αρκούδα με μια προβιά και ο παππούς ,μες στα γέλια με το φαναράκι ,νύχτα ,απο πίσω της και πήγαιναν ,στα συγγενικά σπιτια ,για το αντέτ.*…
Εσένα ,τώρα , να σε πάρει ο μπαμπάς ,έτοιμα καρναβαλίστικα και να πας στη γιορτή…”
Εγώ ,κάθε μέρα,μετά , από τη χαρά μου και τη ποδιά του σχολείου ,γυαλιστερή την ένιωθα και κόκκινη και την άσπρη μπλε κορδέλα στα μαλλιά, δαντελωτό μαντήλι μαύρο,με τριαντάφυλλο κοντά στ΄αυτί…
Οι μέρες πέρασαν και ο μπαμπάς ,μέχρι τη Παρασκευή το βράδυ , δεν έφερε στο σπίτι τη στολή….
Το Σάββατο το βράδυ ,που γύρισε απ τη δουλειά , του είπα…
“Μπαμπά ,αύριο τ΄απόγευμα ,θα πάμε για το μπαλνταφάν, ,,(,τι λέξη χαρωπή… σκεφτόμουν….. )και ακόμη δεν έφερες τη Σπανιόλα…
Κι άκουσα την απάντηση…..
“Δεν σε πήρα στολή,, δεν “έχουμε” , δεν “τα φέρνω βόλτα..”……
Ρώτησα κι είναι ακριβά… “
Πάει το κόκκινο φουστάνι , έφυγε απο πάνω μου.
Επεσε το δαντελωτό μαντήλι…,μαζί με το τριαντάφυλλο..
Δεν έβγαλα μιλιά….
Εσβησε το φως…πέσαμε όλοι για ύπνο.
Μόνο τα “δεν”.. σφύριζαν στ αυτιά και τη νύχτα όλη…ραγδαία βροχή ,το αχόρταγο κλάμα , αλλά βουβή , μην ακουστώ.
Πότε με πήρε ο ύπνος , δε το κατάλαβα…
Ούτε κανείς κατάλαβε ,οτι εγώ θρήνησα τη χαρά μου …για το bal d’ enfantes…
Το πρωί, που ξυπνήσαμε ,σηκώθηκε κι ο μπαμπάς μου και τον ακούω, να μου λέει..” Ελα …, ντύσου ,να πάμε στα Χίλια * ,στου Ζαφείρη το περίπτερο ,να σε πάρω ένα καπέλλο και μια μάσκα ,να πας τ΄απόγευμα στο μπαλνταφάν…
Το “μπαλνταφάν”… ούτε, που ήταν πια , χαρωπή λέξη…
Ντύθηκα και πήγαμε..
Ο κυρ Ζαφείρης είχε στο ψιλικατζίδικο του ,ένα παράθυρο ,να μπορείς να ψωνίσεις ό,τι πουλούσε και απ έξω, πάνω σε ενα σπάγγο ,κρέμονταν, καπέλλα καρναβαλίστικα και μάσκες …
Κοιτάζαμε και μεις ,αλλά, επειδή ήταν του μπαμπά γνωστός, μας είπε να πάμε απ το πλάι ,να μπούμε μέσα ,να διαλεξουμε.
Μπήκαμε και πίσω απο το δωματιάκι του μικρού μαγαζιού και μπρος απο μια κουρτίνα ,που το χώριζε απο το σπίτι, είχε ένα ντιβάνι σιδερένιο,στρωμένο κανονικά , και πάνω του ,ήταν αραδιασμένα καπέλλα διάφορα ,για καρναβαλάκια..
Ενα ,πιερρότου, κίτρινο μυτερό,με κορδέλλες μαύρες στη κορυφή του., ένα πλατύ ναυτικό με κόκκινη φουντίτσα ,πάνω του , ένα μαύρο του Ζορο,πλατύγυρο, ένα καουμπόικο, με το άστρο του σερίφη ,το χρυσό και μια κορώνα χρυσαφί.
” Ποιό θελεις…”ρώτησε ο μπαμπάς..
“Τη κορώνα “είπα και αμέσως ο κυρ Ζαφείρης ,έφερε ενα φύλλο εφημερίδας και τη τύλιξε.
“Δώσε μας και μια μάσκα “.,, του είπε ο μπαμπάς μου..
