Η πράσινη μετάβαση αποτελεί μονόδρομο για τις ΜμΕ.

Η ετήσια έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2024, η 6η κατά σειρά, συνεχίζει τη συστηματική καταγραφή και ανάλυση των βασικών εξελίξεων που επηρεάζουν το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. 

Στηρίζεται, όπως πάντα, σε τεκμηριωμένα στοιχεία και επιστημονική επεξεργασία, συμβάλλοντας στην κατανόηση των τάσεων που επηρεάζουν τόσο την επιχειρηματικότητα όσο και το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. 

Κάθε χρόνο, η έκθεση επιλέγει να εστιάσει — πέρα από το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο — και σε ένα ειδικό θέμα ιδιαίτερης επικαιρότητας. 

Το φετινό θέμα, η πράσινη μετάβαση, είναι και επίκαιρο και ουσιαστικό. Η περιβαλλοντική κρίση δεν αποτελεί πλέον απλώς έναν μελλοντικό κίνδυνο· είναι παρούσα και επηρεάζει ήδη πολλαπλά επίπεδα της καθημερινής ζωής. 

Σε αυτό το νέο τοπίο, οι μικρές επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν σε απαιτήσεις και κανόνες που συχνά διαμορφώνονται χωρίς επαρκή μέριμνα για την κλίμακα, τα μέσα και τις δυνατότητές τους. 

Η πράσινη μετάβαση συνδέεται με υψηλό κόστος, ανάγκη για τεχνογνωσία, πρόσβαση σε κατάλληλες υποδομές και εργαλεία. Όμως, ταυτόχρονα, ανοίγει και προοπτικές για πιο βιώσιμες, καινοτόμες και ανθεκτικές μορφές δραστηριότητας. 

Αν και η σημασία της περιβαλλοντικής προστασίας αναγνωρίζεται σήμερα καθολικά, τόσο από την κοινωνία όσο και από την επιχειρηματική κοινότητα, εξακολουθούν να απουσιάζουν οι στοχευμένες επενδύσεις που θα επέτρεπαν στις μικρές επιχειρήσεις να ανταπεξέλθουν ουσιαστικά στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. 

Οι υφιστάμενοι μηχανισμοί στήριξης παραμένουν συχνά αποσπασματικοί και ανεπαρκείς, γεγονός που δυσχεραίνει την έγκαιρη και αποτελεσματική προσαρμογή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο νέο περιβαλλοντικό και κανονιστικό πλαίσιο. 

Η φετινή έκθεση προσπαθεί να φωτίσει αυτή τη διπλή όψη της πράσινης μετάβασης, εστιάζοντας στον ρόλο των μικρών επιχειρήσεων μέσα σε αυτή τη σύνθετη διαδικασία. 

Την ίδια στιγμή, αναδεικνύει τη σημασία του περιβάλλοντος όχι μόνο ως οικονομικό παράγοντα, αλλά ως βασική προϋπόθεση για την ανθρώπινη ευημερία. 

Η αποτίμηση της ανάπτυξης, άλλωστε, οφείλει να περιλαμβάνει και δείκτες κοινωνικής συνοχής, ποιότητας ζωής, περιβαλλοντικής ισορροπίας και μακροχρόνιας βιωσιμότητας.

Παρότι οι βασικοί δείκτες παρουσιάζουν, σε γενικές γραμμές, θετική πορεία, μια πιο προσεκτική και ουσιαστική θεώρηση δείχνει ότι, για παράδειγμα, το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές εξακολουθεί να υπολείπεται του επιπέδου της προ κρίσης περιόδου

Η πραγματικότητα αυτή αντικατοπτρίζεται εντονότερα στο πεδίο των μικρών επιχειρήσεων, στις οποίες η έκθεση δίνει ιδιαίτερη έμφαση, αναδεικνύοντας ότι η οικονομική ανάκαμψη είναι πιο εύθραυστη απ’ ότι φαίνεται και δεν διαχέεται ισόρροπα σε όλους τους τομείς της οικονομίας. 

Δεν πρόκειται για μια γενική ή αφηρημένη ματιά, αλλά για μια συστηματική αποτύπωση της δυναμικής, των δυσκολιών και των πραγματικών αναγκών του βασικού κορμού της ελληνικής επιχειρηματικότητας. 

Το γεγονός ότι οι μικρές επιχειρήσεις δεν λαμβάνουν το μερίδιο που τους αναλογεί από την αναπτυξιακή πορεία της χώρας επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία: ο κύκλος εργασιών τους επιδεινώνεται και στα δύο εξάμηνα του 2024, ενώ καταγράφεται περαιτέρω συγκέντρωση της αγοράς υπέρ των μεγαλύτερων επιχειρήσεων

Παράλληλα, σημειώνεται επιδείνωση της ρευστότητας των μικρών επιχειρήσεων, ενώ ο πληθωρισμός έχει επιτείνει σημαντικά τις πιέσεις που αντιμετωπίζουν. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 39,6% την τελευταία τριετία, γεγονός που δυσχεραίνει περαιτέρω τη λειτουργία και την ανταγωνιστικότητά τους.

Όσον αφορά στην ιδιωτική κατανάλωση, συνεχίζεται δυναμικά η ανάκαμψή της από τη μείωση του 2020. 

Συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 2,05%, το 2024, ποσοστό πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. 

Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών κινήθηκαν ανοδικά και το 2024 φτάνοντας σε σταθερές τιμές τα 138.525 εκατ. €. Ο ρυθμός αύξησής τους, μάλιστα, ήταν μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης του 2023 (+1,82%).

Το 2024, το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε στα 364.885 εκατ., γεγονός που οδήγησε και στην αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, το οποίο έφτασε το 153,6% του ΑΕΠ

Ωστόσο, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε όλη την ΕΕ και την Ευρωζώνη

Την περίοδο 2024-2025, συντελέστηκε και μια σημαντική μεταρρύθμιση στο θεσμικό πλαίσιο της δημοσιονομικής διαχείρισης. 

Ωστόσο, το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εμπεριέχει μια σειρά προβληματικών πτυχών, γεννώντας σημαντικές επιπτώσεις για τις μικρές επιχειρήσεις.

Ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σημειώνει αύξηση της τάξεως του 10% σε διάστημα ενός εξαμήνου (από 49,6% σε 59,3%), μετά από τρία διαδοχικά εξάμηνα πτωτικής πορείας.

Επιδείνωση της ρευστότητας βίωσαν οι επιχειρήσεις το 2024 σε σχέση με το 2023. 

Συγκεκριμένα, περισσότερες από τις μισές καταγράφουν μείωση της ρευστότητάς τους το πρώτο ή το δεύτερο εξάμηνο, ενώ λιγότερες από μία στις πέντε και στα δύο εξάμηνα εμφανίζουν βελτίωση της ρευστότητάς τους. 

Μέρος της επιδείνωσης και της μείωσης της ρευστότητας οφείλεται στην εφαρμογή του τεκμαρτού τρόπου φορολόγησης αλλά και στις συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις.

Σε μια εποχή μεταβάσεων και προκλήσεων, η προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και η ενίσχυση των μικρών επιχειρήσεων αποτελούν προτεραιότητες που αφορούν όλους μας. 

Η έκθεση αυτή φιλοδοξεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο τεκμηρίωσης και προβληματισμού, ώστε να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις που θα διασφαλίσουν τη θέση των μικρών επιχειρήσεων στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας και την ευημερία της κοινωνίας μας συνολικά.

Καλούνται, η κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα να λάβουν σοβαρά υπόψη τα δεδομένα της έκθεσης που εκπόνησε η ΓΣΕΒΕΕ και να τοποθετηθούν με σαφήνεια από το βήμα της ΔΕΘ. 

Η μικρομεσαία επιχείρηση αργοπεθαίνει και οι αντιδράσεις οφείλουν να είναι άμεσες και αποτελεσματικές. 

 

Κων/νος Σ. Μαργαρίτης

Δημοσιογράφος

3.9.2025