Τα πήραμε και το απόγευμα ,έβαλα το φορεματάκι μου ,που είχα για “καλό” ,το παλτό απο πάνω ,που η νονά μου ,είχε πάρει ύφασμα πολλές πήχες ,απο το ίδιο και παρήγγειλε ίδια παλτουδάκια,να ραφτούν και για τις τρεις εξαδέλφες ,που ήμασταν ανηψιές και βαπτιστικές της , στην ΄Αννα, τη καλή τη μοδιστρα , την αδελφή της Φωτίκας ,της καθηγήτριας,που έμεναν στο Κιρτζή *και εκεί ραβόταν κι εκείνη,……., … και πήρα το αστικό να πάω στο Ν.Ο.Κ.
Φορούσα και το στέμμα το χαρτονένιο και τη μάσκα …
Εβλεπα τους συνεπιβάτες μου ,μέσα απ τα ματάκια ,τα κομμένα τρυπούλες ,της μάσκας ,αλλά ,ενώ ήθελα να κλάψω , φοβόμουν μη τη μουσκεψω, βαρύνει το χαρτόνι της και κοπεί το ψιλό λαστιχάκι που ήταν περασμενο κάτω απ τα μαλλιά μου..
Στη στάση κατέβηκα…και με χοροπηδηχτό βήμα, πήγα στη γιορτή…
Μουσική μέσα, δυνατή , κομφετί παντού και σερπαντίνες!
Καρναβαλάκια τα παιδιά ,τα πιο πολλά και κανένα δεν έδωσε σημασία ,που εγώ ήμουν “ντυμένη” βασίλισσα με παλτό κι οχι Σπανιόλα..
Ξεχάστηκα, ήπια τη πορτοκαλάδα μου , φύσηξα σερπαντίνες ,που βγήκαν απ το ρολλό τους και πήγαν απέναντι μακρυά και χάζεψα το ταβάνι του κέντρου ,που είχε σατέν κάλυμμα ,αλλά ,σε μέρη μέρη , το είχε ποτίσει υγρασία απο το πολυκαίρισμα…
Το “μπαλνταφάν “τελείωσε……
Ηθελα να νιώσω, ‘οτι μπορώ νάμαι και κάτι αλλο ,που φάνταζε στα παιδικά μάτια ,ωραίο,με ρούχο απο άλλο ύφασμα κι όχι με το μάλλινο παλτό, με τα “χρυσά” κουμπιά ,που ‘ολο ‘εκοβαν τη κλωστή ,επειδή ήταν τενεκεδένια,… και δεν το κατάφερα…
Δεν “είχαμε “, δεν μπορούσαμε,νάμαι ,κάτι άλλο ,παρά μόνο ,αυτό που μπορούσαμε.
Στη πορεία των χρόνων , μετά ,”ντύθηκα ” με διάφορα και χάρηκα Αποκριές πολλές … με γέλια…και με χαρά!
Το κλάμα κείνου του βραδιού ,ξανά δεν τόκανα και οι δικοί μου δεν τόμαθαν ….
Δεν έπρεπε…Δεν ήθελα να νιώσουν ,επιπλέον, στεναχώρια.
Ηταν καιροί, που δεν ειχαμε, για ρούχα.
Πού και για στολές….
Τα πράγματα στη ζωή ,ίσως , γίνονται έτσι και τόσο διαφορετικά απ ‘ο,τι θέλεις και απ ό,τι ,τελικά ,δεν σου “πάει” και έρχεται αργότερα , καιρός, που πραγματώνεις τις επιθυμίες, για νάχεις να συγκρίνεις ,να εκτιμάς,να αιτιολογείς σωστότερα και δικαιότερα, ανθρώπων δυνατότητες και καταστάσεων επιτροπές.
* αντέτ : Λέγεται από ανθρώπους μικρασιατικής καταγωγής τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα και σημαίνει «για το έθιμο», «για (να σεβαστούμε) την παράδοση»
* Χίλια, * Κιρτζή
Συνοικισμός Χιλίων Καβάλας. Η ονομασία δόθηκε λόγω χιλίων προσφυγικών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν εκεί. Το βορειότερο μέρος του συνοικισμού ονομάζεται “Χίλια” (παλιότερα αναφερόταν με την ονομασία Αμπελόκηποι) και το νοτιότερο ονομάστηκε “Βύρωνας” ή “Κιρτζή”, από το όνομα του εργολάβου που κατασκεύασε τα σπίτια.
Απο το βιβλίο μου ” Τα Καβαλιώτικα μικρά μου χρόνια”
Εκδόσεις Αγγελάκη
5.3.2024

Τελευταία Άρθρα